Από το Σύλλογο Γεωπόνων Πρέβεζας
Δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ ο Νόμος 4351/2015 “Bοσκήσιμες γαίες Ελλάδας και άλλες διατάξεις.” (ΦΕΚ 164/τ. Α’/4-12-2015), που επιχειρεί να θέσει σε νέα βάση το κρίσιμο (για τις επιδοτήσεις) θέμα των βοσκοτόπων αλλά και φέρνει νέα δεδομένα στον πολύπαθο σταυλισμό.
Για τις “βοσκήσιμες γαίες” τα πράγματα από επιστημονικής άποψης είναι μάλλον απλά. Ο κάθε βοσκότοπος έχει μια συγκεκριμένη βοσκοϊκανότητα η οποία μπορεί να προσδιορισθεί είτε πειραματικά είτε με εκτίμηση και έτσι να δεχθεί ένα συγκεκριμένο αριθμό ζώων. Γίνεται τακτική παρακολούθηση της κατάστασης του βοσκοτόπου και αν χρειάζεται μειώνεται αντίστοιχα το φορτίο ή λαμβάνονται μέτρα βελτίωσης του βοσκοτόπου με σκοπό την αποφυγή της υποβάθμισής του και ενδεχομένως την αύξηση της απολήψιμης βιομάζας και τη βελτίωση της ποιότητάς της. Αυτά είναι γνωστά και αποτελούν τη βάση του επιστημονικού πεδίου της λιβαδοπονίας. Εξυπακούεται ότι για να εφαρμοσθούν αυτά πρέπει να γνωρίζουμε για ποιο ακριβώς βοσκότοπο μιλάμε, δηλαδή οι βοσκότοποι πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, οριοθετημένοι και χωροθετημένοι, άρα πολύ απλά να υπάρχουν οι σχετικοί χάρτες ως σημείο εκκίνησης.
Όλα τα υπόλοιπα πολύ όμορφα και θεωρητικά του Νόμου είναι για το μοίρασμα των επιδοτήσεων (που τείνουν να γίνουν βλάσφημη λέξη στην ελληνική κοινωνία) και όχι για την ανάπτυξη και τη σωστή κατεύθυνση της κτηνοτροφίας.
Στην περίπτωση των υφιστάμενων κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων εντός ή πλησίον οικισμών αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι πρέπει να πούμε ότι το Υπουργείο προσπαθεί στην ουσία να διορθώσει ένα σφάλμα αλλά με κίνδυνο να διαπράξει ένα άλλο. Το σφάλμα το οποίο αναφερόμαστε δεν είναι άλλο παρά η αλόγιστη επέκταση των ορίων οικισμών σε προηγούμενες εποχές στο όνομα της τότε “ανάπτυξης” (βλ. οικοπεδοποίηση) με συνέπεια πολλές κτηνοτροφικές μονάδες να λειτουργούν σήμερα παράνομα.
Βέβαια μεγάλη ευθύνη έχουν και οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι καθώς για διάφορους λόγους αμελούσαν να εφοδιασθούν με άδειες. Αντί λοιπόν να επανεξετασθούν αυτές οι περιπτώσεις προτιμήθηκε το “μπάλωμα” από άλλο φορέα (Υπ.Α.Α.Τ.). Το πως και το γιατί δεν νομίζω ότι αξίζει να ασχοληθούμε. Επί του πρακτέου θεωρούμε άστοχα εκ μέρους του νομοθέτη δύο σημεία του Νόμου. Το πρώτο αφορά τον μη καθορισμό πληθυσμιακών και γεωγραφικών κριτηρίων καθώς δεν είναι το ίδιο πράγμα μια κτηνοτροφική εγκατάσταση σε ένα ορεινό χωριό των 200 κατοίκων με μία σε μια πεδινή κωμόπολη των 2000 κατοίκων.
Το δεύτερο αφορά τα ανώτατα επιτρεπτά όρια τα οποία τα θεωρούμε πολύ μεγάλα. Ενδεικτικά αναφέρουμε 37 χοιρομητέρες, 50 αγελάδες, 687 αιγοπρόβατα!!! Τέτοιου μεγέθους μονάδες εντός οικισμών ιδίως εντός του οικιστικού ιστού είναι πολύ δύσκολο να μην διαταράσσουν τη ζωή των υπόλοιπων κατοίκων αλλά και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους σε βόσκηση, εισροές, διάθεση αποβλήτων. Το προσωρινό της λύσης (στην ουσία μέχρι του θανάτου του παρόντος ιδιοκτήτη) δεν θεωρούμε ότι συνάδει με τη βελτίωση της κτηνοτροφίας ούτε δημιουργεί κάποια προοπτική.
Βέβαια και στα δύο παραπάνω θέματα πολλά θα εξαρτηθούν από τις επιμέρους λεπτομέρειες, οι οποίες κατά την προσφιλή τακτική του Υπ.Α.Α.Τ. παραπέμπονται σε υπουργικές αποφάσεις που θα εκδοθούν μελλοντικά. Ελπίζουμε αυτές να είναι σαφείς, να απαντούν στα πρακτικά θέματα της εφαρμογής του Νόμου και να εκδοθούν σύντομα (καθώς ακόμα περιμένουμε τις αντίστοιχες αποφάσεις εφαρμογής προηγούμενων Νόμων του Υπ.Α.Α.Τ. – να θυμήσουμε τις αγορές αγροτών;).
Τέλος, αλγεινή εντύπωση δημιουργεί η φράση “… και των τυχόν συναρμόδιων Υπουργών.” Στην ουσία παραδεχόμαστε σε Νόμο του κράτους ότι είναι τέτοια η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων, η πολυνομία και τα στεγανά μεταξύ των τομέων του κράτους ώστε δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν και ποιοι είναι οι συναρμόδιοι Υπουργοί τους οποίους θα τους ανακαλύπτουμε κατά περίπτωση!