Του Γιάννη Καραγιάννη, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ιωαννίνων
Τον Νοέμβριο του 1993 οι Πιστωτικοί Συνεταιρισμοί Ιωαννίνων και Λαμίας με την υπ’ αρ. 535/5/2.11.1993 απόφαση της Επιτροπής Νομισματικών και πιστωτικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας (ΦΕΚ 198/23.11.1993) μετεξελίχτηκαν σε πιστωτικά ιδρύματα και με την Πράξη 2258/2.11.93 του Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος καθορίστηκε το πλαίσιο λειτουργίας και εποπτείας τους. Έτσι, οι Συνεταιριστικές τράπεζες διέπονται από τους ίδιους κανόνες της BΒασιλείας και υπάγονται στους ίδιους νόμους με τις εμπορικές τράπεζες.
Μέχρι τότε στην Ελλάδα λειτουργούσαν τρείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί: Λαμίας, Ιωαννίνων και Ξυλοκάστρου Κορινθίας. Ο αρχαιότερος στη Λαμία. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1900 με την ονομασία «Σύλλογος των τεχνοεργατών εν Λαμία» και είχε 582 μέλη. Ο συνεταιρισμός Κορινθίας το 1993 δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος συνεταιριστικό κεφάλαιο και δεν πήρε άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος. Η πρώτη χορηγήθηκε στην Συνεταιριστική τράπεζα Ιωαννίνων.
Η συνεταιριστική πίστη στην χώρα μας παρουσίασε μεγάλη υστέρηση σε σχέση με την Δ. Ευρώπη, όπου ο θεσμός αναπτύχθηκε ραγδαία από τα μέσα του 19 αιώνα. Η ύπαρξη και η ανάπτυξη του στην Ελλάδα, οφείλεται σε κάποιους διορατικούς ανθρώπους των τοπικών κοινωνιών, όπως ήταν στα Γιάννενα ο αείμνηστος έμπορος Γιάννης Δούμας, ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του Πιστωτικού συνεταιρισμού Ιωαννίνων με την επωνυμία «ΣΤΟΧΟΣ», έτος ίδρυσης 1978.Από τις αρχές του 90 με την βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεταιριστικών τραπεζών και την οργάνωση του πρώτου Forum για την συνεταιριστική πίστη στη Λαμία άρχισε η ανάπτυξη του θεσμού πανελλαδικά με την στήριξη κυρίως των Εμπορικών Επιμελητηρίων. Έτσι, προκύψανε οι διάφορες τοπικές και περιφερειακές συνεταιριστικές τράπεζες σε πολλά σημεία της ελληνικής επικράτειας.
Τις 22.7.1995, με πρωτοβουλία των συνεταιριστικών τραπεζών Λαμίας, Ιωαννίνων, Αχαϊκής, Παγκρήτιας και πιστωτικού συνεταιρισμού Κορινθίας δημιουργήθηκε στα Γιάννενα η Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος (ΕΣΤΕ). Η Ένωση είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνεταιριστικών τραπεζών (EACB) και της Διεθνούς Ένωσης συνεταιριστικών τραπεζών (ICBA).
Οι βασικές συνεταιριστικές αξίες, όπως διαμορφώθηκαν στο παγκόσμιο συνέδριο συνεταιρισμών στο Manchester το 1995, ισχύουν και για τις συνεταιριστικές τράπεζες: Αυτοβοήθεια-Αυτευθύνη- Δημοκρατία- Ισότητα- Ισοτιμία- Δικαιοσύνη και Αλληλεγγύη. Οι δε συνεταιριστικές αρχές της εθελοντικής και ανοιχτής συμμετοχής, του δημοκρατικού ελέγχου από τα μέλη, της οικονομικής συμμετοχής των μελών, της αυτονομίας και ανεξαρτησίας, της συνεργασίας μεταξύ τους και του κοινωνικού ενδιαφέροντος, είναι τα ουσιαστικά σημεία διαφοροποίησης από τις εμπορικές τράπεζες.
Άλλη διαφορά είναι ότι τα κεφάλαια που έχουν οι συνεταιριστικές τράπεζες αποτελούν σημαντικό τμήμα των τοπικών κοινωνιών. Αντίθετα, οι εμπορικές τράπεζες, ανάλογα με την ακολουθούμενη στρατηγική, τοποθετούν τις τοπικές αποταμιεύσεις σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία, όταν κρίνουν ότι υπάρχουν αλλού ευκαιρίες καλύτερης απόδοσης ή αν εμφανισθούν περιορισμοί στην τοπική αποδοτικότητά τους.
