Γράφουν οι Κωνσταντίνος Γάτσιος και Δημήτρης Α. Ιωάννου*
Ποιοι είναι οι όροι για να γίνει μία διεκδίκηση αποδεκτή από το συγκροτημένο σε κράτος κοινωνικό σύνολο και να κατοχυρωθεί ως «δικαίωμα»; Ένας και μοναδικός: ότι η άσκηση και η απόλαυση του συγκεκριμένου δικαιώματος από τους διεκδικητές του δεν θα παραβιάζει και δεν θα εξαλείφει ισοδύναμα ή υπέρτερης αξίας δικαιώματα άλλων. Πληρούται, άραγε, αυτός ο όρος στην περίπτωση του διεκδικούμενου και προωθούμενου «δικαιώματος» των ομόφυλων ζευγαριών στην τεκνοθεσία, μέσω της νομοθέτησης του γάμου τους; Η προφανής απάντηση, κατά την γνώμη μας, είναι πως δεν πληρούται. Αλλά, επειδή δεν πρέπει να είναι κάποιος κατηγορηματικός και απόλυτος σε τόσο σοβαρά θέματα, θα μπορούσε, συμβιβαστικά, να συμφωνηθεί πως «δεν γνωρίζουμε» εάν πληρούται ή όχι. Η ελληνική κοινωνία, πάντως, δεν το γνωρίζει. Διότι εκείνοι, των οποίων τα ζωτικά δικαιώματά τους είναι ενδεχόμενο να παραβιαστούν, δεν είναι άλλοι από τα παιδιά που θα δοθούν για τεκνοθεσία σε ομόφυλα ζευγάρια, ειδικά δε σε ζευγάρια αρρένων. Δεν γνωρίζουμε λοιπόν –διότι οι σχετικές έρευνες επ’ αυτού είναι λίγες έως ανύπαρκτες– ποια μπορεί να είναι η επίπτωση μίας παρόμοιας μορφής οικογένειας στην ψυχοπνευματική ανάπτυξη των τεκνοθετημένων και στην δυνατότητά τους να απολαύσουν μία ευτυχισμένη ζωή.
Ο κάθε άνθρωπος έχει το απόλυτο δικαίωμα στην επιλογή ερωτικού προσανατολισμού, διότι η άσκηση αυτού του δικαιώματός του δεν επιβαρύνει και δεν στερεί κανένα αντίστοιχο ή υπέρτερο δικαίωμα από κάποιον άλλον. Η συνεκδοχική, όμως, καταχρηστική και γενικευμένη επέκταση του εν λόγω δικαιώματος στην τεκνοθεσία είναι επιπόλαιη και αυθαίρετη. Ο τρόπος δε με τον οποίον προωθεί η κυβέρνηση την θεσμοποίηση της τεκνοθεσίας από τα ομόφυλα ζευγάρια –εφ’ όσον αυτό θεωρείται ως φυσική συνέπεια της νομιμοποίησης του γάμου των ομοφύλων– είναι καθαρά προσχηματικός: επικαλείται τα δικαιώματα των παιδιών που ήδη ζουν σε οικογένειες ομόφυλων γονέων. Μόνο που αυτά τα δικαιώματα θα μπορούσαν να κατοχυρωθούν με ad hoc νομοθετικές ρυθμίσεις, χωρίς να καθίσταται η δυνατότητα τεκνοθεσίας νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Όσο και αν η «πολιτική ορθότητα» κατακεραυνώνει τις σχετικές αντιλήψεις, είναι γνωστική κατάκτηση των επιστημών του ανθρώπου η διαπίστωση ότι οι ιδεώδεις συνθήκες για την ορθή ψυχοπνευματική ανάπτυξη ενός παιδιού είναι η οικογένεια με τους δύο διακριτούς ρόλους, του πατέρα και της μητέρας. Πέρα όμως από αυτό, εξίσου σημαντική είναι η διαπίστωση πως στην παιδική ηλικία, ο κεντρικός μηχανισμός διαμόρφωσης της προσωπικότητας και της ψυχικής συγκρότησης του παιδιού είναι η βιωματική σχέση με τη μητέρα του. Μόνο που, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το εν λόγω δεδομένο, αναγκαστικά πρέπει κάποιος να καταλήξει σε ένα επιπλέον συμπέρασμα, το οποίο ίσως φανεί σκανδαλώδες τόσο στους υπερσυντηρητικούς κύκλους των παραδοσιακών αξιών και της θρησκείας, όσο και στους ριζοσπαστικούς κύκλους του απόλυτου και αδιαπραγμάτευτου «δικαιωματισμού», πλην όμως είναι ένα συμπέρασμα απόλυτα στέρεο τόσο από λογική όσο και από πραγματική άποψη: ακόμη και στο πλαίσιο της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, υπάρχουν διαφορές. Τα ομόφυλα ζευγάρια θηλέων, μπορούν να προσφέρουν στο τεκνοθετημένο παιδί ένα καλύτερο