Γράφει η Νεφέλη Π. Ζ.
Η στεναχώρια της Αγγελικούλας ήταν που δεν είχε και εκείνη την δική της καρέκλα όπως τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Μόλις έξι χρονών και το μυαλουδάκι της δεν μπορούσε να κατανοήσει πως οι τέσσερις καρέκλες που υπήρχαν στο σπίτι ήταν κάτι σαν δώρο από την θεία Κατερίνα η οποία αντικατέστησε τις δικές της με καινούριες. Το παράπονό της ήταν που οι γονείς της και τα αδέρφια της καθόντουσαν κανονικά στις θέσεις τους σε κάθε μεγάλη γιορτή που στρωνόταν το οικογενειακό τραπέζι. Και εκείνη σαν μικρότερη καθόταν στην αγκαλιά της μητέρας, μα ένιωθε άβολα, ένιωθε σαν να περίσσευε.
Έτσι και το φετινό Πάσχα θα καθόταν και πάλι στριμωγμένη στο γιορτινό τραπέζι και δεν θα ευχαριστιόταν το φαγητό. Γιατί τέτοιο φαγητό ήθελε να το απολαύσει, να το χαρεί. Τα τελευταία τρία χρόνια, δύο φορές το χρόνο τρώγανε κρέας, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Ήταν λοιπόν για την Αγγελική σπουδαίο γεγονός το Πασχαλινό τραπέζι. Δεν θα έλεγε όμως τίποτα. Πέρυσι που παραπονέθηκε στην Μαρία, την μεγάλη της αδερφή εκείνη της είπε πως είναι αχάριστη και έπρεπε να λέει και ευχαριστώ που υπήρχαν έστω αυτές οι τέσσερις καρέκλες και το τραπέζι στο σπίτι. Το πήρε κατάκαρδα η Αγγελική, ένιωσε άσχημα που τόλμησε να ζητήσει μια καταδική της καρέκλα. Έτσι αποφάσισε φέτος να μην πει λέξη και να πνίξει το παραπονό της.
Την Μεγάλη εβδομάδα η μητέρα της δεν είχε να ετοιμάσει και πολλά στο λιτό σπίτι τους, ούτε να ξεχυθεί στα μαγαζιά για ψώνια. Ήτανε θλιμμένη, τα τελευταία τρία χρόνια η Αγγελική έβλεπε την μητέρα της συνέχεια θλιμμένη και τον πατέρα της συνέχεια στο σπίτι να τους λέει πως μπόρα είναι και θα περάσει αλλά δεν καταλάβαινε γιατί. Κάθε απόγευμα την Μ. εβδομάδα πήγαινε όλη η οικογένεια στην εκκλησία και κάθε απόγευμα την ώρα της Θείας λειτουργίας έβλεπε τα μάτια της μητέρας της δακρυσμένα. “Είναι απο τα πολλά κεριά και το θυμιατό Αγγελική μου, τσούζουν τα μάτια μου” της έλεγε σαν την ρωτούσε η μικρή. Στην μπόρα αναζητάς υπόστεγο πριν προλάβει να διαβρώσει η βροχή την ψυχή και η μάνα το αναζητούσε στην εκκλησία προσεύχοντας μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου, να έρθει και η Ανάσταση στην οικογένειά της.
Και ήρθε έστω και προσωρινά. Με την συνδρομή των γειτόνων και της θείας Κατερίνας το τραπέζι γέμισε με κόκκινα αυγά, κουλούρια, τσουρέκια, αρνάκι με πατάτες που μοσχοβόλαγε, σαλάτες, μέχρι και κρασί! “Άντε γιατί αργεί ο πατέρας;” ρωτούσε ανυπόμονα η Αγγελική, ο οποίος απο το πρωί είπε πως πάει μια βόλτα και ακόμα να φανεί.
