Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Πώς μπορεί να συνδέεται η ανυπακοή με τον βίο ενός αγίου; Κι αν έχει τάσεις φυγής, αυτό τι χαρακτήρα δείχνει; Και η ιερωσύνη;
Τα παραπάνω, αφορούν τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο (329 – 390 μ.Χ.), τον οποίο η εκκλησία μας τιμά στις 25 Ιανουαρίου και ο οποίος υπήρξε μαζί με τον Ιωάννη Χρυσόστομο και τον Μ. Βασίλειο, ένας από τους Τρεις Ιεράρχες. Το έργο, το οποίο μας δίνει τις σχετικές πληροφορίες, φέρει τον τίτλο «Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς». Έργο που μεταξύ άλλων, αναφέρεται διεξοδικά στην ιερωσύνη.
Ο Γρηγόριος, όπως αναφέρει στο έργο αυτό, δείλιασε να αναλάβει το υπούργημα της ιερωσύνης και σημειώνει τρία αίτια ανυπακοής: Πρώτον, αγάπησε περισσότερο την ησυχία και τη μοναχική ζωή. Δεύτερον, ένιωθε ντροπή για όσους επιδιώκουν την ιερωσύνη χωρίς να είναι άξιοι. Και τρίτον, ένιωθε φόβο από το μεγαλείο του Θεού, το οποίο καλείται να πλησιάσει ο ιερέας. Σχετικά με τον δεύτερο λόγο, γράφει χαρακτηριστικά: «Και προτού γίνουν άξιοι να πλησιάσουν στα μυστήρια, επιδιώκουν να καταλάβουν το άγιο βήμα και συνθλίβονται και συνωθούνται γύρω από την αγία τράπεζα, όχι επειδή τάχα θεωρούν το αξίωμα της ιερωσύνης υπόδειγμα αρετής και υπεύθυνο λειτούργημα, αλλά επειδή το θεωρούν ως βιοποριστικό επάγγελμα και ως ανεξέλεγκτη εξουσία».
Ο Γρηγόριος πάλευε ανάμεσα στις επιλογές του. Να γίνει ρήτορας ή φιλόσοφος; Μοναχός ή Επίσκοπος; Να μονάσει μαζί με τον Μ. Βασίλειο ή να μείνει κοντά στον Επίσκοπο πατέρα του που χρειαζόταν βοήθεια στο ποιμαντικό έργο; Οι τάσεις φυγής που είχε, δεν σταμάτησαν ποτέ. Ακόμη και από τη θέση του Επισκόπου, παρέμενε ανήσυχος. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του να μονάσει. Ήταν πράγματι ένας εσωστρεφής άνθρωπος, που επιδίωκε την ησυχία και την περισυλλογή. Ήθελε να ζει μακριά από τον κόσμο. Και όσες φορές έφευγε από το ένα μέρος στο άλλο, ο Θεός τον έβρισκε όπου κι αν πήγαινε.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος στο έργο του «Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς», επικεντρώνεται στην ιερωσύνη, την οποία καλεί «τέχνη τεχνών» και «επιστήμη επιστημών». Φτάνει μάλιστα στο σημείο να τη συγκρίνει με την επιστήμη της ιατρικής. Θα γράψει λοιπόν, πως η ιατρική «φροντίζει για τα σώματα και για την φθαρτή ύλη», ενώ η ιερωσύνη «φροντίζει για την ψυχή, η οποία προέρχεται από τον Θεό, και είναι θεία» και πως ο σκοπός της ιατρικής των ψυχών είναι «να κάνει θεό και άξιο της ουρανίου μακαριότητας τον άνθρωπο».
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Ομολογώ, επί του παρόντος, πως δεν έχω ούτε την δυνατότητα, ούτε την πολυτέλεια να εκφράσω λόγο πειστικό, κατ’ επέκταση βιωματικό, από τη θέση μου σχετικά με την ιερωσύνη. Όμως η ύπαρξη πόθων και έλξης προς το ύψιστο αυτό λειτούργημα, μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράσω μερικές σκέψεις. Σκέψεις βιωματικές, αβίαστες, ελεύθερες. Η ιερωσύνη δείχνει να είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Κάτι υπερβατικό, χωρίς το υπερβατικό να σημαίνει ότι είναι κάτι το παράλογο. Ίσως, όμως, για την εποχή μας ο πόθος ενός ανθρώπου να αξιωθεί της ιερωσύνης να είναι μία παράλογη υπόθεση. Και πιστεύω πως είναι! Ένας ευχάριστος παραλογισμός, ας μου επιτραπεί η έκφραση, στην εποχή της απάθειας, της παραίτησης και των ανώδινων ευκολιών. Έτσι, η φύση του υπουργήματος είναι φύση θεϊκή, αλλά εκφραζομένη ως δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, αξιώνεται να βιώνεται και να γίνεται. Όπως και η εκκλησία εξάλλου, που έχει το «είναι» της σε αυτό που γίνεται.
