Η περίοδος της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν πάντοτε μια κατανυκτική περίοδος ψυχικής προετοιμασίας για την Ανάσταση του Κυρίου και τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Είναι όμως και μια περίοδος γεμάτη από προετοιμασίες και ιδιαίτερα έθιμα και παραδόσεις σε όλη της τη διάρκεια, που από παλαιά φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Σκοπός της ομάδας είναι να διασώσουμε αυτά που ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου.
Στα παλαιότερα χρόνια οι προετοιμασίες για το Πάσχα άρχιζαν μερικές μέρες πριν από την Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς οι νοικοκυρές ασβέστωναν τα σπίτια, και τις αυλές και στην πόλη κυριαρχούσε η μυρωδιά του ασβέστη. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι σημαίες παρέμεναν μεσίστιες και ανέβαιναν σε πλήρη έπαρση το βράδυ της Ανάστασης.
Το Σάββατο του Λαζάρου, παιδιά κρατώντας καλάθια στολισμένα με λουλούδια έβγαιναν να πούνε τον «Λάζαρο», περνώντας από σπίτι σε σπίτι όπου τους έδιναν χρήματα ή αυγά. Πολλές φορές κρατούσαν και ένα κουδούνι.
Τη Μ. Τετάρτη οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα πασχαλινά κουλούρια.
Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τα κόκκινα αυγά και πήγαιναν στο κοιμητήριο για τρισάγιο στους νεκρούς. Από την Μ. Πέμπτη και μέχρι το πρωί του Μ. Σαββάτου, η πλατεία που σχηματίζεται στην οδό Παναγή Τσαλδάρη (πλατειά Νέσσερη), γέμιζε από ζωντανά αρνιά, που οι κτηνοτρόφοι έφερναν για πώληση. Οι Πρεβεζάνοι διάλεγαν το αρνί τους εκεί και το έφερναν στις αυλές των σπιτιών τους, και έτσι παντού ακούγονταν βελάσματα.
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες ξενυχτούσαν στις εκκλησίες, στολίζοντας τους επιτάφιους, ενώ παράλληλα έψαλαν. Τα λουλούδια τα έπαιρναν από τους κήπους τους, αλλά και από αυτά που είχαν αφεθεί το πρωί στο κοιμητήριο. Αναφέρονται μάλιστα και «μάχες» για το ποιος θα κατάφερνε να πάρει τα λουλούδια. Κυρίαρχο διακοσμητικό αποτελούσαν οι πολύ μακριές γιρλάντες από λουλούδια πασχαλιάς και κουτσουπιάς, που περνούσαν ένα-ένα σε κλωστή.
Την Μεγάλη Παρασκευή σε κάποια σπίτια κρεμούσαν στις προσόψεις μαύρα πανιά ή κορδέλες, όπως και στις ημέρες πένθους της οικογένειας. Το πρωί της Μ. Παρασκευής, παιδιά που κρατούσαν ένα καλάθι σκεπασμένο με μαύρο πανί, τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι «τα Πάθη», ένα τραγούδι σαν μοιρολόι που ιστορεί τη σύλληψη και τη σταύρωση του Χριστού. Νωρίς το απόγευμα της Μ. Παρασκευής, τα παιδιά γυρίζανε όλες τις εκκλησίες της πόλης για να δούν τους επιταφίους που ήταν ήδη στολισμένοι, να προσκυνήσουνε και να περάσουν από κάτω τρεις φορές, για να λάβουν έτσι ευλογία. Το βράδυ γίνονταν η περιφορά του επιταφίου γύρω από την κάθε εκκλησία, με τους ενορίτες να ακολουθούν κρατώντας ειδικά φαναράκια ή κίτρινες λαμπάδες (πένθιμες), ψάλλοντας μαζί με τους ψαλτάδες το «Η ζωή εν τάφω», το «Άξιον εστί» και το «Αι γεννεαί πάσαι». Οι περιφορές γίνονταν με συνοδεία στρατιωτικής δύναμης, Οδηγών και των Προσκόπων. Η συγκέντρωση των επιταφίων στην παραλία καθιερώθηκε επί του Μητροπολίτη Στυλιανού.
