Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Πριν ογδόντα πέντε περίπου χρόνια, ο Νίκος Καζαντζάκης, απεσταλμένος αθηναϊκής εφημερίδας στον ναό της αρχαίας Φιγαλείας στην καρδιά της Πελοποννήσου, σημείωνε:
«Και ξάφνου, σ΄ ένα απογύρισμα του βουνού, υψώνεται ανεπάντεχα μπροστά του ο ξακουστός ναός του Επικουρίου Απόλλωνα.
Ευθύς ως τον αντικρίσεις, καμωμένος όπως είναι με τις ίδιες πέτρες του βουνού, νοιώθεις την βαθειάν ανταπόκριση του τοπίου και του ναού. Σαν ένα κομμάτι του βουνού, πέτρα από την πέτρα του, φαντάζει ο ναός αξεχώριστα σφηνωμένος ανάμεσα στους βράχους, βράχος κι αυτός, μα βράχος που πέρασε από πάνω του το πνεύμα
Έτσι πελεκημένες και τοποθετημένες οι κολόνες του ναού, εκφράζουν την ουσία όλης ετούτης της βουνίσιας αυστηρότητας κι ερημιάς. Θαρρείς πως είναι η κεφαλή του τοπίου, η ιερή γυροτραφισμένη περιοχή, όπου μέσα προφυλαγμένος αγρυπνάει ο νους του.
Κι εδώ η αρχαία τέχνη, συνεχίζοντας κι εκφράζοντας τέλεια το τοπίο, δε σε ξαφνιάζει. Επιτήδεια, ήρεμα, από μονοπάτι ανθρώπινο σε ανεβάζει, χωρίς να λαχανιάσεις, στην κορυφή»
Και συνεχίζει ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής:
«Από το καλύβι του φύλακα βγήκε μια γριούλα και τη ρώτησα:
– Και τι ναι δω;
– Ε, δε βλέπεις, πέτρες.
– Και γιατί έρχονται από την άκρα του κόσμου και τις βλέπουν;
Η γριά δίστασε μια στιγμή. Χαμήλωσε τη φωνή της:
– Είσαι ξένος; με ρωτάει.
– Όχι Έλληνας.
Πήρε θάρρος η γριούλα, σήκωσε τους ώμους:
– Κουτόφραγκοι! έκαμε κι έσκασε στα γέλια».
Τι γρήγορα που πέρασαν τα χρόνια και φτάσαμε αισίως στο 2015! Γρήγορα σαν νεράκι. Ωστόσο οι πέτρες μείνανε αγέραστες κι εμείς εδώ οι ιθαγενείς, καθόλου δεν αλλάξαμε, καθόλου! Ούτε οι κουτόφραγκοι αλλάξανε, αφού επιμένουν και σήμερα να έρχονται στη χώρα μας κατά χιλιάδες για να χαζέψουν τα λιθάρια. Κι αν δεν με πιστεύετε, ιδού πιο κάτω η απόδειξη, όπως μου τη φανέρωσε μια φίλη που πήγαινε γυρεύοντας! Ήθελε σώνει και καλά να επισκεφθεί τον βράχο της Θυσίας του Ζαλόγγου και τα ερείπια της πάλαι ποτέ πανέμορφης Κασσώπης, που τώρα οι ντόπιοι, παρά τις δόξες που είχε κάποτε γνωρίσει, την εγκατέλειψαν έτσι, τελείως παραμελημένη:
« Ήταν ένα όμορφο ζεστό πρωινό προς το τέλος του Αυγούστου όταν αποφασίσαμε μαζί με τον άντρα μου να πάμε στο Ζάλογγο. Αφήσαμε χαμηλά το αυτοκίνητο και κινήσαμε για την ανάβαση. Προχωρούσαμε αργά, παρέα με ένα ζευγάρι από το Κιλκίς και τα παιδάκια τους. Και πιο πάνω σκαρφάλωναν με απίστευτη ταχύτητα δυο Γερμανίδες τουρίστριες και ακόμη πιο πέρα, συνωστίζονταν κοντά στην κορυφή, πληθώρα από τουρίστες κατά ομάδες. Όσο ανεβαίναμε τόσο απλώνονταν τριγύρω μας το πανέμορφο ηπειρώτικο τοπίο που έφτανε ως το Ιόνιο πέλαγος κι ακόμα παραπέρα. Στις διπλανές ραχούλες μια άλλη θάλασσα από φασκόμηλο και ρίγανη και μέντα, έκανε την ανάσα μας ανάλαφρη. Είχα μεγάλο καημό να δω από κοντά το έργο του Γεωργίου Ζογγολόπουλου που όταν το έβλεπα από μακριά μου φαινόταν σα να κινείται σ έναν ατέρμονα χορό. Τον χορό της Θυσίας και της αυταπάρνησης που χόρεψαν οι ηρωίδες Σουλιώτισσες που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση.
