Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
«Ποιον λυπήθηκε ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποιος γλίτωσε από την αρρώστια εξ’ αιτίας των χρημάτων του;». Μεταξύ άλλων, τις παραπάνω σκέψεις εκθέτει ο Μ. Βασίλειος στον εξαίσιο του λόγο «Προς τους πλουτοῦντας».
Δράττομαι της ευκαιρίας, να συσχετίσω τους λόγους τούτους με την παραβολή που θα διαβαστεί στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Λουκ. 16, 19,31). Μία παραβολή γνωστή σε όλους. Μία παραβολή με ηθικά διδάγματα, τα οποία φροντίζουν να στολίσουν την ψυχή του ανθρώπου με πνευματικές ομορφιές και όχι με τον πλεονασμό της υλικής ομορφιάς. Η παραβολή λοιπόν, του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου, θα έλεγα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, πως αποτελεί ένα πνευματικό μανιφέστο. Έναν πλούτο, ενάντια στην τάση του πλουτισμού έναντι του άλλου, στην αδιαφορία προς τη φτώχεια και την έλλειψη του άλλου, εν τέλει στην ίδια τη σκληροκαρδία απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων και τα προβλήματα τους.
Ο Χριστός, σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση στο κατά Λουκάν, ακριβώς λίγο πιο πριν από την παραπάνω παραβολή, αναφέρει πως «δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά» (Λουκ. 16, 13). Ο Χριστός και άλλες φορές έχει τοποθετηθεί στο μείζον αυτό ζήτημα. Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο Κύριος λέει προς τους μαθητές του: «Αλήθεια σας λέω, ότι δύσκολα πλούσιος άνθρωπος θα μπει στη Βασιλεία των Ουρανών. Πάλι σας λέω, ότι είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 19, 23 -25). Σε άλλο δε σημείο, ο Χριστός πάλι σύμφωνα με τη διήγηση του Ματθαίου, διώχνει από τον ναό του Θεού όλους εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ναό, αναποδογυρίζοντας τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα και φωνάζοντας τους ότι έκαναν τον ναό «φωλιά ληστών» (Ματθ. 21, 14). Συν τοις άλλοις, σύμφωνα με τη διήγηση του ευαγγελιστή Μάρκου, όταν ένας νέος ζήτησε από τον Χριστό να μάθει πως θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, και αφού τηρούσε τις εντολές του Θεού, απογοητεύτηκε πολύ όταν ο Χριστός είπε στον πλούσιο αυτό νέο που είχε πολλά κτήματα, να πουλήσει την περιουσία του στους φτωχούς για να έχει θησαυρό στον ουρανό» (Μάρκ. 10, 22).
Ο Χριστός δεν εξορκίζει τον πλούτο, καθώς λέει πως είναι δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο, εκείνοι που έχουν χρήματα να μπουν στη Βασιλεία του Θεού (Μάρκ. 10, 23). Αυτό βάζει σε σκέψεις πως ο πλούτος, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των αδυνάτων. Και πράγματι, αυτό τονίζουν στις ομιλίες τους ο Μ. Βασίλειος, ο ιερός Χρυσόστομος και άλλοι Πατέρες, αναφερόμενοι στη σωστή χρήση του πλούτου. Οι Πατέρες στέκονται επικριτικά απέναντι στην πλεονεξία και στην τάση να πλουτίζει ο άνθρωπος εις βάρος των άλλων και να κρατά την περιουσία του για να ζει με απύθμενο τρόπο τις απολαύσεις της ζωής. Τόσο ο ευαγγελικός, όσο και ο πατερικός λόγος θέτουν το μέτρο ως παράγοντας που σταθμίζει τη βίωση των απολαύσεων της ζωής.
Σε μία εξαίσια του ομιλία, στο «Περί τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιοτικοῖς», ο Μ. Βασίλειος που σε όλη του τη ζωή φρόντιζε για τους φτωχούς και αδυνάτους, γράφει για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σωστά ο πλούτος: «Ας σκεφτούμε λοιπόν, αγαπητοί, για τους εαυτούς μας κάτι το φιλάνθρωπο. Και εάν γενικά θέλουμε το βάρος της ευπορίας να το κάνουμε κέρδος μας, ας το διαμοιράσουμε σε πολλούς, οι οποίοι και θα το βαστάξουν με πολλή χαρά και θα το εναποθηκεύσουν στα απαραβίαστα ταμεία, τους κόλπους του Δεσπότου… Ας επιτρέψουμε στον πλούτο που θέλει, να ξεχειλίσει προς αυτούς που τον έχουν ανάγκη». Να λοιπόν, η καλή χρήση του πλούτου σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα. Είναι η στιγμή, που ο πλούτος γίνεται δύναμη για τον συνάνθρωπο.
