«Που λέει ο λόγος, βρε αδερφέ!», επενέβη στη συζήτηση ο πελάτης που μπήκε εκείνη την ώρα στο παντοπωλείο του κυρ Μπακόλα κι αμέσως μετά, ξεράθηκε στα γέλια!
Αυτό ήταν! Η αμηχανία που είχε δημιουργηθεί αρχικά, ανάμεσα στον Εβραίο καταστηματάρχη και σε μια ηλικιωμένη κυρία, εξελίχθηκε σε ένα ξεκαρδιστικό επεισόδιο από εκείνα που δύσκολα ξεχνιούνται!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Μαρούσω, ήταν μια καλοσυνάτη και φιλήσυχη ηλικιωμένη γυναίκα της εκκλησίας. Την αγαπούσαν όλοι για την ευγένεια, τη νοικοκυροσύνη και τον πράο χαρακτήρα της. Κι αυτή, με τη σειρά της, πάντα θα είχε μια καλή κουβέντα να πει για όλους, ακόμη και για αυτούς που δεν την άξιζαν.
Ένα πρωί, όπως συνήθιζε, πήρε τον μικρό εγγονό της από το χέρι και βγήκε στην αγορά για τα ψώνια της ημέρας. Αφού πέρασε πρώτα από τον φούρνο για ψωμί, κατευθύνθηκε προς το παντοπωλείο του κυρ Μπακόλα για τα σχετικά.
Νωρίτερα την ίδια μέρα, είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως ο κυρ Μπακόλας, που ήταν εξαιρετικός έμπορος, είχε εξασφαλίσει μια μικρή ποσότητα από εκλεκτά τυριά Μετσόβου -που γίνονταν ανάρπαστα όταν τα έφερνε – και το παντοπωλείο του ήταν γεμάτο κόσμο. Στάθηκε και η Μαρούσω με τον εγγονό της στη ουρά και περίμεναν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους για να ψωνίσουν.
Όσο όμως πέρναγε η ώρα, τόσο η ζέστη μέσα στο παντοπωλείο γινόταν ενοχλητική και ο πιτσιρικάς ανήσυχος.
– Γιαγιά πότε θα πάμε σπίτι; Σπίτι; Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί ο νους του ήταν στην αλάνα της γειτονιάς του και στο παιχνίδι.
Ο πονηρούλης κύριος που περίμενε από πίσω, θέλησε να εκμεταλλευτεί την γκρίνια του μικρού και την στιγμιαία ολιγωρία της ηλικιωμένης κυρίας και κάνοντας μικρά βηματάκια, παριστάνοντας ταυτόχρονα τον αδιάφορο, βρέθηκε μπροστά από την κυρία χωρίς κανένας να το πάρει είδηση. Κοινώς, της έφαγε τη θέση!
Κύριος; Έφαγε; Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί ούτε ο κύριος ήταν κύριος, αλλά ούτε και έφαγε τη θέση κανενός, καθώς όπως γνωρίζουμε αυτή, η θέση δηλαδή, δεν έχει κάποια θρεπτική αξία!
Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο. Ο μικρός αντιλήφθηκε την απάτη του «κυρίου» και τραβώντας τη γιαγιά του από το μανίκι διαμαρτυρήθηκε!
– Τι κάνεις παιδί μου; λέει στην γιαγιά του. Δεν βλέπεις που μας πήρανε τη θέση;
Ο πανέξυπνος παντοπώλης, αμέσως αντιλήφθηκε τι έγινε και για να προλάβει τα χειρότερα, παρατήρησε χαριτολογώντας τον πιτσιρίκο:
– Παιδί μου είπες τη γιαγιά σου;
Και η γιαγιά Μαρούσω αμέσως αντιδρά, απευθυνόμενη προς στον Εβραίο:
– Ε μα κι εσύ δεν πρόσεχες καθόλου Χριστιανέ μου!!!
Την στιγμιαία σιωπή και αμηχανία, διατάραξε τότε η φωνή και το βροντώδες γέλιο του νεοφερμένου στο κατάστημα πελάτη:
– «Που λέει ο λόγος, βρε αδερφέ!», είπε. Και όλοι ξέσπασαν σε γέλια!
…….
Αυτή είναι μια παλιά ιστορία, από την εποχή που υπήρχαν τα μπακάλικα. Μια ιστορία που μοιάζει με ανέκδοτο, όπως με ανέκδοτο μοιάζουν και όσα ακούγονται την σήμερον ημέρα στα βουλευτικά έδρανα και στα τηλεοπτικά παράθυρα από το στόμα των εκπροσώπων της λαϊκής «βούλησης» και των «έγκριτων» δημοσιογράφων της συμφοράς!
Απατεώνα, κλέφτη, ψεύτη, φασίστα, μπολσεβίκε, γερμανοτσολιά, προδότη, αλιτήριοι, λαμόγια, γουρούνια, γομάρια, τομάρια, ανδρείκελα, υποκείμενα, άνανδρε, δοσίλογε, εφιάλτη, ανίκανε, κάθαρμα, κερατάδες, καθίκια και άλλα παρόμοια «κοσμητικά», δίνουν το στίγμα του πολιτικού πολιτισμού τους και την ποιότητα των επιλογών μας.
Μα θα μου πείτε, που είναι το ανέκδοτο;
Ανέκδοτο είναι το θράσος των υβριστών, να «εξαγνίζουν» αυτούς τους άθλιους χαρακτηρισμούς, τοποθετώντας πριν από αυτούς το πρόθεμα «πολιτικός-η-ο»! Λες και ο πολιτικός απατεώνας είναι καθόλου ή λιγότερο απατεώνας ή το πολιτικό ανδρείκελο έχει δική του βούληση και δεν ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις άλλων!
Ανέκδοτο είναι και η αφέλεια των ψηφοφόρων «πελατών» που τους δίνουν εύκολα «συγχωροχάρτι» για τη συμπεριφορά τους.
«Εξαγνίζουν»; «Πελατών»; «Αφέλεια»; «Συγχωροχάρτι»; …Τρόπος του λέγειν, δηλαδή!!!
Γιάννης Β. Δεβελέγκας