υποκατάστατο της βιωματικής σχέσης βιολογικής μητέρας-παιδιού, από ό,τι τα ομόφυλα ζευγάρια αρρένων, που δεν μπορούν, εξ αντικειμένου να έχουν τέτοια δυνατότητα. Προφανώς, η πρωτεύουσα ανάγκη ύπαρξης της μητρικής μορφής στην παιδική ηλικία για την αρμονική ανάπτυξη και εξέλιξη ενός ατόμου δεν είναι μία «κοινωνική κατασκευή». Είναι μία φυσική αναγκαιότητα –και η φύση δεν λειτουργεί με απόλυτες συμμετρίες, όπως θέλουν να μας πείσουν οι οπαδοί της ισότητας μεταξύ επιθυμίας και δικαιώματος. Το γεγονός ότι η ειμαρμένη έχει στερήσει από έναν αριθμό παιδιών τη δυνατότητα να μεγαλώσουν με μία μητέρα, βιολογική ή υποκατάστατη, δεν σημαίνει ότι το κράτος, στο όνομα των «ίσων δικαιωμάτων» θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε και άλλα παιδιά να έχουν την ίδια μοίρα, μεγαλώνοντας με την ίδια στέρηση.
Το ότι τα δύο είδη ομόφυλων ζευγαριών χαρακτηρίζονται από διαφορετικά στοιχεία όσον αφορά την ανατροφή τέκνων είναι κάτι που μπορεί να συναχθεί, εμμέσως, και από την περίπτωση των ΗΠΑ, όπου οι έρευνες για την εξέλιξη των παιδιών που μεγάλωσαν σε οικογένειες ομοφύλων έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη και για να στηρίξουν την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που θεσμοθέτησε εκεί τον γάμο ομοφύλων το 2015. Μόνο που πρόκειται για έρευνες οι οποίες, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, έχουν χαρακτηρισθεί ως πρόχειρες και ατελείς, ώστε δεν μπορούν να παράσχουν οριστικά συμπεράσματα με βάση την επιστημονική μεθοδολογία. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, πως ακόμη και σε αυτές τις έρευνες, που εν πολλοίς έχουν πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με ενώσεις και οργανώσεις για την προάσπιση των επιδιώξεων των ομόφυλων ζευγαριών (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), διαπιστώνει κανείς ότι το στατιστικό τους δείγμα αποτελείται, σε συντριπτικό βαθμό, από περιπτώσεις ομόφυλων οικογενειών όπου και οι δύο γονείς ανήκουν στο γυναικείο φύλο, και που μάλιστα οι απαντήσεις έχουν δοθεί σε ερωτηματολόγιο από τους ίδιους τους γονείς (δηλαδή, τις ίδιες). Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εάν αυτό έγινε σκόπιμα, με σκοπό την εξαγωγή «κατάλληλων συμπερασμάτων», που θα έπειθαν την κοινωνία για την αναγκαιότητα της θέσπισης του γάμου ομοφύλων. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι πως όσο και αν προσπαθήσαμε, δεν μπορέσαμε να βρούμε ούτε μία έρευνα που να αφορά την εξέλιξη παιδιών που έχουν ανατραφεί αποκλειστικά από άρρενες γονείς ή να βρούμε, έστω, μία συγκριτική μελέτη για την εξέλιξη παιδιών από θηλυκά και από αρσενικά ομόφυλα ζευγάρια. Και, φυσικά, αν κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια και στην επισπεύδουσα να νομοθετήσει ανάλογα «δικαιώματα» Ελλάδα. Γι’ αυτό, πρέπει να ειπωθεί καθαρά πως το επιχείρημα των υπερασπιστών του γάμου ομοφύλων ότι «έχει αποδειχθεί» πως τα παιδιά των ομόφυλων γονέων αναπτύσσονται απρόσκοπτα και αρμονικά, είναι ένα είδος λαθροχειρίας. Επικαλούνται κάποια (αμφισβητούμενα και αυτά) στοιχεία που έχουν προέλθει από παιδιά θηλέων ομόφυλων γονέων, για να υποστηρίξουν το δικαίωμα της τεκνοθεσίας των αρρένων ομοφύλων, παρά το ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για τις επιπτώσεις στα παιδιά στην δεύτερη αυτή περίπτωση.
Παρά, λοιπόν, το ότι δεν γνωρίζουμε ποιες μπορεί να είναι οι δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ένα παιδί που μεγαλώνει με δύο άρρενες θετούς γονείς, χωρίς έστω ένα υποκατάστατο της βιωματικής σχέσης μητέρας-παιδιού, που υπάρχει στην περίπτωση θηλέων ομόφυλων θετών γονέων, και παρά το ότι μπορούμε να πιθανολογήσουμε σφόδρα ότι αυτό το παιδί θα υπολείπεται σε δυνατότητες πρόσκτησης της ευτυχίας στην ζωή σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά, η κυβέρνηση προχωράει στη θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφύλων που για μόνο διακηρυγμένο στόχο της έχει τη δυνατότητα τεκνοθεσίας κυρίως από τα ανδρικά ομόφυλα ζευγάρια (αφού τα θηλυκά ζευγάρια μπορούν, κατά τεκμήριο, να τεκνοποιήσουν).
Και, μάλιστα, προχωράει παραβλέποντας σοβαρά ερωτήματα για προβλήματα τα οποία αναμφίβολα θα προκύψουν στην συνέχεια και τα οποία μπορούν να περιγραφούν, συναιρετικά, με το εξής ερώτημα: μετά την θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφύλων, μία κοινωνική υπηρεσία η οποία θα είναι εντεταλμένη με το καθήκον τής επιλογής των οικογενειών που θα αναλάβουν την ευθύνη των παιδιών, πώς ακριβώς θα πρέπει να συμπεριφερθεί αν τυχόν έχει απέναντί της έναν ίσο (και κατά τα λοιπά χαρακτηριστικά παρόμοιο) αριθμό υποψήφιων θετών γονέων από ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια; Θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στα ετερόφυλα ζευγάρια, όπως πιστεύουμε ότι επιβάλουν η λογική και η επιστήμη, ή θα πρέπει να κατανείμει τα παιδιά εξ ημισείας μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών όπως, προφανώς, υπονοεί και συνεπάγεται το πνεύμα και το γράμμα του υπό ψήφιση νόμου, αλλά και η ευρύτερη αποδοχή του διεκδικούμενου «δικαιώματος» των ομοφύλων να αντιμετωπίζονται ως ίσοι (και ως όμοιοι άραγε;) σε όλα με τους ετερόφυλους; (Και, ίσως, οι αρμόδιοι να έρθουν και προσωπικά αντιμέτωποι με χειμάρρους μηνύσεων και αγωγών από τους «αδικηθέντες» υποψήφιους ομόφυλους γονείς και τις οργανώσεις που θα τους υποστηρίζουν). Αλλά, ακόμη και μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών: θα αντιμετωπίσει τα θηλυκά και τα αρσενικά ζευγάρια ως ομοειδή και ίσα ή θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε κάποια από τα δύο;
Η πρόθεση για την θεσμοθέτηση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών είναι μια εξαιρετικά βεβιασμένη και απερίσκεπτη ενέργεια για ένα θέμα το οποίο δεν έχει μελετηθεί και για το οποίο δεν έχει σαφή συνείδηση η ελληνική κοινωνία ως προς το τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στα προς τεκνοθεσία παιδιά. Από την άποψη αυτή, είναι ένα πολύ μεγάλο λάθος. Ένα λάθος που μπορεί να στερήσει από πολλούς ανθρώπους τη δυνατότητα στο δικαίωμα για μία ευτυχισμένη ζωή.
*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.