Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
«Σύμφωνα με τον Ηλικιακό Χάρτη της χώρας και τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, τα ορεινά χωριά της Ηπείρου έχουν τον πιο γερασμένο πληθυσμό. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι Δήμοι των Κεντρικών και Βόρειων Τζουμέρκων, με μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων τους στα 57,9 και 52,8 έτη αντίστοιχα».
Η είδηση αυτή που αποτελεί αιτία έντονου προβληματισμού… στάθηκε αφορμή να ανασύρω από τη μνήμη μου ένα περιστατικό που συνέβη στο χωριό Ματσούκι Ιωαννίνων στα μέσα Νοεμβρίου του 1981. Ένα χωριό πανέμορφο, έτσι όπως το βλέπεις να στέκεται γαντζωμένο στις απόκρημνες ράχες της οροσειράς της Πίνδου. Ένα χωριό που εκείνη την εποχή έσφυζαν οι δρόμοι του, η πλατεία και τα φιλόξενα σπιτάκια του, από ζωή και νιάτα.
Όλα ξεκίνησαν στην αίθουσα υποδοχής του πολιτικού γραφείου του υπουργού Εθνικής Αμύνης, λίγους μήνες νωρίτερα. Η επιτροπή που κατέβηκε από το χωριό να τον συναντήσει ήταν αποφασισμένη: «Ή τώρα ή ποτέ». «Πλησιάζουν οι εκλογές». «Αν δεν γίνει και τώρα αυτή η αναθεματισμένη γέφυρα κύριε υπουργέ, θα σβήσουμε από τον χάρτη». «Διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο την κάνουμε σε μια ώρα με τα μουλάρια και κοντεύουμε κάθε φορά να σκοτωθούμε».
Τα επιχειρήματα της επιτροπής ήταν αφοπλιστικά και η διάθεση του υπουργού να βοηθήσει τον τόπο, πασιφανής. Έτσι, στα πλαίσια της κοινωνικής του προσφοράς ανέλαβε δράση ο Στρατός, που πήρε άμεσα εντολή να κατασκευάσει μια μεταλλική γέφυρα, με δικά του μέσα και προσωπικό.
Κάπως έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα και το επόμενο διάστημα, αψηφώντας το χιόνι και την παγωνιά, εγκαταστάθηκε κλιμάκιο του Τάγματος Μηχανικού της 8ης Μεραρχίας κοντά στο χωριό και συναρμολόγησε με ακρίβεια και πειθαρχία τη γέφυρα. Δεν έμενε, παρά να τοποθετηθούν τα ειδικά κύλιστρα πάνω στα οποία θα έπρεπε να κυλιστεί η γέφυρα για να πατήσει στην απέναντι πλευρά του ανοίγματος που δημιουργούσε μια απόκρημνη χαράδρα. Μια χαράδρα που εμπόδιζε την ένωση του χωριού με το επαρχιακό οδικό δίκτυο και το καταδίκαζε στην απόλυτη απομόνωση.
Ο κλήρος γι αυτή τη δουλειά έλαχε σ΄ εμένα. Έτσι, με έναν έφεδρο Ανθυπολοχαγό που πήρα για βοηθό και δέκα δώδεκα γεροδεμένα λεβεντόπαιδα του Λόχου Σκαπανέων, περάσαμε στην απέναντι πλευρά για να υποδεχθούμε και να καθελκύσουμε τη γέφυρα.
Όταν φτάσαμε, ήταν ακόμα νύχτα. Τρυπώσαμε στην εσοχή ενός τεράστιου βράχου, φορώντας τα κράνη στα κεφάλια μας, για να προστατευτούμε από τις πέτρες και τα σπασμένα κλαριά που μας έριχνε ασταμάτητα ο τεράστιος ορεινός όγκος που ορθώνονταν σα σκιάχτρο από πάνω μας. Νοιώθαμε σα να ήθελε μ αυτόν τον τρόπο να μας προγκήξει και να μας μηνύσει πως ήμασταν ανεπιθύμητοι, για την παρέμβαση που κάναμε στο άγριο και απίστευτης ομορφιάς τοπίο των Τζουμέρκων.
Λουφαγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον, για να αντιμετωπίσουμε το κρύο που μας τρύπαγε τα κόκκαλα, περιμέναμε υπομονετικά να ξημερώσει. Ξαφνικά, ακούσαμε κουβέντες και βήματα απ την μεριά του χωριού. Ξεχωρίσαμε τις φιγούρες δύο ανδρών που έρχονταν προς το μέρος μας με προσεκτικά βήματα, ακολουθώντας ένα παγωμένο μονοπάτι. Όταν πλησίασαν αρκετά, αναγνωρίσαμε τον πρόεδρο της κοινότητας κι έναν νεαρό που τον συνόδευε.
– Καλημέρα πρόεδρε!
– Καλημέρα παιδιά μου, αντιγύρισε αυτός με τρεμάμενη φωνή.
Τα μάτια του μου φάνηκαν πρησμένα, κατακόκκινα και βουρκωμένα. Στην αρχή υπέθεσα πως θα τον είχε βρει κάποιο κακό κι ήταν απαρηγόρητος. Ύστερα όμως σκέφτηκα πως θα έφταιγε το κρύο, γιατί το θερμόμετρο που είχαμε φέρει μαζί μας, ακούμπαγε εκείνη την ώρα στους μείον είκοσι.
– Δεν έχω τίποτε παιδιά μου. Είπε ο Πρόεδρος σαν να διάβασε τη σκέψη μου. Αυτή η γέφυρα είναι που μου τρώει την ψυχή. Εγώ ποτέ μου δεν την ήθελα πραγματικά, αλλά πιέστηκα πολύ. Είμαι σίγουρος πως απ εδώ θα διαβούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας και θα εγκαταλείψουν το χωριό. Δε θα μείνει κανένας πίσω! Μετά από λίγο θα ερημώσει ο τόπος!
Ο νεαρός που συνόδευε τον πρόεδρο, ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε πει κουβέντα, μόνο άκουγε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα άφιλτρο, το χτύπησε νευρικά στην πλάκα του ρολογιού του κι έπειτα το άναψε μ ένα τσακμάκι που έκρυβε μέσα στην τεράστια παλάμη του χεριού του. Ύστερα σηκώνοντας το πρόσωπό του προς τον ουρανό, άφησε τον καπνό να περάσει ανεμπόδιστα μες από ένα χαμόγελο αισιοδοξίας και ανακούφισης.
– Περάστε εσείς τη γέφυρα παιδιά, είπε τελικά, και μη σας νοιάζει. Θα κάνουμε τρικούβερτο γλέντι στο χωριό και είστε καλεσμένοι. Αυτή η αναθεματισμένη γέφυρα, είναι η σωτηρία μας…
Δε θα είχαν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε, όταν ξαναβρέθηκα στην περιοχή και ρώτησα από περιέργεια να μάθω αν έχει κόσμο το χωριό. «Λίγα πράγματα», μου απάντησαν, «Το καλοκαίρι μόνο έρχονται κάποιοι, αλλά το χειμώνα όπως και στ άλλα χωριά, ερημιά». «Κρίμα, γιατί ήταν ίσως το μόνο από τα χωριά της περιοχής μας που κράταγε τον κόσμο του».
Σήμερα, σκέφτηκα κοιτάζοντας πάλι τον ηλικιακό χάρτη της Ελλάδας μας, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Κι εδώ γεννάται το μεγάλο ερώτημα: Πρέπει να αποδεχθούμε μοιρολατρικά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ή μήπως ήρθε η ώρα να βρούμε τις λύσεις και να πάρουμε τις πρωτοβουλίες που χρειάζονται για να αξιοποιηθεί ο τεράστιος πλούτος που έχει ο τόπος μας και που τόσο επιπόλαια τον έχουμε εγκαταλείψει; Αυτή τη φορά πρέπει να πετύχουμε, ο κόσμος να χαλάσει! Ας μη ξεχνάμε πως η κάθε «αναθεματισμένη» γέφυρα έχει δύο κατευθύνσεις…
Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Πηγή: sta-fora