Του Δημήτρη Τζιάλλα*
Σαράντα χρόνια από την μεταπολίτευση και κοντά 2 αιώνες από την ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους, η αναζήτηση μιας θέσης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και η πολιτική διέξοδος από μια κρίση με πολλά ονόματα και αιτίες (ανάλογα την γωνία πολιτικής θέασης του καθενός), φαντάζει μετέωρη και ομιχλώδης για τη χώρα μας παρά τις κατά καιρούς λιακάδες ή μπόρες.
Η περίοδος της μεταπολίτευσης έλυσε είναι αλήθεια πολλά ζητήματα που είχαν τεθεί ως διακύβευμα από την δεκαετία του ’80. Ζητήματα που είχαν να κάνουν με την ελευθερία των ιδεών, το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου ζωής και της εμπέδωσης ενός κλίματος αισιοδοξίας στην Ελληνική κοινωνία, «ότι δεν μπορεί παρά τα πράγματα από εδώ και πέρα θα πάνε καλύτερα».
Άνοιξε όμως και άλλα ζητήματα που είχαν να κάνουν με στρατηγικές επιλογές του πολιτικού κατεστημένου της χώρας (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) σε ταύτιση με τις στοχεύσεις και τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης (τραπεζίτες, εφοπλιστές, μεγαλοκατασκευαστές, βιομηχανικό κεφάλαιο). Επιλογές που αφορούσαν την πορεία της χώρας στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ζητήματα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ηθικά, θεσμικά και μη, τη γενικευμένη διαφθορά και τα συναφή που χαρακτήρισαν την περίοδο αυτή. Επιλογές που δυστυχώς πληρώνουμε σήμερα και συμφωνήσαμε όλοι μας να την ονομάσουμε «κρίση».
Ας δούμε όμως τι συνιστά ο όρος “κρίση”: Ο όρος “κρίση” (από το ρήμα κρίνω) έχει ως αφετηρία του την έννοια του διακρίνειν, τη δύναμη ή την ικανότητα να βλέπει κανείς καλώς, να διαχωρίζει το ένα πράγμα από το άλλο, να το χωρίζει στα στοιχειώδη του μέρη. Παράλληλα έχει την έννοια του σχηματίζω γνώμη, εκφέρω γνώμη, ή αποφαίνομαι περί τινός (δικάζω).
Εννοιολογικές ερμηνείες και αποδώσεις υπάρχουν πολλές: «η ώρα της Κρίσεως», «οι κρίσεις στο στράτευμα», «κρίση άσθματος» όταν αποδίδουμε οξέα συμπτώματα υγείας, η οικονομική κρίση και οι συναφείς (π.χ. ενεργειακή κρίση), αλλά και οι άλλες μεταφορικές χρήσεις της λέξης, όπως η κρίση συνείδησης, η κρίση ταυτότητας, κρίση συστήματος κ.ο.κ.. Τις παραπάνω υποθέσεις μπορούμε να τις κατηγοριοποιήσουμε σε 3 μεγάλες κατηγορίες:
Α) Την κρίση ως νοητικό εργαλείο για να μπορούμε να αποφανθούμε περί «τινός» [που συστατικό της είναι η γνώση και όχι απαραίτητα η γνώμη]
Β) την κρίση ως κακής τροπής των πραγμάτων, η οποία εισάγεται στη σύγχρονη σκέψη τον 19ο αιώνα από το χώρο της οικονομίας και
Γ) την κρίση ως το όριο εκείνο (.. ή την αναγκαία συνθήκη) που πρέπει να ξεπεραστεί προκειμένου να επέλθει η ισορροπία ενός συστήματος σε μια νέα τάξη ή επίπεδο – δάνειο από τις φυσικές επιστήμες και την θεωρία του χάους.
Εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι η θέση του «Έλληνα» μέσα στο κοινωνικό σύστημα, η αντιληπτική ικανότητα του σε συνδυασμό με τη γνώση αποτελούν την αναγκαία εκείνη συνθήκη (όχι όμως και ικανή) για το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης. Στοιχείο απαραίτητο για να ξεπεραστεί η κρίση αποτελεί και η πολιτική ή κοινωνική δράση του καθένα σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο (πολιτική-συνδικαλιστική δράση κλπ).
Θα πρέπει επομένως να έχει κάτι να πει, ή κάτι να πράξει…!!! Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Πως απαιτείς από κάποιον να πει κάτι, όταν τον έμαθες να ζει σε μια «Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία» όπου κάποιος άλλος είχε πάντα τις λύσεις για αυτόν, είτε αυτός ήταν ο πολιτικός, είτε ο συνδικαλιστής. Πως απαιτείς από κάποιον «γνώση» προκειμένου να εκφέρει «γνώμη», όταν ισοπέδωσες την παιδεία και την αντικατέστησες με την «εκπαίδευση», όταν του έμαθες όλα όσα θα έπρεπε να μάθει και που θα πρέπει τώρα να ξεμάθει για να τα ξαναμάθει από την αρχή. Είναι όμως τόσο εύκολο να μάθει κανείς..? Κι αν όχι, για ποιό λόγο δεν μαθαίνουμε (ακόμη);
– Δεν μαθαίνουμε από τον εγωισμό και από την εντύπωση ότι τα ξέρουμε όλα. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του νεοέλληνα μέχρι σήμερα.
