Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Τι είναι έρωτας; Ποια σχέση μπορεί να έχει η εκκλησία με τον έρωτα; Η εκκλησία δεν καταδικάζει τον έρωτα; Δεν μιλάει μόνο για θείο έρωτα; Και για τον ανθρώπινο έρωτα; Μπορεί να έχει λόγο η εκκλησία για το θέμα αυτό; Είναι αμαρτία ο έρωτας;
Στις 14 Φεβρουαρίου εορτάζει ο άγιος Βαλεντίνος. Πρόκειται για μία εμπορική εορτή, που έχει δυτική προέλευση. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος, το 2000 αντέταξε στην εορτή του αγίου Βαλεντίνου, την εορτή των έγγαμων αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλας (13 Φεβρουαρίου), οι οποίοι υπήρξαν συνεργάτες του αποστόλου Παύλου, τους οποίους αναφέρει στις επιστολές του. Με την κίνηση αυτή ήθελε να προβάλλει τη χριστιανική φύση, που αποκτά ο έρωτας μέσα στη ζωή της εκκλησίας.
Άλλο είναι ο έρωτας και άλλο η σεξουαλικότητα για την εκκλησία. Ενοχοποιώντας όμως τον έρωτα, όσοι προβαίνουν σε μία τέτοια στάση, την ίδια στιγμή καταφέρνουν να δημιουργήσουν ανθρώπους με ανασφάλειες και απωθημένα. Ανθρώπους ανέραστους, φοβισμένους που θεωρούν τον έρωτα αμαρτωλό, ανίερο, βλάσφημο, διαβρωτικό στοιχείο του ύπαρξης του ανθρωπίνου προσώπου. Μάλιστα, ο Νίτσε έφτασε στο σημείο να πει, πως «ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο και ο έρωτας, αν και δεν πέθανε από αυτό, όμως εκφυλίστηκε σε ελάττωμα». Tα είπε αυτά, επειδή ο ιερός Αυγουστίνος, Θωμάς Ακινάτης και άλλοι δυτικοί θεολόγοι, φρόντισαν επιμελώς να ενοχοποιήσουν τον έρωτα και να τον στιγματίσουν. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα στην ορθόδοξη θεολογία.
Κι ενώ λοιπόν, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ο όρος «έρωτας» φόβιζε τους χριστιανούς, τον 5ο αιώνα ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης τους καθησύχαζε, λέγοντας τους «τό τοῦ ἔρωτος ὄνομα μή φοβηθῶμεν». Τί δηλώνει όμως το όνομα αυτό; Ο Μάξιμος Ομολογητής γράφει πως τον έρωτα, είτε τον πούμε θείο, είτε αγγελικό, είτε νοερό, είτε ψυχικό, είτε φυσικό, «ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν». Κι αυτό ισχύει και για τον θείο έρωτα, τον έρωτα δηλαδή που νιώθει ο άνθρωπος για τον Θεό, αλλά και για τον έρωτα που νιώθει ένας άνδρας για μία γυναίκα, και το αντίστροφο. Δύναμη που ενώνει και συγκρατεί, που συνέχει! Υπέροχοι λόγοι του Μαξίμου Ομολογητή.
Από την άλλη ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης αναφέρεται σε «εραστό» Θεό και ο Συμεών Νέος Θεολόγος σε «εραστή της ψυχής». Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, δεν λέει για τον Χριστό «η δική μου αγάπη σταυρώθηκε», αλλά «ο δικός μου έρωτας σταυρώθηκε»! Πρόκειται για την ανεπανάληπτη, κατεξοχήν συντριβή του οποιουδήποτε ηθικισμού που έχει δηλητηριάσει τις λέξεις και μένει πλέον να φέρει σε απολογία ακόμη και τον Χριστό, αν δεν το έχει κάνει ήδη.
Εκτός αυτών, υπάρχει κι ένας ασκητής της ερήμου, ο οποίος κάνει την έκπληξη. Ο Ιωάννης ο Σιναΐτης στο έργο του «Κλίμακα» προβαίνει σε έναν υπέροχο παραλληλισμό και προκειμένου να μας δείξει τη σχέση Θεού – ανθρώπου, χρησιμοποιεί εικόνες που προέρχονται από την ζωή του κόσμου και όχι της ερήμου. Γράφει: «Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νου του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάσει, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ’ αυτούς που αν και έχουν σώμα είναι ασώματοι (και ασκούν τον πνευματικό έρωτα)».
