Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Ο Χριστός συνήθιζε να μιλάει με παραβολές στους ανθρώπους, προκειμένου να τους μυήσει με κατανοητό τρόπο στις αλήθειες του ευαγγελίου. Σύμφωνα με την παραβολή της Κυριακής, ένας πλούσιος είδε τα χωράφια του να αποδίδουν μεγάλη σοδειά. Βρισκόμενος σε προβληματισμό για τον τρόπο που θα διαχειριστεί αυτή τη μεγάλη σοδειά, κατεδάφισε τις αποθήκες και έχτισε μεγαλύτερες. Εκεί συγκέντρωσε όλα τα αγαθά που είχε και είπε στην ψυχή του «ψυχή, έχεις πολλά αγαθά για πολλά χρόνια∙ αναπαύσου, φάε, πιες και ευφραίνου» (Λουκ. 12, 19). Ο Θεός όμως εκείνη τη νύχτα του είπε πως τη νύχτα εκείνη ζητούν την ψυχή του λέγοντας του, «εκείνα δε που ετοίμασες, ποιος θα τα πάρει»; (Λουκ. 12, 20).
Ίσως κάποιος να θεωρήσει, με βάση τα παραπάνω, πως ο Χριστός στέκεται επικριτικά απέναντι στον πλούτο. Ενδεχομένως και στην ύλη. Και ακόμη πως η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής εξορκίζει τα υλικά αγαθά. Βέβαια, είναι αλήθεια πως προς μία τέτοια κατεύθυνση κινείται η γνωστική αλλά και η νεοπλατωνική σκέψη, καθώς για τον γνωστικισμό η ύλη περιφρονείται, αλλά και για τον Πλωτίνο το κακό υπάρχει στην ύλη και στον αισθητό κόσμο. Όμως, το ίδιο δεν ισχύει για τον ευαγγελικό λόγο.
Ο Χριστός δεν δαιμονοποιεί την ύλη, δεν την αρνείται και δεν αντιμετωπίζει την ανθρώπινη φύση με μονοφυσιτικό τρόπο. Για την πατερική σκέψη ο άνθρωπος είναι «διφυής», δηλαδή σώμα και ψυχή. Αυτό δείχνει πως δεν είναι μόνο σώμα, αλλά και δεν είναι μόνο ψυχή. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2,7) επιβεβαιώνει την τιμή του υλικού στοιχείου από τον Θεό. Εκείνο που καταδικάζει ο Χριστός, κι αυτό φαίνεται στα λόγια Του αμέσως πριν την εξιστόρηση της παραβολής, είναι η πλεονεξία, αφού λέει στο πλήθος: «Προσέχετε και φυλαχθείτε από κάθε είδους πλεονεξίας, διότι και αν έχει κανείς αφθονία, τα πλούτη του δεν του δίνουν ζωή» (Λουκ. 12, 15).
Στην παραβολή του άφρονος πλουσίου συντελείται μία θεοκτονία. Γίνεται λόγος για αποθήκευση των άφθονων υλικών αγαθών, μα πουθενά δεν γίνεται λόγος για τον Θεό. Ο Θεός εξορίζεται. Θα έλεγα πως, η μεταφυσική οπτική του γεγονός αυτού αναλώνεται με αποκλειστικό τρόπο στην επίγεια ζωή. Ο πλούσιος ενδιαφέρεται μόνο να καλοπεράσει. Να φάει, να πιει, να απολαύσει όσα έχει. Δεν έχει μεταφυσικές ανησυχίες, δεν αναζητά τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή του θα καθαρθεί ώστε να μοιάσει στον Θεό. Δεν αναζητά τον ίδιο τον Θεό. Και κάτι ακόμη. Βλέπει τον εαυτό του, όχι ως το «συναμφότερον» όπως θα έλεγε ο Γρηγόριος Παλαμάς, αλλά μόνο ως σώμα. Γι’ αυτό και ο οπτιμισμός του επικεντρώνεται στην ηδονή, η οποία απορρέει από την ακόρεστη ικανοποίηση του πλούτου.
Είναι αλήθεια πως για τον πλούσιο, ευδαιμονία είναι η απόλαυση του πλούτου που έχει συγκεντρώσει για τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, δείχνει να παραιτείται από οποιαδήποτε άλλη αναζήτηση του σκοπού της ζωής, αφού η απολυτοποίηση της ύλης ως μέσο ηδονής, οδηγεί τη σκέψη, την προαίρεση και την ενέργεια του. Αν ο καθένας απαντήσει στον εαυτό του το ερώτημα «τί σημαίνει ευδαιμονία για εκείνον;», έχω την αίσθηση, πως ένα μεγάλος μέρος ανυποψίαστων, τολμώ να πω, ανθρώπων θα απαντήσει πως ευδαιμονία είναι η καλοπέραση και η απόλαυση των υλικών αγαθών.
