Γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρίου*
Δεν είναι τυχαίο, που τα λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα της Πλάκας Ραφταναίων υπήρξαν το θέατρο μεγάλων ιστορικών γεγονότων…
Εκεί είναι που ημερεύει η χαράδρα του Αράχθου, που δημιουργείται ένα ομαλό πέρασμα προς τα Τζουμέρκα, που περνούν οι εμπορικοί δρόμοι και επικεντρώνεται ο στρατηγικός έλεγχος της περιοχής. Μερικά πράγματα αποφασίζονται από τη Γεωγραφία πριν από την Ιστορία.
Αυτό το πέρασμα / σύνορο έγινε το θέατρο σκληρών συγκρούσεων και το 1821 και σ’ όλους τους κατοπινούς ελληνοτουρκικούς πολέμους και στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου, φιλοξένησε τη Συνδιάσκεψη των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων τον Φλεβάρη του 1944 και φορτίστηκε με τις μνήμες χιλιάδων ανθρώπων του μόχθου, βοσκών με τα κοπάδια τους, πραματευτάδων, μαστόρων και ταξιδιωτών, συνδέθηκε με το συλλογικό μύθο και μετασχηματίστηκε σε πολιτισμικό τοπίο.
Το κεντρικό στοιχείο, το σημείο αναφοράς αυτού του τοπίου ήταν βεβαίως το πέτρινο γεφύρι της Πλάκας, το μεγαλύτερο μονότοξο στα Βαλκάνια, ένα πραγματικό στολίδι της λαϊκής αρχιτεκτονικής αδιάσπαστα δεμένο με τη φύση και το ποτάμι. Ο επισκέπτης εντυπωσιαζόταν από το αέρινο κατασκεύασμα, που έχτισαν το 1866 οι Ηπειρώτες πετράδες με επικεφαλής τον πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα, χρησιμοποιώντας ακόμα και ασπράδια αυγών ως συγκολλητική ύλη, και είχε άνοιγμα τόξου 40 μέτρων και ύψος 20.
Πέτρινα γεφύρια στην Ήπειρο υπάρχουν πολλά και πανέμορφα, κανένα όμως εκτός απ’ αυτό δεν συνδέθηκε με τους αγώνες της εποχής μας. Μ’ αυτό το γεφύρι σαν σύμβολο δώσαμε από το 1997 την σκληρή αλλά τελικά νικηφόρα μάχη για τη σωτηρία του Αράχθου από τα καταστροφικό μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα του Αγίου Νικολάου, αυτό το γεφύρι ήταν που τροποποίησε τους πολιτικούς συσχετισμούς και ατσάλωσε τους Τζουμερκιώτες, σ’ αυτό το γεφύρι μαζευτήκαμε 1.500 άνθρωποι το καλοκαίρι του 2006 και συνεχίσαμε να μαζευόμαστε τα επόμενα χρόνια τα Φώτα ξορκίζοντας τους καλικάντζαρους των εταιριών.
Ήταν επομένως πολύ λογικό να το εχθρεύονται εξουσίες και συμφέροντα όλα αυτά τα χρόνια, να επιχειρηματολογούν ασύστολα ότι «κάθε εποχή δημιουργεί νέα, δικά της μνημεία», στη συνέχεια να μεθοδεύουν «μεταφορές» του στο πουθενά και να πλαστογραφούν τους χάρτες, μετατοπίζοντας την πραγματική του θέση, και στο τέλος να διαβεβαιώνουν ότι το μνημείο «σώζεται» στο μέσο της λάσπης ενός τεχνητού ταμιευτήρα. Ένα μικρό αλλά συμβολικό δείγμα αυτής της αμφιθυμίας των εξουσιών είναι το γεγονός ότι ο τωρινός Περιφερειάρχης Ηπείρου της Ν.Δ. ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως υποψήφιος Νομάρχης Ιωαννίνων το 2002, έχοντας το γεφύρι της Πλάκας ως έμβλημα του συνδυασμού του, για να το εγκαταλείψει άρον – άρον την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Η αναζήτηση των αιτίων της χτεσινής οδυνηρής κατάρρευσης στη μεγάλη νεροποντή είναι μια κλασική επιχείρηση μετάθεσης των ευθυνών. Το γεφύρι της Πλάκας, όπως άντεξε στην προσπάθεια ανατίναξης από τους ναζί το 1943, με το ίδιο κουράγιο έχει αντιμετωπίσει φαινόμενα ακόμα πιο ακραία και μεγάλες κατεβασιές νερού από τον ορμητικό Άραχθο. Και ασφαλώς θα εξακολουθούσαμε να το χαιρόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπεύθυνοι θα είχαν εκπληρώσει τα στοιχειώδη καθήκοντα απέναντί του.