Κατόπιν όλων αυτών, πλανάται ακόμη ένα ερώτημα, που ψάχνει να βρει την απάντηση του. Γιατί ο έρωτας έχει ενοχοποιηθεί; Θα έλεγα, πως αυτό ωφείλεται στο γεγονός ότι ο έρωτας έχει ταυτιστεί με τη σεξουαλικότητα. Κι αφού η σεξουαλικότητα αποτελεί μία από τις μεταπτωτικές κληρονομιές του ανθρώπου, τότε ο έρωτας είναι αμαρτία. Αυτό το τελευταίο, το ότι ο έρωτας είναι αμαρτία, έχει καλλιεργηθεί επιμελώς και εξακολουθεί να καλλιεργείται και στις μέρες μας, είτε από άγνοια, είτε από ημιμάθεια, είτε από ισχυρή καταπίεση των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Νωρίτερα, είδαμε πως ο άνθρωπος εκφράζεται ερωτικά προς τον Θεό. Η ορθοδοξία μάλιστα, κατά Γιανναρά, είναι μία «οδός ερωτική». Ο Θεός, όμως, έχει έρωτα προς τον άνθρωπο; Υπάρχουν θεολογικές φωνές που αρνούνται το γεγονός της ερωτικής έκφρασης που ο Θεός εκδηλώνει για τον άνθρωπο. Αυτό είναι μία καθαρά νεοπλατωνική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο έρωτας δηλώνει μία έλλειψη σαν όρος. Επομένως, μία τέτοια έλλειψη δεν υπάρχει περίπτωση να την έχει ο τέλειος Θεός. Αν άκουγε ο Πλωτίνος πως ο Θεός έχει έρωτα προς τον άνθρωπο, θα μας έλεγε τι είναι αυτά που λέτε, είστε με τα καλά σας;
Και σ’ αυτό το θέμα γινόμαστε νεοπλατωνικοί. Κι έρχεται η φωνή των Πατέρων. Ο Μάξιμος Ομολογητής σημειώνει πως «ὁ γάρ ἀγαθοεργός ἔρως ἐκίνησε το θεῖον εἰς πρόνοιαν, εἰς σύστασιν ἡμῶν». Ο έρωτας οδήγησε τον Θεό στη σύσταση μας! Για τον Μέγα Φώτιο, θείος έρωτας δεν είναι μόνο ο έρωτας του ανθρώπου για τον Θεό, αλλά και ο έρωτας του Θεού για τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, «αὐτός ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος… Καί οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλά καί ἠτιμάσθη ὑπέρ ἡμῶν, καί ἐρραπίσθη καί ἐσταυρώθη καί ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη καί διά τούτων ἁπάντων τόν περί ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα». Ο δε όσιος Νείλος ο ασκητής, θα μας πει πως ο Θεός είναι «ἐραστής μανικώτατος». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, αφού σύμφωνα με τους λόγους του «ο Θεός καταφθάνει ερωτευμένος για την ανθρώπινη φύση… για να μάθεις τον έρωτα του Νυμφίου».
Ο έρωτας δεν τρομοκράτησε τους Πατέρες. Οι Πατέρες είχαν ανοιχτό πνεύμα. Τόλμησαν. Πήραν την λέξη «έρωτας» και της έδωσαν περιεχόμενο οντολογικής και συνεκτικής εμβάθυνσης, η οποία ουσιωδώς πλέον ανάγει την καθολικότητα της στο πρόσωπο του Χριστού. Με τον τρόπο αυτό, κατάφεραν κάτι θεμελιώδες. Να δείξουν πως ο άνθρωπος έχει έρωτα προς τον Θεό, αλλά και ο Θεός έρωτα προς τον άνθρωπο. Έκφραση, πληρότητα έκφρασης, δέσιμο, δόσιμο που συγκρατεί τη σχέση αυτή, ένα συναίσθημα δηλαδή ξένο προς ψυχοφθόρα πάθη, αδυναμίες, ελλείψεις, ναρκισσισμό. Θα έλεγα, πως ο έρωτας αναδεικνύεται σε άγιο συναίσθημα μέσα στην εκκλησία. Είναι η ίδια στιγμή που κάποιες θεολογικές φωνές επιμένουν στη δαιμονοποίηση του. Έως πότε όμως ο έρωτας θα αποτελεί τον απαγορευμένο καρπό;