Του Γιάννη Β. Δεβελέγκα
Κόντρα στις μετεωρολογικές προβλέψεις εκείνο το φθινοπωρινό διήμερο του ¨82, ο καιρός μας έκανε το χατίρι και ήρθε με το μέρος μας. Όταν φτάσαμε μεσημεράκι του Σαββάτου στο παραθαλάσσιο χωριουδάκι Βασιλική της Λευκάδας, μας υποδέχθηκαν φιλόξενα ο υπέροχος ήλιος της Μεσογείου και το ανεπαίσθητο αεράκι που έσπρωχνε νωχελικά προς το μέρος μας, τα χιλιάδες μικρά κυματάκια που γεννούσε το Ιόνιο πέλαγος πίσω από το σμίξιμό του με τον καταγάλανο ουρανό. Όπως στους πίνακες του Τσόκλη!
Ήταν η εποχή που δεν είχαμε ακόμη αποκτήσει παιδιά, κι έτσι, τρεις καλοί φίλοι με τις συζύγους μας, είχαμε την ευχέρεια να κάνουμε σχετικά κοντινές εκδρομές, δύο φορές το μήνα, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ο συνηθέστερος προορισμός μας, με κέντρο τα Γιάννινα, ήταν η πανέμορφη Κέρκυρα η οποία πέρα από τις γραφικές παραλίες της, προσέφερε ποιότητα, πολιτισμό, ιστορία, αρχιτεκτονική και γενικά κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Η Λευκάδα, ούτε που μας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, ως την ημέρα που μας το πρότεινε ένας φίλος Λευκαδίτης.
– Βρε παιδιά, μας είπε, μην σνομπάρετε τη Λευκάδα. Μπορεί να έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την Κέρκυρα, την Πάργα, ακόμα και την ορεινή Ήπειρο, αλλά έχει κι αυτή τις ομορφιές της και κυρίως καλούς και φιλόξενους κατοίκους. Προσέξτε μόνο, όταν θα φτάσετε στο νησί με τα αυτοκίνητά σας, μήπως χτυπήσετε κανέναν ντόπιο κατά λάθος, γιατί οι άνθρωποι εκεί κινούνται με τους δικούς τους ρυθμούς. Ο χρόνος ξέρετε στη Λευκάδα, κυλάει πολύ πιο αργά απ’ ότι εδώ στην πόλη!
Έτσι λοιπόν, βρεθήκαμε στη Βασιλική και είναι αλήθεια πως περάσαμε υπέροχα, κυρίως γιατί βρήκαμε μια ανοιχτή αγκαλιά ανεπιτήδευτης φιλοξενίας, αγνούς και αληθινούς ανθρώπους. Φτάνοντας στον λιμενίσκο, αριστερά στη γωνία ήταν η ψαροταβέρνα του κυρ Βλάχου (Αν θυμάμαι καλά το μικρό του όνομα ήταν Κώστας), συνταξιούχου της χωροφυλακής από την Κέρκυρα. Ένας φανταστικός άνθρωπος πολύ ανοιχτός και καλαμπουρτζής. Η γυναίκα του, που είχε την ευθύνη της κουζίνας, ήταν μια καταπληκτική μαγείρισσα και ένας ωραίος άνθρωπος. Ψάρια μας προμήθευε ένας καλοκάγαθος ψαράς που κυκλοφορούσε χειμώνα καλοκαίρι με ένα πουκάμισο, ανοιχτό στο στήθος και που του είχαμε δώσει το παρατσούκλι «το θεριό της θάλασσας».
Σαν αποτέλεσμα αυτής της φιλοξενίας, του εξαιρετικού θυμαρίσιου μελιού, του αφτιασίδωτου φυσικού περιβάλλοντος και του καλού φαγητού, η Λευκάδα και ιδίως η Βασιλική έκανε στην άκρη τους άλλους προορισμούς μας και έγινε το μόνιμο στέκι μας. Κι εμείς, οι Ηπειρώτες και οι Ακαρνάνες, στηρίζαμε τον τουρισμό και την οικονομία που εκείνη την εποχή ήταν σε τραγική κατάσταση στο νησί, τιμώντας με το αζημίωτο το σκουμπρί, τη συναγρίδα, την παλαμίδα πλακί στο φούρνο, τις υπέροχες κακαβιές, ακόμα και τους αστακούς. Σε αντίθεση, οι ξένοι τουρίστες, έδεναν με τα ιστιοφόρα τους σε κάθε όρμο και απάνεμο ορμίσκο, απλώς για να μηρυκάσουν τις ντόπιες σαλάτες και τα ζαρζαβατικά, που τα έσπρωχναν στο στομάχι τους με τεράστιες γουλιές μπύρας, λεβενμπρόι!
……..