Κάποτε φτάσαμε στην κορυφή συνεπαρμένοι, χωρίς να ιδρώσουμε, χωρίς να κουραστούμε. Το πλακόστρωτο δεν ήταν καθαρό, αλλά, εντάξει είπαμε περνάνε άνθρωποι και ζώα, δεν δώσαμε και τόση σημασία. Ύστερα, κάναμε μία έτσι, τραβήξαμε την πόρτα που ήταν δεμένη με σχοινιά και μπήκαμε στον χώρο του μνημείου. Και τότε είναι που μου πέσανε τα μούτρα! Δεν είχε μέρος να πατήσεις. Ο τόπος ήτανε γεμάτος ακαθαρσίες από τα ζωντανά που φαίνεται πως κάποιος τα έβαλε εκεί πρωτύτερα να τα φυλάξει. Οι δύο Γερμανίδες που είχαν φτάσει πριν από εμάς, έσπρωχναν με τα πόδια τους τις κοπριές για να κάνουν διάδρομο και να περάσουν. Άλλοι τουρίστες γελούσαν κι άλλοι δεν μπορούσαν να κρύψουν την αηδία από τα πρόσωπά τους. Τότε μας πλησίασε το ζευγάρι από το Κιλκίς. Δεν τολμάμε να μιλήσουμε ελληνικά, μας είπαν. Ντρεπόμαστε. Είπαμε κι άλλα διάφορα με αυτό το ζευγάρι, βγάλαμε και φωτογραφίες.
Τέλος πάντων, κατεβήκαμε κάτω. Η ώρα είχε πάει δώδεκα και είχαμε χρόνο να πάμε να δούμε και την αρχαία Κασσώπη που ήταν εκεί κοντά. Φτάνοντας στον χώρο της Κασσώπης συναντήσαμε μπροστά στην είσοδο, που ήταν κλειστή, ένα τζιπ με τέσσερις Πολωνούς, τις δύο Γερμανίδες, το ζευγάρι από το Κιλκίς και ένα μικρό λεωφορείο με Ιταλούς που είχαν μαζί τους και δυο παιδάκια που ο πατέρας τους ήταν Έλληνας και η μαμά τους Ιταλίδα.
– Τι γίνεται εδώ πέρα βρε παιδιά;
– Τι να γίνει; Η πόρτα είναι κλειστή και δεν υπάρχει φύλακας. Φαίνεται πως θα πείνασε και πήγε να ταϊστεί και να ποτιστεί!
Κι άλλη περιπέτεια μας περιμένει, σκέφτηκα. Ετοιμαστήκαμε όλοι να φύγουμε όταν οι δυο Γερμανίδες πέρασαν περιμετρικά στο συρματόπλεγμα και σε κάποιο σημείο που ήταν χαλαρό το ανασήκωσαν και τρύπωσαν μέσα έρποντας. Ακολουθήσαμε κι εμείς, σηκώσαμε πιο ψηλά τα σύρματα και μπήκαμε σκυφτοί.
Τα δύο παιδάκια από το ιταλικό λεωφορείο που γνώριζαν πολύ καλά τα ελληνικά και ήταν ενημερωμένα για την ιστορία της αρχαίας αυτής πόλης και για τα βασικά κτίρια, ανέλαβαν να μας ξεναγήσουν στο θέατρο, στο ωδείο και στους ναούς. Ο χώρος απέπνεε γαλήνη και ενέργεια, χωρίς ωστόσο να έχει διάθεση να μας αποκαλύψει τα μυστικά του.Τον περιηγηθήκαμε όλον. Η θέα που μας προσέφερε ήταν μαγευτική. Μέσα στο ίδιο οπτικό πεδίο χώραγε η Λευκάδα, το Άκτιο, το Ιόνιο και όλη η κοιλάδα που στρωνότανε μπροστά μας σαν χαλί. Αυτό ήταν!
Φεύγοντας οι περισσότεροι ευχαρίστησαν τις Γερμανίδες για την πρωτοβουλία τους, γιατί είχαν κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα οι άνθρωποι να έρθουν να δουν αυτές εδώ τις ¨πέτρες¨ και θα ήταν κρίμα να φύγουν άπραγοι, από την αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας και των ντόπιων, που φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον πνευματικό και υλικό θησαυρό, που αγκαλιάζει αιώνες τώρα αυτός εδώ ο τόπος».
Πηγή: sta-fora