Ο λόγος του ευαγγελίου αλλά και σύσσωμη η πατερική σκέψη, χωρίς να αρνούνται την απόκτηση υλικών αγαθών και τη χαρά που δημιουργεί αυτή η απόκτηση, εντοπίζουν την ευδαιμονία σε κάτι ουσιαστικότερο, σε κάτι που απορρέει από τον σκοπό ύπαρξης του ανθρώπου, στη «θεοποίηση» του όπως θα έλεγε ο Μ. Αθανάσιος. Αυτή η θέωση δεν έρχεται μέσα από την πλεονεξία, οπουδήποτε κι αν αυτή συναντάται, αλλά μέσα από το σεβασμό του προσώπου ως εικόνα Θεού και όχι ως ειδωλοποιημένη εικόνα.
Κι αν κάποιος δεν συμφωνεί με τις αρχές του ορθόδοξου ανθρωπισμού, προς την ίδια κατεύθυνση κινείται ένα μεγάλος μέρος της ελληνικής φιλοσοφίας. Ευδαιμονία, για τον Πλωτίνο, είναι το «έσχατο και ανώτατο και αυτό το οποίο η ψυχή ζητάει να αγκαλιάσει μέσα της». Προς τούτο συνηγορεί και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα Ηθικά Νικομάχεια θα μας πει πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να αρκείται στη σφαίρα του πρακτικού βίου, αλλά εντείνοντας όλες τις πνευματικές του δυνάμεις πρέπει να προσπαθεί κάθε φορά να ανέρχεται στη σφαίρα της νοήσεως και της καθαρής θεωρίας (όροι που συναντιούνται στην ορθόδοξη ασκητική), ώστε ως κατ’ εικόνα του θείου νου να μπορέσει με το νου του να ομοιωθεί με αυτόν.
Ο άφρων πλούσιος της παραβολής λέει στην ψυχή του να γλεντήσει και να απολαύσει όλο τον πλούτο που ο ίδιος απέκτησε. Την καλεί σ’ ένα ακόρεστο πανηγύρι ηδονής. Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο σε κάτι τελείως διαφορετικό. Σε μία, κι ας μου επιτραπεί η έκφραση, παράλογη υπαρξιακή τοποθέτηση υπερβατικής οντολογίας ή ενός φαινομενικά υπαρξιακού εκμηδενισμού. Καλεί τον άνθρωπο να χάσει την ψυχή του για Εκείνον, με σκοπό να την σώσει (Μάρκ. 8, 35), διδάσκοντας πως «τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο να κερδίσει τον κόσμο όλον και να ζημιωθεί την ψυχή του;» (Μάρκ. 8, 36). Ένα θαυμάσιο κείμενο, με ισχυρό λόγο ζωής και πνεύματος, είναι αυτό του αγίου Ανδρέα Κρήτης. Πρόκειται για τον γνωστό Μεγάλο Κανόνα, και στον οποίο διαβάζουμε την αγωνία του αγίου, ο οποίος απευθυνόμενος στην ψυχή, της λέει χαρακτηριστικά: «Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω επάνω, γιατί κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου φτάνει και σ’ αναμένει ταραχή∙ ξύπνα, λοιπόν για να σε λυπηθεί ο Χριστός, Εκείνος που βρίσκεται παντού και τα πάντα γεμίζει με την παρουσία του» (Κοντάκιο Μ. Κανόνα).
Η ψυχή του ανθρώπου άλλοτε χάνει και άλλοτε βρίσκει το δρόμο της. Ο επίγειος βίος με τις χαρές και τις απολαύσεις του, την ελκύει και της δημιουργεί την ανάγκη να βρει τον σκοπό της στον πλούτο και στην αδικία που ο ίδιος πολλές φορές γεννά. Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος ενεργεί όπως ο πλούσιος της παραβολής. Υπάρχουν όμως και κάποιες στιγμές, όμορφες κι ευλογημένες, που η ψυχή του αναζητά τον Θεό. Είναι εκείνες οι στιγμές, οι ιδιαίτερες στιγμές, ανθρώπων που ευλαβικά πέφτουν στην εικόνα, σκύβουν το κεφάλι για να μην τους δει ο Χριστός να δακρύζουν και φέρνοντας στο νου τους την ευχή του οσίου Εφραίμ Σύρου, ψιθυρίζουν με ήσυχες προσευχητικές αγωνίες: «Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονής καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ».