Γράφει ο Γιάννης Δεβελέγκας
Δεν ήταν τόσο ότι μας έκοβε η λόρδα, γιατί τα περισσότερα παιδιά είχαμε φάει λίγο νωρίτερα το σνακ της εποχής, δηλαδή μια φέτα μπαγιάτικο ψωμί πασπαλισμένη με ζάχαρη και νερό. Αλλά, να! Όταν έβγαιναν νωρίς το μεσημέρι από τον φούρνο, οι λαμαρίνες του στρατού με το κοτόπουλο και τις χοντροκομμένες πατάτες, μοσκοβολούσε ο τόπος από τα μυρωδικά και τα μπαχάρια και ήταν αδύνατον να αντισταθείς στον πειρασμό να αρπάξεις μία πατάτα στα «κλεφτά» μέσα από τη λαμαρίνα, να δοκιμάσεις!
Ο εμφύλιος και η ανώμαλη πολιτική κατάσταση που ακολούθησαν την γερμανο-ιταλο-βουλγαρική κατοχή, δεν άφηναν την Ελλάδα να ορθοποδήσει. Έτσι, και μεγάλο αριθμό στρατιωτών ήταν αναγκασμένη να διατηρεί η χώρα ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, και η ανέχεια εξακολουθούσε να μαστίζει τον πληθυσμό και κυρίως τα παιδιά που ήταν στην ανάπτυξη.
Έτσι λοιπόν, επειδή οι στρατιώτες στις Μονάδες ήταν πολλοί και δεν επαρκούσαν οι εγκαταστάσεις για να παρασκευαστεί το φαγητό, το ετοίμαζαν οι μάγειροι μέσα σε τεράστιες λαμαρίνες και το έστελναν να ψηθεί στους φούρνους της πόλης. Η μεταφορά, από και προς τους φούρνους, γινόταν ως εξής: Δημιουργούσαν οι στρατιώτες μια μεγάλη φάλαγγα εφ ενός ζυγού, ο ένας δηλαδή πίσω από τον άλλον. Μπροστά πήγαινε ο επικεφαλής που κρατούσε από το ένα χερούλι την πρώτη λαμαρίνα, ακολουθούσε πίσω ακριβώς ο δεύτερος που έπιανε με το ένα χέρι το πίσω μέρος της πρώτης λαμαρίνας και με το άλλο του χέρι τη δεύτερη λαμαρίνα, την οποία κρατούσε μαζί με τον τρίτο στρατιώτη που ακολουθούσε, κ.ο.κ.. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι τον τελευταίο στη σειρά, που φυσικά κρατούσε την τελευταία λαμαρίνα με το φαγητό.
Οι στρατιώτες που μετέφεραν τις λαμαρίνες στον φούρνο της δικής μας γειτονιάς, ήταν πάντοτε οι ίδιοι, ως την ημέρα που θα απολυόντουσαν ή θα τους δίνανε μετάθεση. Έτσι λοιπόν κι εμείς τους γνωρίζαμε καλά, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που τους είχαμε βγάλει και παρατσούκλια. Κι αυτοί με τη σειρά τους σαν ήθελαν να μας πειράξουν, μας φώναζαν με τα μικρά μας τα ονόματα!
– «Γιάννη, μη τρως πολλές πατάτες θα χοντρύνεις». «Γρηγόρη, τις μασάμε πρώτα κι ύστερα τις καταπίνουμε, πρόσεχε γιατί θα πνιγείς από τη λαιμαργία σου». «Ανθούλα, μία-μία τις βάζουμε στο στόμα, θα λερώσεις το …καλό σου το φουστάνι και θα σου τις βρέξει η μαμά όταν γυρίσεις σπίτι», και άλλα τέτοια περιπαικτικά.
Από την πλευρά μας τώρα, τα πιο χαρακτηριστικά παρατσούκλια που τους είχαμε βγάλει, ήταν του Λοχία επικεφαλής που τον λέγαμε «Αλέν Ντελόν», γιατί έφερνε λιγάκι στον πρωταγωνιστή του γαλλικού κινηματογράφου και είχε έκδηλη ωραιοπάθεια. Του δεύτερου στη σειρά που τον φωνάζαμε «Φρατζόλα», γιατί ήταν ευτραφής και είχε πάντα κρυμμένες μέσα στο φαρδύ χιτώνιό του δυο φρατζόλες ζεστό ψωμί, που …διαπραγματεύονταν νωρίτερα με τη φουρνάρισσα. Και του τελευταίου στη σειρά, που δεν τον χώνευε κανένα από τα παιδιά και τον αποκαλούσαμε απαξιωτικά «Φαντάρο», γιατί, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν μας άφηνε ποτέ να βάλουμε χέρι στη λαμαρίνα που κρατούσε. Αυτή ήταν και η αιτία που όταν έφτανε μπροστά μας, τον υποδεχόμασταν όλοι οι πιτσιρίκοι ρυθμικά, με το γνωστό την εποχή εκείνη στιχάκι: «Φαντάρος περνάει, αρβύλα βρομάει, κάλτσα μυρίζει, κώλος σφυρίζει…», κι ύστερα το βάζαμε στα πόδια χασκογελώντας, τάχα για να μη μας βάλει στο κατόπι και μας τσακώσει… Αυτός, απεναντίας, χαμογελούσε πάντα ευγενικά με κατανόηση και δεν μας έλεγε κουβέντα!