Η σημαντικότερη όμως διαφορά εντοπίζεται στον τύπο ιδιοκτησίας και τη μέθοδο κεφαλαιοποίησής τους. Οι συνεταιριστικές τράπεζες κεφαλαιοποιούνται μέσω των μερίδων σε αντίθεση με τις εμπορικές που ακολουθούν το σύστημα της μετοχικής κεφαλαιοποίησης. Ο τύπος της ιδιοκτησίας και η μέθοδος κεφαλαιοποίησης είναι δύο από τους βασικούς παράγοντες που έχουν δημιουργήσει την ανισότητα στην οικονομική θέση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Οι πιστωτικοί και αποταμιευτικοί συνεταιρισμοί δεν οδηγούνται από τα κέρδη ή τα συμφέροντα των μετόχων.
Οι παραπάνω διαφορές δε γίνανε κατανοητές από τις περισσότερες διοικήσεις των ελληνικών συνεταιριστικών τραπεζών και αντί να στηριχτούν στις συν/κές αρχές και αξίες, με το κουστούμι του τραπεζικού μικρομεγαλισμού, εισήλθανε στο παιγνίδι του ανταγωνισμού με τις εμπορικές τράπεζες, το οποίο ήταν χαμένο από χέρι. Όπως ήταν φυσικό η κρίση επιδείνωσε την κατάσταση με αποτέλεσμα σήμερα να κάνουμε λόγο για κατ’ επίφαση «συνεταιριστική» πίστη στη χώρα μας.
Η λειτουργία κάποιων συν/κών τραπεζών δεν ήταν αποδοτική και υπήρχαν πολλά προβλήματα κυρίως με τα απαραίτητα κεφάλαια και την παρεχόμενη ρευστότητα από ELA και ΕΚΤ. Τον Μάιο του 2012 η Τράπεζα της Ελλάδας έκλεισε τρεις συνεταιριστικές (Λαμίας, Αχαϊκή, Λέσβου-Λήμνου) και μετέφερε τις καταθέσεις τους στην Εθνική. Στη συνέχεια έκλεισε άλλες τρεις (Δωδεκανήσου, Δ. Μακεδονίας και Ευβοίας) και το 2015 η Πανελλήνια απορροφήθηκε από την Πειραιώς.
Η αξιολόγηση των Συν/κών τραπεζών ανήκει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της Τράπεζας της Ελλάδας. Τα δε απαιτούμενα κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση όσων απέμειναν ανήλθαν περίπου στα 185εκ., με τον νόμο 4340/2015, να τροποποιεί και να διαμορφώνει το νέο πλαίσιο λειτουργίας τους.
Παρόλη την «χαμένη αθωότητα» του εγχειρήματος της συνεταιριστικής πίστης στη χώρα μας τα εναπομείναντα «συν/κά» ιδρύματα θα πρέπει να ξαναβρούνε τον βηματισμό τους μέσα από τις συνεταιριστικές αξίες και αρχές. Όπως είναι φυσικό αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις νέες συνθέσεις μετοχικού κεφαλαίου αλλά με τους επιλεγμένους στόχους- αγοράς που θα κληθούν να εξυπηρετήσουν. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους μικρούς αγρότες, τους επαγγελματοβιοτέχνες, τις μικρές επιχειρήσεις και τα μικρομεσαία νοικοκυριά.
Είναι το μεγάλο κομμάτι της αγοράς που έχει πληγεί βάναυσα από την επταετή ύφεση και παρόλη την υψηλή φορολογία, την έλλειψη ρευστότητας και την υποτονική ζήτηση προσπαθεί με αξιοπρέπεια να επιβιώσει στην κρίση. Το retail banking είναι ίσως μονόδρομος για τις συνεταιριστικές τράπεζες, όπως και η δραστηριοποίηση τους με ειδικά και έξυπνα προϊόντα στήριξης των επιχειρήσεων του χώρου της κοινωνικής οικονομίας.
Εξυπακούεται ο τοπικός η περιφερειακός χαρακτήρας δράσης, τόσο για τόνωση της τοπικής οικονομίας όσο και για στήριξη αναπτυξιακών πολιτικών και έργων της περιφέρειας. Αρκετά επιτυχημένα ευρωπαϊκά μοντέλα περιφερειακής ανάπτυξης στηρίχτηκαν από συνεταιριστικές τράπεζες η τράπεζες ειδικού σκοπού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η LIOF bank της περιφέρειας Limburg στην Ολλανδία. Άρα, μέρος του εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού ανάδειξης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί σε αυτές, αρκεί να εκπονηθεί έγκαιρα το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και να τρέξουνε δυναμικά όλα τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Παρόλα αυτά το ερώτημα παραμένει: Υπάρχει μέλλον για την συνεταιριστική πίστη στη χώρα μας;
[πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “ΕΠΙΚΑΙΡΑ” τεύχος (τ.373)]