Γράφει η ζωγράφος Μένη Καρανίκα
Κλασσική τέχνη.
Δημιουργήματα που τα χαρακτηρίζει η τελειότητα. Έργα που σφράγισαν τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και που τον μιμήθηκαν αργότερα οι Ρωμαίοι.
Στον κλασικισμό έχουμε επίσης την μίμηση που υιοθετήθηκε αργότερα από τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης.
Οι αρχαίοι Έλληνες οπλισμένοι με έμπνευση και δυνατή καλλιτεχνική δημιουργία, έδωσαν ψυχή και πνοή στα ψυχρά μάρμαρα και όχι μόνο.
Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλους καλλιτέχνες και σήμερα, αρκεί το κράτος να τους δώσει τις ανάλογες προϋποθέσεις.
Υπάρχουν και καλλιτέχνες υπέροχοι που δεν θα έχουν ποτέ την τύχη, να τους γνωρίσουμε. Άνθρωποι ταλαντούχοι αυτοδίδακτοι ή που μαθήτευσαν κοντά σε μεγάλους δασκάλους στα εργαστήρια τους.
Είναι οι καλλιτέχνες που το σύστημα τους αγνόησε, όμως εκείνοι με αγάπη και μεράκι βάζουν το λιθαράκι τους, χτίζοντας στη σύγχρονη Ελληνική τέχνη για τη διαιώνιση του Ελληνικού πολιτισμού.
Υπάρχουν βέβαια και πολλοί ύποπτα αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες, των οποίων το σύστημα τους δέχεται στο χρηματιστήριο της τέχνης.
Τους βαπτίζουν καλλιτέχνες ειδικοί μάνατζερ. Υπογράφουν μακροχρόνια συμβόλαια με οικονομικές απολαβές πίνας. Ανεβάζουν το κασέ τους και πλουτίζουν οι ειδικοί. Μετά από χρόνια, με την λήξη του συμβολαίου τους, ανήκουν πλέων στο χώρο των υψηλών του πνεύματος και της τέχνης.
Θα σας μεταφέρω τα λόγια του κυρίου Μάνου Στεφανίδη ιστορικού τέχνης, ο οποίος διετέλεσε επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης στη θέση που κατέχει σήμερα η Κα Πλάκα.
(Απόσπασμα από την τότε εφημερίδα Απογευματινή)
Αναφέρεται:
“Οι ασχολούμενοι αληθινά με την τέχνη στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι. Ενώ αυτοί που γνωρίζουν τα καλλιτεχνικά προβλήματα ακόμα πιο λίγοι. Αντίθετα οι εμπλεκόμενοι στα παιχνίδια του χρηματιστηρίου της τέχνης, ήδη συγκροτούν ολόκληρη κοινωνική τάξη, με ότι μπορεί αυτό να σημαίνει”.
Συνεχίζοντας ο Κος Μάνος Στεφανίδης, έγραφε:
“Με αηδιάζει η όποια ταύτιση της τέχνης με τους μηχανισμούς της αγοράς”.
Το εμπόριο είναι σκληρό. Ένας αριθμός εμπόρων που ασχολούνται με έργα τέχνης, λόγο έλλειψης καλλιτεχνικής παιδείας, εκμεταλλεύονται τους πολίτες. Οι πολίτες όμως είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά στην αδιαφορία της πολιτείας.
Ας περάσουμε για παράδειγμα στο χώρο του καλλιτεχνικού κοσμήματος.
Οι καλλιτέχνες με αγάπη και μεράκι δημιουργούν αριστουργήματα κι ο ένας ανταγωνίζεται τον άλλο για το καλύτερο.
Παρά την κρίση, βελτιώνουν την ποιότητα και προσφέρουν χαμηλές τιμές σε πείσμα των δύσκολων εποχών. Εδώ έχουμε ευγενή άμιλλα.
Οι έμποροι σε αθέμιτο ανταγωνισμό, με απομίμηση προϊόντων τέχνης, χαμηλώνουν το κόστος και την ποιότητα, ανταγωνίζονται τους πραγματικούς δημιουργούς και προσπαθούν να τους εκτοπίσουν, με αρνητικό αποτέλεσμα στην οικονομία αφού κλείνουν μαγαζιά και εργαστήρια που είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, μένοντας άνεργοι εκατοντάδες πολίτες.
Βέβαια το αποτέλεσμα αυτών των επιχειρηματιών δεν είναι και ευοίωνο.
Η αγορά δεν είναι τόσο μεγάλη. Ο καταναλωτής που θα εξαπατηθεί του γυρίζει την πλάτη.
Οι επιχειρηματίες έχοντας κάνει μεγάλα ξανοίγματα στην αγορά, έχουν ως αποτέλεσμα μετά από λίγο καιρό την πτώση της επιχείρησης τους. Είναι αυτό που λένε: Ότι ανεβαίνει, κατεβαίνει”.
Ο πνευματικός όμως κι έντιμος δημιουργός, κάποια στιγμή θα είναι και πάλι στις επάλξεις.