Γράφει ο Καλλίνικος Κ. Νικολακόπουλος*
[email protected]
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις, από την εποχή των μνημονίων και μετά, προσέφυγαν σε απανωτές αυξήσεις φορολογίας στον καπνό και το αλκοόλ, αυξάνοντας υπέρμετρα τις τιμές των αντίστοιχων προϊόντων, ενώ και η τωρινή κυβέρνηση, παρά τις αντίθετες προεκλογικές διακηρύξεις της, ήδη νομοθέτησε και θα πράξει το ίδιο. Οι φόροι κατανάλωσης που επιβάλλονται σε καπνό-τσιγάρα και αλκοολούχα ποτά, είναι δύο περιπτώσεις κρατικής παρέμβασης στην υγεία. Οι λεγόμενοι φόροι ‘αμαρτίας’, όπως αποκαλούνται διεθνώς, επιβάλλονται στα αγαθά, όπως καπνός και αλκοόλ, που είναι αντικείμενα ευρείας αποδοκιμασίας. Τέτοιοι φόροι, είναι συχνά επιτρεπτοί επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι (συμπεριλαμβάνονται αρκετοί καπνιστών και μετριοπαθείς πότες), αισθάνονται ότι υπάρχει κάτι αμυδρά ανήθικο στην κατανάλωση καπνού και αλκοόλ. Σκέφτονται ότι αυτοί οι φόροι ‘αμαρτίας’, ‘χτυπάνε με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια’: η πολιτεία αποκτά περισσότερα έσοδα και οι ‘κακές συνήθειες’ γίνονται ακριβότερες. Οι φόροι ‘αμαρτίας’ δεν είναι ένας τεχνικός όρος στα οικονομικά, αλλά μια μορφή φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται σε μερικά αγαθά. Διαφέρουν από ένα γενικό φόρο επί των πωλήσεων (π.χ. Φ.Π.Α.), που επιβάλλεται στο σύνολο των αγαθών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και επιβάλλονται επιπρόσθετα ενός φόρου επί των πωλήσεων.
Η μακροπρόθεσμη συνέπεια ενός φόρου κατανάλωσης, είναι μία μείωση στην προσφορά του αγαθού όπου επιβλήθηκε ο φόρος, οδηγώντας σε μια αύξηση της τιμής που οι καταναλωτές πρέπει να πληρώσουν. Αν αυτοί που τοποθετούν για αγορά το προϊόν, συνεχίσουν να το παράγουν στην ίδια ποσότητα δεν θα μπορούν να αυξήσουν την τιμή του. Αν οι καταναλωτές, εξακολουθούσαν να είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την πραγματική τιμή του αγαθού συν τον φόρο, οι παραγωγοί θα μπορούσαν επιτυχώς να χρεώσουν αυτό το ποσό, χωρίς τον συνυπολογισμό του φόρου, χρεώνοντας λιγότερο από αυτό που η διακίνηση του αγαθού θα επέτρεπε. Έτσι, αν συνεχίσουν να πουλούν την ίδια ποσότητα προϊόντος στην αγορά, με τον πρόσφατα επιβληθέντα φόρο, δεν θα μπορούν να πάρουν περισσότερα από ότι θα έπαιρναν με την παλιά τιμή. Από τη στιγμή που αυτή η τιμή δεν θα τους αποζημιώνει για τα νέα υψηλότερα κόστη, ορισμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να μειώσουν την προσφορά των προϊόντων. Η έξοδος των οριακών επιχειρήσεων από την παραγωγή των προϊόντων, ως αποτέλεσμα των υψηλότερων φόρων, συμβάλλει στην μείωση της προσφοράς γιατί οι παραγωγοί δεν ελέγχουν άμεσα τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους.
