Από φέτος (1/1/2015) εφαρμόζεται πιλοτικά σε επιλεγμένα νοσοκομεία της χώρας – του ΠΓΝΙ συμπεριλαμβανομένου, το νέο σύστημα αμοιβής νοσοκομείων (ΣΑΝ) με στόχο την πλήρη εφαρμογή του από το 2017. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τα του χώρου της υγείας το ΣΑΝ είναι η αντιγραφή του Γερμανικού συστήματος κοστολόγησης και κατανομής αμοιβών μεταξύ των νοσοκομείων και βασίζεται στην μέθοδο των ομοειδών διαγνωστικών κατηγοριών (DRGs). Σε αυτήν προβλέπεται να συμπεριληφθεί και η αμοιβή των εργαζομένων. Για την υποστήριξη αυτού του συστήματος αμοιβής έχει συσταθεί η Ε.Σ.Α.Ν. ΑΕ, όπου θα συμμετέχουν ιδιώτες και θα έχει την ευθύνη να κατευθύνει τις δαπάνες υγείας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια έξω από τις ανάγκες του κόσμου χωρίς την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Η λειτουργία της Ε.Σ.Α.Ν. ΑΕ στόχο έχει την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την εξυπηρέτηση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων που επιχειρούν να αυξήσουν το μερίδιο τους από τις κρατικές δαπάνες υγείας μιας και το Υπουργείο Υγείας θα περιορίζεται μόνο στο ρόλο του ρυθμιστή. Η υγεία λοιπόν, έξω από τις επιταγές του συντάγματος παύει να είναι κοινωνικό αγαθό και γίνεται εμπόρευμα έρμαιο στον ανταγωνισμό της αγοράς. Ο ασθενής θα είναι αναγκασμένος να αναζητά τι θα είναι αυτό που θα τον καλύπτει και θα πληρώνει την διαφορά που θα προκύπτει από τις υπηρεσίες που θα λαμβάνει. Αυτό είναι το μοντέλο που έχει επιλεγεί με βάση της πολιτικές προτεραιότητες της υπάρχουσας κυβέρνησης…
Στον αντίποδα των πολιτικών αυτών που ξηλώνει το δημόσιο σύστημα υγείας και εμπορευματοποιεί το αγαθό της υγείας, η χώρα χρειάζεται ένα νέο δημόσιο σύστημα υγείας που θα βασίζεται στην αναδιοργάνωση των δομών του με όρους λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας, στην ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, στην καθολικότητα των υπηρεσιών του σε όλους τους πολίτες δωρεάν και με ποιότητα. Ο χώρος της υγείας οφείλει να αντιμετωπίζεται ως πεδίο κάλυψης πραγματικών και επιδημιολογικά τεκμηριωμένων υγειονομικών αναγκών του πληθυσμού, ως πεδίο κατοχύρωσης ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και ως πεδίο κοινωνικής αναδιανομής, δηλαδή άρσης ανισοτήτων.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων οι αλλαγές που θα πρέπει να επιχειρηθούν από μια κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλουν να εστιάζουν:
α) σε μία νέα κουλτούρα διοίκησης (όχι πελατειακή),
β) στην δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων (ενισχυμένη συμμετοχικότητα και αντιπροσώπευση των εργαζομένων),
γ) στην αναδιοργάνωση των υπηρεσιών των νοσοκομείων,
δ) στον κοινωνικό έλεγχο (ασθενοκεντρική οπτική),
ε) στον δημοκρατικό προγραμματισμό των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, (χωρίς τοπικισμούς, παραγοντισμούς και πελατειακή λογική, στροφή στην ΠΦΥ, Ολιστική προσέγγιση της Υγείας),
στ) στην δομή μιας αποκεντρωμένης διοίκησης (υπέρβαση του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού).
Η ανάπτυξη της ΠΦΥ θα αποτελέσει το στοίχημα το οποίο θα πρέπει να κερδίσει η κυβέρνηση της Αριστεράς. Στην θέση του υπάρχοντος νοσοκομειοκεντρικού, ιατροκεντρικού και αυταρχικού συστήματος υγείας που έχει εμπεδώσει η νεοφιλελεύθερη συνταγή, θα πρέπει να λάβει θέση η βιο-ψυχο-κοινωνική προσέγγιση της υγείας με κεντρικό πυλώνα την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και την συλλογική λειτουργία και δραστηριότητα στα πλαίσια της Ομάδας υγείας.
Πρώτη και αδήριτη αναγκαιότητα επομένως είναι το πέρασμα από το σημερινό έκτρωμα του ΠΕΔΥ, σε ένα σύστημα ΠΦΥ που θα καλύπτει με επάρκεια, ποιότητα υπηρεσιών και ταχύτητα πρόσβασης, το σύνολο του πληθυσμού, ανεξάρτητα από το αν είναι κάποιος ασφαλισμένος ή όχι.
Στην Ήπειρο τα κέντρα υγείας έχουν εγκαταλειφτεί στην τύχη τους με τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό (υποστελέχωση μεγαλύτερη του 60%) και σε εξοπλισμό, ενώ οι 79 κλίνες τους παραμένουν αναξιοποίητες. Το περιφερειακά ιατρεία (119) λειτουργούν κυρίως με αγροτικούς γιατρούς, ορισμένες μέρες και κάποιες ώρες, με άναρχη ανάπτυξη και εξυπηρετούν κυρίως ανάγκες συνταγογράφησης. Έτσι λοιπόν οι ασθενείς λόγω ακριβώς αυτής της έλλειψης σε υπηρεσίες ΠΦΥ αναγκάζονται να στρέφονται στα Εξωτερικά Ιατρεία και τα ΤΕΠ των νοσοκομείων για την παραμικρή (μικρή ή μεγάλη) ανάγκη υγείας με ότι αυτό συνεπάγεται σε κόστος, ταλαιπωρία και αποτελεσματικότητα.
Με βάση επομένως τα πληθυσμιακά, γεωγραφικά και όπου αυτό είναι δυνατόν και τα επιδημιολογικά δεδομένα της κάθε περιοχής της Ηπείρου, η ανάπτυξη της ΠΦΥ θα πρέπει να στηριχτεί σε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο Κ.Υ. που σε συνδυασμό με τα περιφερειακά ιατρεία που θα επανδρωθούν με το απαραίτητο προσωπικό, θα μπορούν να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες σε υπηρεσίες υγείας του πληθυσμού.
Μπορεί ο καθένας να σκεφτεί τα οφέλη για τους Ηπειρώτες από την εφαρμογή αυτής της πρότασης στην περιοχή μας.
* Ο Δημήτρης Τζιάλλας (Νοσηλευτής), είναι Καθηγητής, μέλος ΣΕΠ στο Μ.Π.Σ. του Ε.Α.Π. «Διοίκηση Μονάδων Υγείας»,μέλος της Περιφερειακής παράταξης «Ήπειρος Ανατροπής» και μέλος της Επιτροπής Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ιωαννίνων