Από το 2006 είχε συνταχθεί η μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης της γέφυρας, η δεύτερη φάση της οποίας προέβλεπε την προστασία των βάθρων της, τα οποία, σύμφωνα με τον μελετητή, «έχουν υποστεί διάβρωση και σημειακά έχουν υποσκαφθεί (νεροφαγώματα)», κάτι που είχαν επισημάνει επανειλημμένα και οι κάτοικοι της περιοχής. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της χτεσινής καταστροφής επιβεβαιώνει ότι πρώτο «έσπασε» το ανατολικό βάθρο και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλη η κατασκευή βυθίστηκε στο θολό ποτάμι. Ενδεχομένως ένας πρόσθετος λόγος είναι η επίδραση ενός νεαρού πλατάνου στο σώμα της γέφυρας.
Επί 8 χρόνια η παραπάνω μελέτη κυκλοφορεί από γραφείο σε γραφείο, από την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων στις κεντρικές του Υπουργείου Πολιτισμού και στην Περιφέρεια Ηπείρου, χωρίς να υλοποιηθεί ούτε αυτούσια η δεύτερη φάση ούτε κάποια τροποποίηση – επικαιροποιήσή της. Οι διαδοχικοί Υπουργοί Πολιτισμού και μεταξύ αυτών ασφαλώς ο τελευταίος συντοπίτης μας, ο οποίος τόσο πολύ επένδυσε σε μια καμπάνια πολιτικής «αξιοποίησης» της πολιτιστικής κληρονομιάς, ο Περιφερειάρχης, ο οποίος δεν άφησε ούτε μία εκκλησία της Ηπείρου, παλιά και σύγχρονη, χωρίς προγραμματική σύμβαση, και ασφαλώς κάμποσοι υπηρεσιακοί παράγοντες αγνόησαν τις αγωνιώδεις, προφορικές και έγγραφες, εκκλήσεις του Συλλόγου Προστασίας Αράχθου, άλλων φορέων και πολλών κατοίκων της περιοχής, απέφυγαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και φανέρωσαν το αληθινό πρόσωπο της αντιμετώπισης της πολιτιστικής κληρονομιάς στη σημερινή Ελλάδα και μετά αλλά και πριν από το μνημόνιο.
Η επόμενη μέρα για τα Τζουμέρκα και για όλη την Ήπειρο είναι σκληρή, γεμάτη πένθος και ορφάνια, όμοια με την απώλεια ενός στενού συγγενή. Η ακαριαία αντίδραση του Πρωθυπουργού και η δέσμευση για την αποκατάσταση του μνημείου, κατά το προηγούμενο της γέφυρας του Μόσταρ, γεννάει την ελπίδα ότι τα παιδιά μας θα μπορέσουν να το καμαρώσουν στο άμεσο μέλλον. Βεβαίως ούτε η τεχνογνωσία των πετράδων υπάρχει σήμερα ούτε πέτρες με πατίνα 150 χρόνων. Κυρίως όμως για όλους εμάς, που με το γεφύρι της Πλάκας μας συνδέουν έντονα βιώματα, αγώνες και προσωπικές στιγμές, δεν θα είναι ποτέ το ίδιο.
*Δικηγόρος, πρώην Περιφερειακός Σύμβουλος Ηπείρου, μέλος του Συλλόγου Προστασίας Αράχθου