Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Θεόν ανυμνούσι αγγέλων τα πλήθη…»
Η μελωδία, έρχονταν από τη μεριά της ιχθυόσκαλας, σκαρφάλωνε στο παράθυρο που έβλεπε στο υπνοδωμάτιο του κυρ Θωμά, χάιδευε ανεπαίσθητα τα αυτιά του κι έπειτα τραβιόταν πάλι πίσω, σαν το αβέβαιο κυματάκι της Παμβώτιδας.
Ο κυρ Θωμάς, ξύπνησε απορημένος και ανακάθισε στην κόχη του κρεβατιού του για να αφουγκραστεί καλύτερα. «Μπα! Θα ήταν στον ύπνο μου» σκέφτηκε. «Τα κάλαντα αυτά, έχω να τα ακούσω εδώ και πενήντα χρόνια».
Τέντωσε με δυσκολία το χέρι του, έπιασε το ξυπνητήρι απ το κομοδίνο και το γύρισε προς τη μεριά που έφεγγε η λάμπα της κολώνας της ΔΕΗ. Πέντε και τριάντα πέντε ξημερώματα. Σηκώθηκε, έριξε μια ματιά στο διπλανό δωμάτιο που φιλοξενούσε τα δυο εγγονάκια του που είχαν έρθει για τις γιορτές των Χριστουγέννων, τα σκέπασε με προσοχή για να μη ξυπνήσουν και γύρισε πίσω στο κρεβάτι του. Έκανε ψύχρα κι έτσι, τρύπωσε γρήγορα κάτω από το βαρύ πάπλωμα και το τράβηξε όσο μπορούσε πιο ψηλά, μέχρι το λαιμό.
Το τελευταίο διάστημα αυτός και η γυναίκα του, η κυρά Χριστίνα, τα βγάζανε πέρα με δυσκολία, μια και στα ογδόντα του τώρα πια, έπαιρνε μειωμένη σύνταξη και επιπλέον, έστελνε όσα χρήματα μπορούσε στο γαμπρό του και την κόρη του στην Αθήνα, που δούλευαν σαν υπάλληλοι σε μια βιοτεχνία. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που γύριζε με τη σκέψη του πίσω στο χρόνο, για να αντλήσει κουράγιο και παρηγοριά, αναπολώντας τα περασμένα. Τότε που τα πράγματα ήταν αλλιώς. Μπορεί η ζωή τα χρόνια εκείνα να ήταν σκληρή, αλλά οι μέρες κυλούσαν χαρούμενες κι ευτυχισμένες και τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, δεν είχαν τελειωμό.
Έκλεισε τα μάτια του και σύρθηκε σιγά – σιγά μέσα στις σκέψεις του. Όταν!
«αγάπης αντηχεί φωνή
Σωτήρ του κόσμου εγεννήθη
Αγάλλονται οι ουρανοί! Οι ουρανοί»!
Η ίδια μελωδία πάλι. Αυτή τη φορά έφτανε στ’ αυτιά του πεντακάθαρα. Ξεχώρισε τις φωνές των συμμαθητών του, του Σταύρου, του Φωκά και του Γεράσιμου, που ήρθαν από κάτω να τον πάρουν για τα κάλαντα. Να μαζέψουνε και κάνα φράγκο.
«Δόξα Θεώ! Δόξα Θεώ!
Των μάγων τα δώρα, χρυσός και κασσία
Ξενίζει φάτνην τον Θεόν.
Αγάλλου άχραντε Μαρία…»
Περπάτησαν μαζί τη γειτονιά και το Κάστρο και το Κουρμανιό και την Καλούτσα. Πέρασαν απ’ όλα τα φτωχόσπιτα και τις μονοκατοικίες των πλουσίων κι απ’ όλα τα εμπορικά της Ανεξαρτησίας και της Αβέρωφ. Και βρήκαν όλες τις πόρτες ανοιχτές και τις καρδιές των νοικοκυραίων ζεστές και γενναιόδωρες. Μάζεψαν ένα σωρό δεκάρες και φραγκοδίφραγκα και δυο ασημένια εικοσάρικα. Και τα μοιράσανε στα τέσσερα και κάνανε μετά τα σχέδιά τους, πως θα τα ξοδέψουν.
Και τότε, ξαφνικά! Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τάραξε τον ύπνο του.
– Παππού να τα πούμε; Να τα πούμε;
Άνοιξε ανήσυχος τα μάτια του κι αντίκρισε τις γελαστές φατσούλες των εγγονών του. Κράταγαν στα χέρια τους έναν δαίμονα που φέρανε μαζί τους από την πρωτεύουσα και που τον λέγαν τάμπλετ ή… κάπως έτσι. Στρίγγλιζε ο ¨δαίμονας¨ με έξτρα διάτονο και ξέφρενο ρυθμό το ¨Καλήν ημέραν άρχοντες….¨ και οι πιτσιρικάδες συμπλήρωναν την παραφωνία σε πρίμο σεκόντο.
– Βρε ζαγάρια με τρομάξατε! Τους μάλωσε καλόκαρδα. Και μετά τα αγκάλιασε τα φίλησε, τους ευχήθηκε χρόνια πολλά και τους έδωσε κι από ένα δεκάευρω που τα φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι του γι αυτό το σκοπό.
Μερίμνησε η κυρά Χριστίνα να φάνε γρήγορα οι μπόμπιρες το πρωινό τους και να ντυθούν καλά, πριν βγουν για τα κάλαντα στα γύρω σπίτια και τις πολυκατοικίες.
Ο κυρ Θωμάς δεν είχε καμιά ιδιαίτερη μόρφωση από σχολαρχεία και πανεπιστήμια, αλλά είχε ακούσει πολλές φορές απ τον πατέρα του και τους παλιούς, για το πνευματικό και το κοσμικό νόημα των Χριστουγέννων. Έτσι, είχε φροντίσει όλες τις προηγούμενες μέρες να εκμεταλλευτεί τη λαχτάρα των παιδιών για τις γιορτές, και να τους εξηγήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, πως η γέννηση του Χριστού, δεν είναι ένα οποιοδήποτε γεγονός, αλλά η ίδια η εμφάνιση, με σάρκα και οστά, του Θεού πάνω στη γη κι ανάμεσά μας.
Είναι η ελπίδα που μας κρατάει δυνατούς απέναντι στους πειρασμούς και στις δυσκολίες. Ωστόσο, ήξερε τώρα καλά, πως ήταν σημαντικό πέρα απ το πνευματικό νόημα των Χριστουγέννων να έχουν τα παιδιά ευτυχισμένες γιορτινές εικόνες και μνήμες, από τη λειτουργία στην εκκλησία, το σπιτικό τραπέζι, το στόλισμα του δένδρου, τα δώρα και τα κάλαντα. Έστω κι αν τα τελευταία – τα κάλαντα – λέγονται σήμερα από τα παιδιά με τον δικό τους επαναστατικό τρόπο.
Το μεσημέρι, κάθισαν όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι. Τα παιδιά συζητούσαν για τα χρήματα που μάζεψαν και για τα δώρα που πήραν . Η κυρά Χριστίνα πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα και ο κυρ Θωμάς αντλώντας μερίδιο απ τη χαρά των παιδιών, σιγομουρμούριζε ασυναίσθητα κάτω απ τα μουστάκια του τα κάλαντα. «Καλην ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας… σ΄ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει».
«Κι τ΄ χρόν κυρά!!!». Φώναξε, άθελά του, μ όλη του τη δύναμη ο κυρ Θωμάς και γέλασαν όλοι μαζί με την ψυχή τους…!
Πηγή: sta-fora