Η Μερόπη Τζούφη – βουλευτής Ιωαννίνων (ΣΥΡΙΖΑ) – τοποθετήθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, στα πλαίσια του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, με θέμα τη συζήτηση του σχετικού Πορίσματος της Επιτροπής και τον ορισμό χρονοδιαγράμματος για την υλοποίηση του.
Το εν λόγω Πόρισμα συντάχθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις των εκπαιδευτικών φορέων και εμπειρογνωμόνων, επιστημονικές εργασίες και εμπειρίες ευρωπαϊκών χωρών και εισηγείται ρυθμίσεις με σταδιακή εφαρμογή και ολοκλήρωση με ορίζοντα εξαετίας, ώστε να μην διαταράξει τη ζωή της εκπαιδευτικής κοινότητας και κυρίως των μαθητών.
Η βουλευτής Ιωαννίνων εστίασε την ομιλία της στην αγωγή υγείας στην εκπαίδευση και στην ειδική εκπαίδευση.
Πιο συγκεκριμένα, τόνισε την ανάγκη αναγνώρισης της αγωγής υγείας στην εκπαίδευση ως γνωστικού αντικειμένου, με τη δημιουργία προγραμμάτων που θα συμβάλλουν στην προαγωγή του συνόλου της υγείας, ιδιαίτερα στο δυσμενές περιβάλλον της κρίσης.
Επίσης αναφέρθηκε στη σημασία της πρόληψης στη Δημοτική και Μέση Εκπαίδευση, ώστε να αντιμετωπιστούν προβλήματα που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις, την αντικοινωνική συμπεριφορά, την παραβατικότητα, τις εξαρτήσεις, τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και την παχυσαρκία.
Σχετικά με το θέμα της ειδικής εκπαίδευσης και την άρση των αποκλεισμών και ανισοτήτων που υφίστανται τα παιδιά με αναπηρίες επισήμανε πως απαιτείται η εφαρμογή σχεδίων που έχουν αποφασιστεί στο παρελθόν αλλά δεν έχουν υλοποιηθεί, καθώς κρίσιμη είναι η υποστήριξη της με κατάλληλο εκπαιδευτικό προσωπικό, υλικά και εξοπλισμό. Επιπλέον, χρειάζεται να προχωρήσει η ένταξη στα σχολεία της Γενικής Εκπαίδευσης κάθε παιδιού που μπορεί να έχει κάποιο βαθμό αναπηρίας ή ιδιαιτερότητας (σωματική, διανοητική, ψυχολογική, κοινωνική), που αποτελεί εμπόδιο στη μάθηση και την προσαρμογή.
Τέλος υπογράμμισε πως πρέπει να αντιμετωπιστεί η σχολική διαρροή των παιδιών με αναπηρία, που αγγίζει το 40%, καθώς και πως πρέπει να δοθεί ξεχωριστή έμφαση στη θεσμοθέτηση και υλοποίηση προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης πριν το νηπιαγωγείο, ενδυνάμωσης των ΚΕΔΔΥ, καθώς και στη δημιουργία δομών αυτόνομης διαβίωσης μετά τη σχολική ζωή.