Θα έλεγα, πως η ιερωσύνη έχει έναν σταυρό πολύ μεγάλο και πολύ βαρύ. Εξάλλου, δεν είναι παράλογο να σηκώσεις βάρη και ευθύνες που δεν σου αναλογούν; Φυσικά δε, υπό την προϋπόθεση ότι αποφασίζεις να δεχτείς την κλήση αυτή όχι ως προσωπική υπόθεση, ούτε ως επιτακτική καταξίωση. Επουδενί, ως ένα υπαρξιακό αδιέξοδο και ακυβέρνητο απωθημένο. Είναι αυτό που συχνά λέγεται, ότι δηλαδή η ιερωσύνη δεν είναι λύση αλλά κλήση. Ακόμη κι αν έχει τις δικές της προϋποθέσεις, το κάλεσμα του Χριστού είναι ανένταχτο, απροϋπόθετο, εξολοκλήρου προσωπικό, αναδεικνύοντας μέσα από τη συνάντηση Θεού – ανθρώπου, τις άγνωστες, άλλοτε γνωστές, βουλές του εραστού Νυμφίου.
Ποιος έχει το πλεονέκτημα να οδηγήσει σε απολογία τον Θεό για το πώς των ενεργειών Του; Ποιος έχει την ηθική καθαρότητα να ζητήσει από τον Θεό να ελέγξει το κάλεσμα του; Κανείς δεν γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ο Θεός καλεί τον άνθρωπο στην ιερωσύνη. Ακόμη κι όταν ο άνθρωπος αποφεύγει να ανταποκριθεί στην κλήση, ο Θεός γνωρίζοντας τα βάθη της ψυχής του, ενεργεί κατά το θέλημα Του. Άγνωστο; Απροσδιόριστο; Ακατανόητο; Ασυμβίβαστο; Εκείνος γνωρίζει. Και ο άνθρωπος ίσως κάποτε μάθει. Ίσως το σχέδιο του Θεού να ξετυλίγεται αργά μέσα στην ιστορία και η προσωπική κλήση που ο Ίδιος απευθύνει να είναι απαραβίαστα προσωπική, που μόνο εκείνος ο οποίος δέχεται το κάλεσμα από τον Θεό, ίσως κάποτε μπορέσει να αντιληφθεί το πως των πραγμάτων. Ο Γρηγόριος Θεολόγος αισθανόταν ότι δεν ήταν άξιος για το υπούργημα της ιερωσύνης και εκθέτει τους λόγους αυτούς στο παραπάνω έργο του. Ήθελε να μονάσει, αγαπούσε την άσκηση και την ήσυχη ζωή. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Χωρίς να παραβιάσει το θέλημα του και βλέποντας μέσα του, τον κάλεσε να διακονήσει την εκκλησία ως πρεσβύτερος και μάλιστα τον αξίωσε με τον βαθμό της Αρχιεροσύνης.
Πονεμένος άνθρωπος ο Γρηγόριος Θεολόγος. Ευαίσθητος, μόνος και ταλαιπωρημένος. Πέρασε πολλά. Έπαθε πολλά γιατί αγαπούσε τον Θεό και τον συνάνθρωπο του. Πολλά δεινά τον βρήκαν στη ζωή. Κι όταν αισθάνθηκε πλήρως εγκαταλελειμμένος, έγραψε μία επιστολή στον μαθητή του Ευδόξιο: «Ρωτάς πώς τα πάω – άσε, πολλή πίκρα. Μου λείπει ο Βασίλης, ο πνευματικός μου αδερφός, και ο Καισάριος, ο βιολογικός μου αδερφός. Ο πατέρας και η μητέρα μου μ’ έχουν εγκαταλείψει, για να το πω με τα λόγια του Δαυίδ. Τα του σώματος πονεμένα, τα γηρατειά επικρέμονται πάνω από το κεφάλι μου, οι υποχρεώσεις με εξαντλούν τα προβλήματα συσσωρεύονται, οι φίλοι με προδίδουν η Εκκλησία διαλύεται. Χάθηκαν τα καλά, έμειναν τα στραβά, μέσα στη μαύρη νύχτα αρμενίζω, και φως πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Τί άλλο πρέπει πια να πάθω; Μια μόνο λύση υπάρχει για τα βάσανα μου, ο θάνατος. Αν κρίνω όμως με βάση τα εδώ, κι εκεί απαίσια θα είναι!».