Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Ο Χριστός κατά την επίγεια Του διδασκαλία, αρκετές φορές ήρθε αντιμέτωπος με την υποκρισία των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι, και συγκεκριμένα το θρησκευτικό ιερατείο, στηλίτευε την παρουσία, δράση και τα θαύματα που ο Χριστός επιτελούσε. Και ο Χριστός, κι αυτό πιστεύω πως είναι γνωστό, δεν κατέκρινε τίποτε περισσότερο όσο την υποκρισία του ιερατείου, ήτοι τον ευσεβισμό και τον ηθικισμό που απέρρεαν από το γράμμα του νόμου στο οποίο πίστευαν.
Σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Λουκ. 13, 10-17), ο Χριστός διδάσκει στη συναγωγή το Σάββατο. Παρατηρεί μία γυναίκα που για δεκαοκτώ έτη ήταν σκυμμένη και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Την καλεί και της λέει «γυναίκα, είσαι ελευθερωμένη από την αρρώστεια σου» (Λουκ. 13, 12).
Ο αρχισυναγωγός αγανακτεί και στηλιτεύει το γεγονός ότι ο Χριστός θεράπευσε την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα κατά την οποία οι Ιουδαίοι δεν προβαίνουν σε καμία ενέργεια όλη την ημέρα αφού την αφιερώνουν στον Θεό. Ο Χριστός του απαντά: «Υποκριτά, δεν λύνει καθένας από εσάς, κατά το Σάββατο, το βόδι του ή τον όνο του από τον σταύλο και το φέρνει να το ποτίσει; Αυτή δε που είναι θυγατέρα του Αβραάμ και την είχε δεμένη ο Σατανάς επί δεκαοκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά αυτά την ημέρα του Σαββάτου;» (Λουκ. 13, 15-17).
Σίγουρα, με βάση τους παραπάνω λόγους του Χριστού, κάποιος θα Τον χαρακτήριζε ως επαναστάτη, καθώς ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ο Χριστός όμως δεν είναι ούτε επαναστάτης, ούτε ένα πρόσωπο που ήρθε για να κυβερνήσει, αλλά τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος όπως διακήρυξε η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η «μία φύσις τοῦ Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» όπως θα πει ο Κύριλλος Αλεξανδρεύς. Επομένως, οποιεσδήποτε προσπάθειες ταύτισης του ιστορικού Ιησού με έναν επαναστάτη άνθρωπο ή φιλόσοφο ή διανοούμενο, πέφτουν στο κενό, καθώς σύνολη η ευαγγελική και πατερική παράδοση, τοποθετείται ξεκάθαρα στο θέμα αυτό.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε τον Υιό και Λόγο του Θεού, ο Οποίος σαρκώθηκε για να διευκολύνει τον άνθρωπο στο θέμα της σωτηρίας, αφού όπως σημειώνουν οι Πατέρες, ήταν δύσκολη για την πεσμένη φύση του ανθρώπου να κινηθεί ο ίδιος προς τον Θεό. Κι αν κάποιος δεν πιστεύει, πως αυτός ο αχώρητος έχει χωρέσει, «ανόητος όποιος του Θεού το ρήμα Λόγο αιώνιο σαν τον ουράνιο ισόθεα δεν προσκυνάει Πατέρα» όπως γράφει σε ένα ποίημα του ο Γρηγόριος Θεολόγος.
Ο Χριστός λοιπόν, τη στιγμή που απευθύνθηκε στην πονεμένη αυτή γυναίκα, όπως θα έκανε και σήμερα το ίδιο, δεν την σπλαχνίσθηκε επειδή ήταν απλά μία άνθρωπος, αλλά εικόνα του δικού Του προσώπου. Κι επειδή ο άνθρωπος με την αστοχία του να αναφέρει διαρκώς την παρουσία του στην εικόνα του Θεού, αρνήθηκε να συσχετιστεί με το πρόσωπο του Θεού και κάθε διαβρωτική κατάσταση εισήλθε στη ζωή του (θάνατος, πόνος, λύπη, δυστυχία), ο Χριστός πονάει τη γυναίκα αυτή και την γιατρεύει. Δεν την ρωτάει αν είναι πλούσια, και γιατί δεν κατάφερε με τα χρήματα της να γιατρευτεί σε μία τέτοια περίπτωση. Δεν ρωτάει αν πιστεύει στον Θεό και αν ακούει και τηρεί τον λόγο Του. Δεν την ρωτάει γιατί πιστεύει ότι βασανίζεται και αν ο Θεός είναι υπεύθυνος γι την κατάσταση της. Ο Χριστός δεν ελέγχει τον άνθρωπο, από όπου κι αν προέρχεται, ό,τι κι αν εκείνος πρεσβεύει για τον ίδιο. Δεν αναμένει μια κάποια ικανοποιητική απάντηση από τους ανθρώπους, δεν ενδιαφέρεται αν είναι Σάββατο, αλλά όπως με τη σάρκωση Του ήρθε στην πλέον απόλυτη συνάντηση Του με τον άνθρωπο, έτσι και στην περίπτωση της γυναίκας αυτής ήρθε σε μία απροϋπόθετη συνάντηση με την γυναίκα που πάσχει.