Στο σημείο αυτό, επισημαίνω κάτι ουσιαστικό. Είναι άλλο να μοιράζω τον πλούτο στους πάσχοντες καθώς αυτό αποτελεί εναρμόνιση και επιταγή ενός δίκαιου νόμου του κράτους, μιας πολιτείας, μέσα από ένα αίσθημα δηλαδή ισότητας προς όλους, κι άλλο είναι να μοιράζω τον πλούτο στους πάσχοντες, τους οποίους βλέπω ως εικόνες Θεού. Ο Rousseau για παράδειγμα στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» κάνει λόγο για προστασία και υπεράσπιση του προσώπου και των αγαθών, για ελευθερία και ισότητα, κάτι που θέτει στη βάση μιας υπακοής απέναντι σε έναν δίκαιο νόμο που προασπίζεται τη δικαιοσύνη. Από την άλλη ο Thomas Hobbes, στην πολιτική του φιλοσοφία, δεν καταδικάζει ηθικολογικά την αχαλίνωτη επιθυμία των ανθρώπων για άμετρη και χωρίς όρια ικανοποίηση των επιθυμιών τους για πλούτο, δόξα κ.ο.κ. Ο πλούτος, για τη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής, καταδικάζεται όταν εκλαμβάνεται ως η κατεξοχήν εστίαση της οντολογικής αναφοράς των τάσεων, επιδιώξεων και αγωνιών του ανθρώπου σε μία στάση αυτοϊκανοποίησης και αδικιών σε βάρος άλλων. Αυτή η αλλοτρίωση και ο εκμηδενισμός του προσώπου είναι που αποτελεί αστοχία, με επιπτώσεις απέναντι στη σχέση με τον Θεό και τους ανθρώπους.
Ο Χριστός ζητάει να στραφεί το βλέμμα στον συνάνθρωπο και όχι στον εαυτό. Ο πλουτισμός μου, είναι ένας ακόμη ναρκισσισμός μου. Κι αυτό τη στιγμή, που είναι γνωστό πως, «γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου και γυμνός θα απέλθω» (Ιωβ, 1, 21). Δεν πέθανε μόνο ο φτωχός Λάζαρος. Πέθανε και ο πλούσιος. Μόνο που ο πλούσιος δεν πήρε μαζί του τον πλούτο του. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, φιλοσοφώντας τη ζωή και τον θάνατο, στα νεκρώσιμα ιδιόμελα, γράφει πως «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Και σε άλλο σημείο διερωτάται: «Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα καί ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος σε μία εποικοδομητική για την ψυχή ευχή, δεν ζητάει κτήματα, πλούτη, δόξα, υστεροφημία, αναγνώριση, αλλά ταπεινά προσεύχεται ζητώντας από τον Χριστό να του χαρίσει «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης».
Ο Μ. Βασίλειος στον λόγο του «Προς τους πλουτοῦντας» θέτει βασανιστικά ερωτήματα, αδιέξοδα, τολμώ να πω, για τον άνθρωπο που δεν αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο του πλούτου στη ζωή αυτή, σε αντίθεση με τον Χριστό που είναι η όντως ζωή: «Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τί λοιπόν θα συμβεί ύστερα από όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι όλοι; Δεν θα είναι αρκετό το βάρος ολίγων πετρών δια να φυλαχθεί η δυστυχής σάρκα; Για ποιον κοπιάζεις; Για ποιον αδικείς; Γιατί με τα χέρια σου μαζεύεις ακαρπία;… Δεν θα υγιάνουν τα λογικά σου; Δεν θα συνέλθεις; Δεν θα φέρεις εμπρός στα τα μάτια σου το δικαστήριο του Χριστού; Τι θα απολογηθείς όταν θα σε έχουν περικυκλώσει οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν εις τον δίκαιον κριτή; Τί Θα κάνεις λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πληρώσεις; Ποιούς μάρτυρας θα προσκόμισης; Πώς θα ξεγελάσεις τον δικαστή που δεν εξαπατάται;».