Με αφορμή δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου, σχετικά με την εξέταση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο πρότασης του Δήμου Αρταίων για την επαναλειτουργία του πρώην Ξενία της Άρτας, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ενημερώνει για τα ακόλουθα:
«Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου εξετάστηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αίτημα του Δήμου Αρταίων για τη χρήση του πρώην «Ξενία» στο Κάστρο της Άρτας ως σύγχρονου ξενοδοχείου. Στη συνεδρίαση παρευρέθηκαν και εξέθεσαν τις απόψεις τους μεταξύ άλλων, ο Δήμαρχος Αρταίων και λοιποί εκπρόσωποι του Δήμου.
Η συζήτηση υπήρξε μακρά και αναλύθηκαν όλες οι παράμετροι του θέματος προκειμένου τα μέλη του συμβουλίου να αποκτήσουν πλήρη εικόνα για την επιστημονική τους κρίση.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, τα μέλη γνωμοδότησαν ότι η λειτουργία ιδιωτικής ξενοδοχειακής εγκατάστασης εντός του κάστρου δεν συνάδει με τον δημόσιο χαρακτήρα του μνημείου καθώς και τον ιστορικό-πολιτιστικό χαρακτήρα του. Ως εκ τούτου, τα μέλη γνωμοδότησαν υπέρ της μη επανάχρησης του πρώην ξενοδοχείου «Ξενία» στο Κάστρο της Άρτας. Επίσης, γνωμοδότησαν υπέρ της μη έγκρισης παραχώρησης της πρόσβασης στον εν λόγω χώρο.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο είναι το αρχαιότερο συλλογικό όργανο του ελληνικού κράτους με διαρκή λειτουργία από το 1834 έως σήμερα και διατηρεί τον αμιγώς επιστημονικό του χαρακτήρα. Απαρτίζεται από μέλη της ανώτερης ιεραρχίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας – εξέχοντα μέλη της επιστημονικής κοινότητας και έγκριτους επιστήμονες στον τομέα της αρχαιολογίας, της ιστορίας, των θετικών επιστημών, της εκπαίδευσης και της τέχνης.
Το Συμβούλιο, ως ανεξάρτητο όργανο, γνωμοδοτεί προς τον εκάστοτε Υπουργό Πολιτισμού για θέματα προστασίας και ανάδειξης αρχαιοτήτων. Η συμβολή του στην προάσπιση, ανάδειξη και εν γένει διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, ως δημόσιου κοινωνικού αγαθού, έχει αποδειχθεί καίρια και καθοριστικής σημασίας διαχρονικά.
Το Συμβούλιο γνωμοδοτεί σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί της προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν.3028/2002). Οι συνεδριάσεις του χαρακτηρίζονται από την αρχή της διαφάνειας της δημόσιας διοίκησης και λειτουργεί σύμφωνα με τον κώδικα διοικητικής διαδικασίας.»