Το πρωί του Μ. Σαββάτου, στην πρώτη χαρμόσυνη καμπάνα έσκαζε το μάσκουλο, δίνοντας το σύνθημα για να αρχίσει το σφάξιμο των αρνιών. Η κατασκευή αυτή , που λεγόταν και χαλκούνι, απαγορεύτηκε επί χούντας, γιατί θεωρήθηκε όπλο. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο αρχηγός των σφαγέων, πήγαινε νωρίς το πρωί στο τουρκικό διοικητήριο (σημερινά Δικαστήρια) για να οριστεί η τιμή, που θα έδιναν οι σφαγείς ως φόρο ανά σφάγιο στην οθωμανική διοίκηση. Όταν οριζόταν η τιμή, τότε έσκαζε και το μάσκουλο. Τα δέρματα των αρνιών ήταν η αμοιβή του σφάκτη που τα πουλούσε σε εμπόρους ή τα έδινε σε ένα από τα βυρσοδεψεία, που υπήρχαν απέναντι από τα σφαγεία.
Καθώς ο σφάκτης φυσούσε μεταξύ του δέρματος και του σώματος του αρνιού προκειμένου να αφαιρεθεί το δέρμα, πίστευαν πως αν μύριζαν τα χνώτα του άσχημα, θα περνούσε η μυρωδιά στο κρέας και δεν θα τρώγονταν, βάζοντας έτσι μια επιπλέον παράμετρο στην επιλογή του σφάκτη. Όταν κτυπούσαν οι καμπάνες για δεύτερη φορά, σημαίνοντας τη λεγόμενη Πρώτη Ανάσταση, πετούσαν και έσπαζαν γυάλινα και κεραμικά αντικείμενα, δηλαδή μπουκάλια ποτήρια κλπ. που είχαν συγκεντρώσει για αυτό τον σκοπό και λέγοντας την επωδό:
«Στη πομπή των Εβραίων
Στη γάνα των γαναναίων
Χριστός Αναστημένος
Και Γιούδας κρεμασμενος»
Στην αγορά, μετά την Πρώτη Ανάσταση, οι καταστηματάρχες έσπαζαν ένα αγγείο, πιάτο κ.λ.π μπροστά στο μαγαζί τους. Σταδιακά το σπάσιμο των αγγείων περιορίστηκε, με την μετατόπιση της Πρώτης Ανάστασης πολύ νωρίς το πρωί, στο Σεϊτάν Παζάρ, όπου κρατήθηκε από Πρεβεζάνους που δεν ήθελαν να χαθεί το έθιμο. Μετά την Ανάσταση στο προαύλιο της εκκλησίας ( κυρίως στον Αγιο Νικόλαο) έκαιγαν τον «Ιούδα», ένα ομοίωμα φτιαγμένο από άχυρα.
Την πρώτη μέρα της Ανάστασης συνήθιζαν να τρώνε σούπα από μοσχάρι και την δεύτερη έψηναν το αρνί. Πολλές οικογένειες, συνήθως παρέα με άλλες οικογένειες πήγαιναν να ψήσουν το αρνί στον ελαιώνα με την συνοδεία της σημαίας . Στη διάρκεια του ψησίματος η ουρά του αρνιού έστριβε προς τα έξω ή προς τα μέσα, δίνοντας αφορμή για υπονοούμενα και πειράγματα σε βάρος του νοικοκύρη. Την ώρα του φαγητού κάποιοι που «γνώριζαν», διάβαζαν στην ωμοπλάτη του αρνιού προβλέποντας τα μελλούμενα για την οικογένεια του νοικοκύρη.
Για σαράντα μέρες μετά το Πάσχα, όταν κάποιος πήγαινε επίσκεψη σε σπίτι, πάντα φεύγοντας του έδιναν ένα κόκκινο αυγό και ένα πασχαλινό κουλούρι.
Τα παραπάνω έθιμα και συνήθειες καταγράφηκαν από μνήμες και διηγήσεις συμπολιτών μας, τους οποίους ευχαριστούμε θερμά. Ιδιαίτερο ευχαριστώ οφείλουμε στους Μαρία Βέλλιου, Ελένη Ροντήρη, Αποστόλη Αντωνίου και Ελένη Μυζίκου.
Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Πάνου Θ. Μοροζίνη, «Νοσταλγίες σε ασπρόμαυρο φόντο»
Κείμενο: Αναστασία Κόρου, Ευάγγελος Α. Τσώλης (“Ομάδα για την Πρέβεζα”)