Γράφει ο Νίκος Βούστρος
Στη χώρα μας το 2016, μόλις 173 επιχειρήσεις κατάφεραν να ξεπεράσουν σε «τζίρο» τα 100 εκ. Ευρώ.
Και οι 173 μαζί, «τζιράρισαν» μέσα στο έτος 2016 ποσό 167 δισ. Ευρώ και κέρδισαν καθαρά (προ φόρων) 11,7 δισ. Ευρώ (περίπου 7%).
Κατάφεραν δε να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους από το προβληματικό 2015, κατά 5,8%.
Τη μερίδα του λέοντος στη σχετική λίστα καταλαμβάνουν οι εταιρείες διύλισης πετρελαίου, ενώ ακολουθούν τα χρυσωρυχεία των (πρώην) ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΠΑΠ). Στη συνέχεια στις κορυφαίες θέσεις βρίσκονται οι τράπεζες και ακολουθούν οι επιχειρήσεις τροφίμων.
Στο τέλος της λίστας εμφανίζονται και κάποιες επιχειρήσεις αγροτοδιατροφής, όπως η «δική μας» ΔΩΔΩΝΗ, η ΜΕΒΓΑΛ κ.α. οι οποίες με το ζόρι ξεπερνούν τα 100 εκ. τζίρο.
Από τη μελέτη των παραπάνω αποτελεσμάτων, προκύπτει σαφώς ο απόλυτος προσανατολισμός της οικονομίας στον τριτογενή τομέα (παροχή υπηρεσιών), ακριβώς όπως και στον υπόλοιπο προηγμένο κόσμο.
Επιβεβαιώνει (μεταξύ άλλων ευρημάτων) ότι όσοι μιλούν για χωράφια, καλλιέργειες και κτηνοτροφίες είναι …μακριά νυχτωμένοι!
Επίσης, προκύπτουν πολλά άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως:
– Οι ισχυροί έγιναν ισχυρότεροι, οι «μικροί» εξαφανίστηκαν.
– Η κρίση έχει εξαφανίσει πρώην ισχυρά επιχειρηματικά ονόματα, χωρίς όμως να αναδείξει νέα.
– Ελάχιστοι «μεσαίοι» ανεβαίνουν κλίμακα, οι πλειονότητα περιθωριοποιείται ή οδηγείται σε εξαφάνιση
– Παρά την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας οι τράπεζες συνεχίζουν να κερδοσκοπούν απροκάλυπτα
– Η ενεργειακή εξάρτηση της οικονομίας και των πολιτών είναι τεράστια – πηγή πιθανού μελλοντικού κινδύνου
– Αρκετές από τις επιχειρήσεις αυτές ανήκουν σε ξένα κεφάλαια ή αλλοδαπούς ιδιοκτήτες
– Υπάρχει υπερσυγκέντρωση σε ολίγους σε όλους τους τομείς (ολιγοπώλια), τα οποία αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, ενισχύονται κατά τη διάρκεια της κρίσης – πράγμα απολύτως προβληματικό για τους πολίτες από την άποψη του ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας.
– Υπάρχει τεράστιο έλλειμμα επιχειρήσεων τεχνολογίας ή πραγματικής καινοτομίας
Γενικότερα, η προσεκτική ανάλυση – ανάγνωση των πρωτογενών στοιχείων, δίνει – όπως πάντα – τις κατευθύνσεις της οικονομίας, αλλά και επιτρέπει αντικειμενική αντίληψη της πραγματικότητας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετική από όσα συνήθως «ακούγονται» δημόσια.
Ν.Β.
(πηγή δεδομένων: ICAP / Deloitte / ΓΕΜΗ, ανάλυση Ν. Βούστρος)