Αυτή η δουλειά συνεχιζόταν για μήνες, ώσπου μια μέρα αλλάξανε ξαφνικά όλοι οι στρατιώτες και εμφανίστηκαν καινούρια πρόσωπα που δεν τα ξέραμε. Αυτό είναι αλήθεια πως μας στοίχισε αρκετά, γιατί τους παλιούς τους είχαμε συνηθίσει. Τις πρώτες μέρες μάλιστα, κανείς από την παρέα δεν αποπειράθηκε να πλησιάσει τις φορτωμένες λαμαρίνες! Ίσως και να φοβόμασταν λιγάκι, γιατί δεν ξέραμε πως θα αντιδράσουν οι καινούργιοι.
Σε μια από τις επόμενες μέρες, εκεί που καταστρνώναμε τα νέα σχέδια επιθέσεως και τις παράτολμες καταδρομικές επιδρομές προς τις φάλαγγες των …λιχουδιών, εμφανίστηκε από τη στροφή του δρόμου ο «Φαντάρος», αυτή τη φορά με τα πολιτικά του ρούχα, να κρατάει μια μεγάλη αγκαλιά ζαχαρωτά και καραμέλες.
– Παιδιά επιτέλους απολύθηκα, μας είπε, και γελάγανε από χαρά και τα μουστάκια του! Και άρχισε να μας μοιράζει καραμέλες τσίχλες κι άλλα τέτοια καλούδια, που σπάνια τα έβρισκε κανείς στη φτωχογειτονιά μας!
Κάθισε έπειτα μαζί μας και κουβεντιάσαμε για ώρα. Τον λέγανε Λευτέρη. Μας είπε πολλά προτού μας αποχαιρετήσει για την ιδιαίτερη πατρίδα και το σπίτι του. Εκείνο όμως που μας έκανε περισσότερο εντύπωση, ήταν όταν μας ομολόγησε τον λόγο που δεν μας άφηνε να πάρουμε πατάτες από τη λαμαρίνα!
Δεν ήταν πως δεν μας αγαπούσε, όπως είπε, αλλά γιατί δεν ήθελε να μάθουμε να αρπάζουμε από αυτά που δεν μας ανήκαν, να κλέβουμε με αυτόν τον τρόπο την Πατρίδα. Ούτε αυτός είχε δικαίωμα να μας χαρίζει πράγματα που δεν ήτανε δικά του. Και αν εμείς χειροκροτούσαμε τους άλλους κι αυτόν τον κοροϊδεύαμε, καμία δεν μας κράταγε κακία. Όσο για τον Αλέν Ντελόν και τον Φρατζόλα, μας άφησε να εννοήσουμε πως μπορεί αυτοί να μας παρότρυναν να παίρνουμε μεζεδάκια από τις λαμαρίνες, τάχα γιατί νοιαζόντουσαν για μας, αλλά κατά βάθος ήθελαν να θολώσουν τα νερά, γιατί είχαν κατά νου να βάλουνε το δάχτυλο στο …μέλι! Και πως οι υπόλοιποι στρατιώτες, απλά αδιαφορούσαν.
Όταν στο τέλος τον ρωτήσαμε τι απέγιναν αυτοί, δηλαδή ο Αλέν και ο Φρατζόλας, αυτός δεν μας απάντησε και έκανε να φύγει χαμογελώντας ευχαριστημένος. Εμείς τον αποχαιρετήσαμε με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, περισσότερο για τα γλυκά που μας προσέφερε και λιγότερο γιατί καταλάβαμε το νόημα των όσων είπε!
Όπως μάθαμε αργότερα από τους νέους στρατιώτες, τον μεν ωραιοπαθή Αλέν τον πιάσανε στα πράσα να κλέβει τις προμήθειες του στρατού και τον έχωσαν στη φυλακή για κάποια χρόνια, τον δε Φρατζόλα, που έκανε κακή διαχείριση και σπατάλες στο συσσίτιο, τον έβαλαν για τιμωρία να καθαρίζει τις …Καλλιόπες, μέχρι που απολύθηκε!!!