Μόνο η μεταβολή της προσφοράς ή της ζήτησης, θα τους επιτρέψει να τροποποιήσουν την τιμή. Η αύξηση της ζήτησης πρακτικά αποκλείεται, ως μέσο για να αντισταθμίσουν τα υψηλότερα κόστη παραγωγής. Αν ο χειρισμός της ζήτησης ήταν δυνατός, θα είχαν πράξει έτσι πριν την αύξηση στα κόστη παραγωγής. Αυτό που αλλάζει την τιμή είναι η ελάττωση στην προσφορά του αγαθού και συνεπώς, η μείωση στην προσφορά σημαίνει ότι λιγότερο εμπόρευμα θα καταναλωθεί. Το πώς θα σκεφθούμε για τους φόρους κατανάλωσης εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το πώς σκεφτόμαστε για τους φόρους γενικά. Ο γενικός σκοπός τους είναι η αύξηση των εσόδων και η χρηματοδότηση των κυβερνητικών δαπανών, ειδικά στον τομέα της υγείας. Αν η κυβέρνηση έπαιρνε τα χρήματα και τα κατέστρεφε, θα υπήρχε μείωση στην προσφορά χρήματος. Τα απομένοντα χρήματα θα ήταν αρκετά για να αγοράσουν την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών, λόγω της επακόλουθης μείωσης των τιμών. Αυτό που ενδιαφέρει, επομένως, είναι οι συνέπειες της κυβερνητικής απόφασης σε πραγματικούς όρους: τα αγαθά και οι υπηρεσίες που δεν θα είναι πλέον διαθέσιμα και η επακόλουθη αύξηση των τιμών.
Ακόμη κι άνθρωποι που δεν πληρώνουν φόρους (άμεση φορολογία), πληρώνουν για αυτά τα αγαθά, με την μορφή των υψηλότερων τιμών, γιατί πραγματικά τα επιθυμούν. Οι άνθρωποι, μερικές φορές, είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν φόρους κατανάλωσης σε ‘αμαρτωλά’ προϊόντα, όπως καπνός και αλκοόλ, από ένα αίσθημα νόμιμης τιμωρίας για τέτοιες απολαύσεις.
Ο εμφανής σκοπός τέτοιων φόρων, είναι η αποθάρρυνση χρήσης του προϊόντος και η μείωση της ποσότητας κατανάλωσής του. Μια τέτοια πατερναλιστική δράση, εκ μέρους της κυβέρνησης, ωθεί αρκετούς να αναρωτηθούν, τι κάνει τους πολιτικούς καλύτερους δικαστές για το τι είναι καλό για μας και επομένως αν θα έχουμε εμπιστοσύνη στη δική μας ή τη δική τους κρίση. Οι φόροι ‘αμαρτίας’ βρίσκουν υποστηρικτές, γιατί υποτίθεται ότι αυξάνουν τα έσοδα και αποθαρρύνουν τη χρήση των ‘αμαρτωλών’ προϊόντων. Η επιβολή σε πολλές χώρες φορολογίας καπνού, έχει αποδειχθεί ότι σώζει ζωές και αυξάνει τα έσοδα. Οι φόροι ‘αμαρτίας’ όμως, δεν αυξάνουν τα έσοδα, εκτός αν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το προϊόν, και δεν σώζουν ζωές, εκτός αν οι άνθρωποι αποφεύγουν τη χρήση του προϊόντος.
Το σύστημα υγείας πρέπει να χρηματοδοτείται από τα γενικά έσοδα, που αποκτώνται από το φορολογικό σύστημα, όπως συμβαίνει σε χώρες με εθνικό σύστημα υγείας. Μια συνολική ή μερική αντικατάσταση της χρηματοδότησης από έναν υποθετικό φόρο κατανάλωσης σε καπνό και αλκοόλ, οδηγεί σε πλήρη διαστρέβλωση της αιτιολόγησης της γενικής άμεσης φορολογίας, που είναι η προοδευτική αναλογικότητα της επιβολής της και ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας της, υπέρ των κοινωνικών δαπανών και επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου.
* Ο Καλλίνικος Νικολακόπουλος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, με μεταπτυχιακά στη διοίκηση επιχειρήσεων – τραπεζική / χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακό στη διοίκηση μονάδων υγείας και μεταπτυχιακό στα πληροφοριακά συστήματα. Website: kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com