Δέκα – δεκαπέντε χρόνια αργότερα το τουριστικό προϊόν είχε αλλάξει μορφή στην πατρίδα μας. Ο Έλληνας άρχισε να θεωρείται δεύτερης κατηγορίας επισκέπτης και κορόιδο. Κυρίως, γιατί ήταν καλοφαγάς, γέμιζε τα τραπέζια των εστιατορίων με άπειρα πιάτα και «καταλάμβανε» τα καταλύματα συν γυναιξί, τέκνοις και πενθεράς, χωρίς να πολυρωτάει για τις τιμές. Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος με την παρακάτω απόλυτα αληθινή ιστορία, όπως φυσικά ήταν και η προηγούμενη:
Ένα πρωί του Ιουνίου, παρουσιάζεται στον διευθυντή του, ο υπάλληλος Χ, με αίτημα να πάρει δεκαήμερη άδεια για την Ουαλία, προκειμένου να επισκεφθεί τον γιο του που σπούδαζε σε κάποιο κολέγιο. Είχε κλείσει μάλιστα και θέση με τον χρεοκοπημένο εθνικό αερομεταφορέα, πληρώνοντας ενενήντα χιλιάδες δραχμές την απλή διαδρομή Αθήνα-Λονδίνο. Φυσικά εγκρίθηκε το αίτημά του και ο υπάλληλος αναχώρησε την επομένη για την Ιγκλαντέρα.
Μετά από μία εβδομάδα, τηλεφωνεί πάλι ο Χ στον διευθυντή του από την Ουαλία.
– Κύριε διευθυντά, δεν βρήκα εισιτήριο για την επιστροφή και μου έκλεισε ο γιος μου με ένα γκρουπ Εγγλέζων τουριστών που έρχονται για δεκαήμερες διακοπές στο Σιδάρι της Κέρκυρας. Λέω να γυρίσω μαζί τους, αλλά θα επιστρέψω στο γραφείο μια μέρα αργότερα… αν δεν έχετε αντίρρηση!
– Μα θα σου κοστίσει ο κούκος αηδόνι βρε αδερφέ με το γκρουπ, του απάντησε ο διευθυντής. Προσπάθησε να βρεις εισιτήριο κι αν αργήσεις μερικές μέρες ακόμη, δε χάλασε ο κόσμος.
– Ως προς αυτό δεν υπάρχει πρόβλημα κύριε διευθυντά, γιατί το δεκαήμερο διακοπών στην Κέρκυρα, ξενοδοχείο, γεύματα, αεροπορικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής και ξεναγήσεις, κοστίζουν για τους Άγγλους, μόνο σαράντα περίπου χιλιάδες δραχμές το άτομο. Λέω μάλιστα επειδή θα μείνουν σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων, που για μένα είναι άπιαστο όνειρο, αν θα μπορούσα να καθίσω και μια δυο μέρες έξτρα στην Κέρκυρα! Μια και θα είναι όλα πληρωμένα!
……
Πέρασαν ακόμη καμιά εικοσαριά χρόνια φαγούρας και φτάσαμε σήμερα στην εποχή που ο κορονοϊός φαίνεται να χτυπάει αλύπητα την οικονομία και τον τουρισμό μας στην Ελλάδα. Και αναρωτιέμαι:
Μήπως έφτασε η ώρα και παρουσιάζεται η χρυσή ευκαιρία, να αναθεωρήσουμε τη στάση μας απέναντι στον Έλληνα τουρίστα; Να του δείξουμε τον σεβασμό που του αξίζει και να τον αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον όπως τους ξένους;
Μήπως θα ήταν χρήσιμο να επανεξετάσουμε τη συμπεριφορά μας προς αυτόν που ανέκαθεν στήριζε και στηρίζει τον τουρισμό της χώρας και να μην τον θεωρούμε δεύτερης και τρίτης κατηγορίας επισκέπτη που υποτίθεται ότι καταντά τον τόπο μας γύφτικο προορισμό;
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι προσβλητικές δημόσιες δηλώσεις κάποιων ανόητων που δυστυχώς εκπροσωπούν επαγγελματικούς κλάδους οι οποίοι τρώνε ψωμάκι από τον τουρισμό, δεν απέχουν πολύ από την αλαζονική αντίληψη που επικρατεί σε κάποιες περιοχές που έχασαν τον αρχικό τους βηματισμό.
Η κατάσταση θέλει προσοχή, υπευθυνότητα και ριζοσπαστικές αποφάσεις, γιατί, όπως είπε κάπου κάποτε σε μια παρέα νέων το «θεριό της θάλασσας»: «Την πέτρα άμα τη ρίξεις και τον λόγο άμα τον πεις, δεν γίνεται να τα πάρεις πίσω»!
–
Υ.Γ.: Οι προσβλητικές, προς τους Ηπειρώτες και τους Αιτωλοακαρνάνες, δηλώσεις του προέδρου του επιμελητηρίου της Λευκάδας, ότι δηλαδή καταντούν με την παρουσία τους το νησί γύφτικο προορισμό, δυστυχώς δεν έγιναν τυχαία. Από την ίδια αντίληψη διακατέχεται και ένα μεγάλο μέρος των μόνιμων κατοίκων του νησιού! Καλύτερα θα ήταν γι αυτούς να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα και να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, για να μην καταντήσουν αντί για «γύφτικος προορισμός» ουραγοί. Να δουν πως αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα για παράδειγμα στην Κρήτη, τα αεροδρόμια της οποίας υποδέχονται τις ετήσιες αφίξεις του Ακτίου μόλις σε μία εβδομάδα!!! Ελπίζω το εν λόγω κείμενο που θα δημοσιευθεί τις επόμενες μέρες στην εφημερίδα και το διαδίκτυο, να το εκλάβουν ως προσφορά και να το αξιοποιήσουν ανάλογα.