– Δεν μαθαίνουμε γιατί θα πρέπει να ξεμάθουμε και αυτό δεν το θέλουμε ή δεν ξέρουμε πως.
– Δεν μαθαίνουμε γιατί προτιμούμε τη δράση και όχι την σκέψη. Οι εμπειρίες μας δεν μας διδάσκουν, ξανακάνουμε τα ίδια λάθη στη λογική Ζάππειο 100
– Δεν μαθαίνουμε γιατί φοβόμαστε την αλλαγή, ή οποία προϋποθέτει κάποιο ρίσκο. Δύσκολα εμπιστεύεσαι ξανά έναν πολιτικό. Δύσκολα οραματίζεσαι.
– Δεν μαθαίνουμε γιατί ακόμη και τούτη την ώρα προτιμούμε να περιμένουμε απαντήσεις και έτοιμες λύσεις. Να…, όπου να’ ναι βγαίνουμε από το μνημόνιο.., ή δεν θα πάρουμε άλλα μέτρα.., ή έρχεται η ανάπτυξη.
– Τέλος και το σπουδαιότερο, δεν μαθαίνουμε γιατί έχουμε παγιώσει τις αντιλήψεις μας για τον κόσμο. Απόλυτες αλήθειες, δόγματα, στερεότυπα, γνώση της πεπατημένης έχουν παγιωθεί στο μυαλό μας και καθορίζουν το πώς σκεφτόμαστε, αποφασίζουμε και συμπεριφερόμαστε.
Κάθε άνθρωπος “τακτοποιεί” μέσα στο μυαλό του τις καταστάσεις που ζει και τα πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά γύρω του. Προκειμένου να αποκτήσουν νόημα για τον ίδιο και να μπορεί να εκτιμά τη σημασία τους, προσπαθεί να τα ερμηνεύσει με αυτό που ήδη γνωρίζει. Με το δικό του «μοτίβο», με την δική του «αληθινή» αλήθεια. Αυτή η διαδικασία είναι μη-συνειδητή και επαναλαμβάνεται κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Έτσι, με τον καιρό δημιουργείται μια εσωτερική αφήγηση, που έχει πρωταγωνιστές (καλούς και κακούς), σκοπό, πλοκή και τελικό αποτέλεσμα (ευτυχές ή μη). Είναι η δική μας ιστορία, η δική μας εκδοχή, για το “πώς έχουν τα πράγματα” και “πώς θα έπρεπε να είναι”. Είναι το σύστημα αντιλήψεων που έχουμε. (Μηχιώτης Στ.)
Το στερεότυπο λοιπόν, που ακολουθεί δυστυχώς την πολιτική μας σκέψη ακόμη και τώρα και δεν της επιτρέπει την απελευθέρωση από την συνήθεια του χτες. Δεν αφήνει κανένα χώρο, πνίγει το καινούργιο και το βρίσκεις παντού στην πολιτική. Στερεότυπες αλήθειες θα βρει κάποιος όχι μόνο στο ΚΚΕ, άλλα και σε όλο το φάσμα του πολιτικού τόξου στη χώρα μας.
“… τι ω κάκιστοι, θαυμάζετε; Η ου κρείττον τούτο ποιείν ή μεθ’ υμών πολιτεύεσθαι;” ήταν η απάντηση του αυτοεξόριστου στην Έφεσο Ηράκλειτου, όπου στον ναό της Αρτέμιδας “..μετα των παίδων ηστραγάλιζεν”. Όταν τον πλησίασαν για να μάθουν για ποιο λόγο παίζει με τους νέους, απάντησε ότι μέσα από το παιχνίδι αρχίζει η αναζήτηση του Νέου. Πως? Με την άρνηση κάθε άλλου ξεπερασμένου παιχνιδιού (Ξένον) και την υποδοχή του νέου που φτάνει διαρκώς μέσα από την πρωτογενή σκέψη (τα παιδιά), ως σύμβολο της διαρκούς ανανέωσης του κόσμου.
Για να δεχτείς το «Νέο» θα πρέπει να κατανοήσεις το «Ξένον». Το «ξένον» ή άγνωστο σημαίνει «όχι- ακόμη γνωστό». Σημαίνει ότι η πολιτική σκέψη πρέπει να αρχίσει τη διαδικασία της περιέργειας, των ερωτήσεων, της κατανόησης, της αποδοχής και άλλων αληθειών πέρα από τη δική σου. Και εδώ τα πολιτικά στερεότυπα αποτελούν τροχοπέδη.
Η διαδικασία της πολιτικής σκέψης αρχίζει μέσα στην καθημερινότητα. Όταν η καθημερινότητα εκλαμβάνεται ως «γενίκευση» αποτελεί φραγμό στη σκέψη. Το εφήμερο, το καθημερινό, το συνηθισμένο δεν είναι η ουσία της πραγματικότητας. Αποτελεί τη φανερή του όψη. Στην άλλη όψη υπάρχει αυτό που περιμένει να εκδηλωθεί. Ο παράξενος ελκυστής, αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους φυσικής, που θα τραβήξει το κοινωνικό σύστημα σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας.