Κατηγορείται όμως ότι την θεραπεύει την ημέρα του Σαββάτου. Κι όταν ο αρχισυναγωγός λέει προς τον Χριστό «υπάρχουν έξη ημέρες που επιτρέπεται η εργασία, τότε να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι την ημέρα του Σαββάτου» (Λουκ. 13, 14), ο Χριστός χτυπάει την υποκρισία, αυτό το ψεύτικο ενδιαφέρον των Ιουδαίων και δη του ιερατείου για τη γυναίκα. Μήπως ο Χριστός δεν σώζει τον άνθρωπο εκείνη την ημέρα; Μήπως η ημέρα ως μέρος της κτιστής δημιουργίας, φτιάχτηκε για να την διακονεί ο Θεός ή για να διακονεί η κτιστή δημιουργία τον Θεό; Κι εν τέλει, τι είναι αυτό που σώζει τον άνθρωπο; Η υπακοή στο γράμμα του νόμου ή στο πνεύμα του νόμου;
«Το γράμμα αποκτείνει τον νόμο» είχε πει ο όσιος Παΐσιος οποίος κάνει λόγο για πνευματική διάκριση. Η ημέρα του Σαββάτου για τους Ιουδαίους ήταν μία ημέρα που φτιάχτηκε για να μην κάνει τίποτε ο άνθρωπος, να τιμά τον Θεό, αλλά κατάντησε μία ημέρα κατά την οποία ο άνθρωπος τιμά την ημέρα και όχι τον Θεό. Ο Υιός και Λόγος του Θεού παρέχει το άπειρο Του έλεος όλες τις ημέρες, σε όλους τους ανθρώπους και οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Δεν περιορίζει τη χάρη Του την ημέρα του Σαββάτου, ούτε αδιαφορεί έναν κάποιος την ημέρα αυτή ζητάει να τον γιατρέψει. Η υπακοή στο γράμμα του νόμου δημιουργεί ανθρώπους που εξωτερικά ευλαβούνται τον Θεό αλλά εσωτερικά Τον αρνούνται αφού στην πραγματικότητα δεν δέχονται στους άλλους το έλεος Του, το οποίο δεν πιστεύουν ότι ο Θεός το παρέχει σε αμαρτωλούς και τσαλακωμένους ανθρώπους.
Ο Χριστός δεν τολμά να θεραπεύσει μία γυναίκα το Σάββατο! Συντρίβει το θρησκευτικό κατεστημένο του ιουδαϊκού ιερατείου και γνωρίζει στους ανθρώπους τον Θεό του ελέους και της αγάπης, ο Οποίος σώζει κάθε ημέρα τον κάθε άνθρωπο. Δεν υπακούει στη δουλοπρέπεια του ιουδαϊκού ιερατείου που κοιτάζει να φαίνεται παρά να είναι. Δεν κάθεται όμως παρακολουθώντας την αμετροέπεια της θρησκευτικής υποκρισίας. Την στηλιτεύει. Χτυπάει την ψύχωση όσων αρέσκονται να φαίνονται ευλαβείς παρά να είναι ευλαβείς. Χτυπά τον ναρκισσισμό όσων υποκλίνονται στο χρόνο της ημέρας παρά στον Δημιουργό της ημέρας. Τα βάζει με όσους λάτρευσαν την κτίση παρά τον κτίστη.
Και η μόνη Του αγωνία είναι να γιατρέψει τον άνθρωπο από τα ψυχοφθόρα πάθη, τον πόνο και την λύπη. Κι εκείνο, που συντρίβει την φτωχή λογική και νοησιαρχική περατότητα είναι αυτό το έλεος Του που σε κάνει να λες «για όλους έχει ο Θεός». Αυτό το άπειρο, ακατάληπτο, αιώνιο προς όλους τους ανθρώπους, κάθε στιγμή, κάθε εποχή. Έλεος που δεν νοείται, δεν οριοθετείται, δεν αξιολογείται, αλλά σώζει. Γιατί, αν ο άνθρωπος σώζεται, δεν σώζεται εξαιτίας των καλών έργων και του ηθικού του χαρακτήρα, αλλά χάριν ελέους που δίνει ο Θεός, χωρίς ο άνθρωπος να κατανοήσει ποτέ. Αυτή είναι αγάπη!