Και οι τέσσερις καρέκλες ήτανε άδειες, όλοι τους είχαν ανησυχήσει για τον πατέρα και βγήκαν να τον ψάξουν. Η Αγγελική σαν μικρότερη και υπό την συμβουλή της μητέρας της, έμεινε πίσω να τους περιμένει. ¨Και μπορείς να φας αν το θελήσεις, μην στεναχωριέσαι, θα γυρίσουμε σύντομα, άλλωστε ποσο μακριά να πήγε; Να δεις εδώ γύρω στη γειτονιά θα είναι”, της είπε ο μεγάλος της αδερφός χαιδεύοντας της τα μαλλιά. Μπορούσε να καθίσει τώρα πια σε όποια καρέκλα ήθελε, να διαλέξει θέση και αν δεν της άρεσε να καθήσει στην επόμενη. Να πάρει την πιο αναπαυτική στάση και να αρχίσει να τρώει ό,τι τραβούσε η ψυχή της απο όλα εκείνα τα λαχταριστά εδέσματα που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι. Ωστόσο, παρέμενε καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της, φοβισμένη και στεναχωρημένη.
Οι τέσσερις καρέκλες φάνταζαν τώρα στα μάτια της Αγγελικής, νεκρές, απόκοσμες και καμία τους δεν θύμιζε την ασφάλεια που ένιωθε η Αγγελική σαν καθόντουσαν οι αγαπημένοι της εκεί. Άρχισε να κλαίει, σηκώθηκε και κλωτσώντας μια-μια τις καρέκλες τις έριξε χάμου. “Εγώ φταίω…εγώ και αυτές οι άθλιες καρέκλες…θα με μαρτύρησε η Μαρία στον πατέρα. Θα του είπε το παράπονό μου και εκείνος θα στεναχωρήθηκε και για αυτό έφυγε”, σκεφτόταν η Αγγελική με το αθώο παιδικό μυαλουδάκι της.
Άρχισε να σουρουπώνει όταν επιτέλους ήρθανε τα αδέρφια της, η μάνα και φυσικά ο πατέρας. Μόνο που εκείνος ήτανε κάπως περίεργος με μια θλίψη στα μάτια. Ούτε που έδωσε σημασία πως οι καρέκλες ήταν πεσμένες στο πάτωμα. “Τί έγινε Αγγελικούλα, ήρθε κανείς, ποιός έριξε κάτω τις καρέκλες;”, την ρώτησε όλο αγωνία η μάνα της. Και τότε όρμηξε στην αγκαλιά της η μικρή και με αναφιλητά της μίλησε για τις καρέκλες, για την θέση που ήθελε να έχει, για το πόσο την τρόμαξαν σαν έφυγαν όλοι και απόμεινε μονάχη με δαύτες. Την αγκάλιασε σφιχτά η μάνα της επιβεβαιώνοντας της πώς μόνο εκείνη δεν έφταιγε και πως θα καταλάβαινε όταν θα μεγάλωνε.
Κάθισαν να φάνε, σιωπηλοί και καθένας στην καρέκλα του εκτός την Αγγελικούλα που και πάλι κάθησε στην αγκαλιά της μάνας, μα αυτή την φορά δεν την ένοιαζε και κατάλαβε πως ακόμα και αν έχεις την καλύτερη θέση στην κατάδική σου καρέκλα, δεν μπορείς να νιώσεις ούτε μια στάλα ευτυχία αν είσαι ολομόναχος. Κάποτε θα μεγάλωνε και θα μάθαινε γιατί εκείνο το Πάσχα βρήκανε τον πατέρα στην άκρη του πεζοδρομίου ταλαντευόμενο να βρεθεί στη μέση του δρόμου κάτω απο τις ρόδες ενός αυτοκινήτου ή να έμενε να παλέψει, να αντιμετωπίσει την ανεργία, την επαιτεία, τον εξευτελισμό που μπορεί να νιώθει κάθε άνθρωπος που απο τη μια στιγμή στην άλλη άλλαξε η ζωή του χωρίς καν να ευθύνεται ο ίδιος.
Θα μάθαινε επίσης, πως Πάσχα δεν σημαίνει για όλους Ανάσταση, γιορτή, λύτρωση, αλλά γίνονται κάποιες φορές μικρά θαύματα που σπέρνουν ελπίδα ώστε να υπάρξει συνέχεια. Όλα αυτά όταν θα μεγάλωνε. Για την ώρα έμαθε πως δεν έχει ανάγκη καμία δική της καρέκλα και δεν θα ξαναζητήσει τίποτα μονάχα για τον ευατό της. Ό,τι δεν μοιράζεται δεν έχει αξία και η αγάπη ξέρει να επιβιώνει κάτω και απο τις πιο δύσκολες συνθήκες. Ξέρει να γίνεται φάρμακο.
Καλό Πάσχα!
© Νεφέλη Πόπη Ζάνη