Αυτό που ο πολιτικός θα πρέπει να αισθανθεί αποβάλλοντας τις στερεότυπες πρακτικές και αυταπάτες. Ποιες είναι αυτές?
1. Η αυταπάτη της κατανόησης. Όλοι νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε έναν κόσμο που είναι πιο πολύπλοκος από όσο συνειδητοποιούμε.
2. Η αυταπάτη της αξιολόγησης. Αξιολογούμε τα πράγματα εκ των υστέρων και όχι στην εμπειρική πραγματικότητα.
3. Η αυταπάτη της σιγουριάς. Υπάγουμε την πραγματικότητα σε ξεκάθαρα εκ των προτέρων σχήματα (μοτίβα)και την ερμηνεύουμε έτσι.
Φτάνουμε έτσι λοιπόν σε γενικά πολιτικά συμπεράσματα ερμηνεύοντας λογικές επιμέρους περιπτώσεις. Σε κάθε είδος γνώσης που κερδίζεται από την παρατήρηση υπάρχουν και οι αντίστοιχες παγίδες. Η μια και μόνη αιτία της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε το μέλλον είναι η απλοϊκή παρατήρηση του παρελθόντος ως οριστικού, ή αντιπροσωπευτικού του μέλλοντος.
Να λοιπόν γιατί είναι δύσκολο το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης που είναι και πολιτική. Γιατί σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευση γιγαντώθηκαν αντιλήψεις και στερεότυπα που είδαμε ότι λειτούργησαν. Γιατί κάθε πολιτικός χώρος ερμήνευσε με την δική του αλήθεια την πολιτική κατάσταση και τα δικά του στερεότυπα. Γιατί 5 χρόνια που διαρκεί η ανθρωπιστική κρίση παλεύουμε να την ξεπεράσουμε με τα ίδια εργαλεία. Γιατί δεν αφήνουμε χώρο σε κάτι καινούργιο που θα έρθει, έστω κι αν δεν έχει απαντήσεις σε όλα, έστω κι αν οι συνιστώσες του είναι πολλές και διαφορετικές. Ένας χώρος όμως που αμφισβητεί τον παλιό τρόπο πολιτικής ανάγνωσης του παρελθόντος. «…Κανένα σύστημα δεν μπορεί να παραγάγει οτιδήποτε καινούριο, αν το σύστημα δεν περιέχει κάποια πηγή τυχαιότητας. Θεωρούμενο ως σύστημα, ένας οργανισμός διαθέτει μια πληθώρα πηγών τυχαιότητας, άρα και μια πληθώρα πηγών δημιουργικότητας (G. NicolisκαιI. Prigogine, 1989)
Ένα κοινωνικό σύστημα επομένως σε κατάσταση κρίσης, όπως το δικό μας που αναζητά την νέα του ισορροπία δεν έχει και πολλές επιλογές. Δεν είναι η πιστή εφαρμογή του μνημονίου που θα μας βγάλει από την κρίση. Δεν είναι όσα ξέραμε μέχρι τώρα. Είναι όλα τα άλλα. Απαιτείται ικανότητα αντίληψης των πολιτικών μοτίβων (patterns) που κυριάρχησαν και ξεπέρασμά τους. Ικανότητα, αντίληψης στα πλέγματα των αλληλοτροφοδοτούμενων σχέσεων και βρόγχων ανάδρασης αντί να ψάχνουμε για τα μεμονωμένα αίτια. Απαιτείται επίγνωση της αναπόφευκτα επιμέρους οπτικής γωνίας υπό την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα και κατανόηση της οπτικής γωνίας των άλλων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο πολιτικός εκείνος χώρος που είναι γέννημα ταυτόχρονα της δημιουργικότητας, αλλά και της τυχαιότητας και αυτό δεν είναι κακό. Είναι ο χώρος που δεν υπάρχει καμία απόλυτη αλήθεια και αυτό είναι μαγικό. Είναι ο χώρος που γεννά «παράξενους ελκυστές» και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Είναι ο χώρος που έμαθε να αμφισβητεί και να συνδιαμορφώνει και αυτό είναι αναγκαίο. Είναι ο χώρος που δεν έχει στερεότυπα στην πολιτική του ερμηνεία και δράση και αυτή είναι η δύναμή του. Είναι ο χώρος που η μοναδική σταθερή αρχή με την οποία πορεύεται είναι μια κοινωνία δίκαιη, στήριγμα για τους αδύναμους και τους ανήμπορους και ελπίδα για τους νέους.
*Ο Δημήτρης Τζιάλλας είναι νοσηλευτής, μέλος Δ.Σ. συλλόγου εργαζομένων του ΠΓΝΙ, μέλος της περιφερειακής παράταξης «Ήπειρος Ανατροπής» και μέλος επιτροπής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ιωαννίνων.