Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
«Γράφω γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να αναστοχαστούμε για ένα παρελθόν ολοκληρωμένο, όμως όχι και πεπερασμένο. Γράφω γιατί δεν μπορώ να αρκεστώ στα όσα άλλα έχω κατακτήσει ή ακόμα επειδή ίσως νοιώθω κάποιο έλλειμμα απ’ όσα επιδίωξα και δεν κατάφερα να επιτύχω».
Αυτά ομολογεί μεταξύ άλλων ο Νίκος Θέμελης, στην παρουσίαση την μυθιστορηματικής του τριλογίας, «Αναζήτηση-Ανατροπή – Αναλαμπή».
Στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας, ο Ηπειρώτης συγγραφέας, παρουσιάζει τον κεντρικό του ήρωα, να οργανώνει ένα καραβάνι, συλλέγοντας όλη την πολύτιμη πρωτογενή και μεταποιητική παραγωγή της Ηπείρου προκειμένου να την μεταφέρει στις αγορές της χερσονήσου του Αίμου, ως και στις ακρογωνιές της Νότιας Ρωσίας. Η διακίνηση των εμπορευμάτων προς το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα που η Ήπειρος ευημερούσε, ήταν ελεύθερη μέσα στα εδάφη που ήλεγχε η Οθωμανική αυτοκρατορία, γιατί δεν υπήρχαν συρματοπλέγματα και τελωνεία να την εμποδίζουν. Περίπου όπως συμβαίνει και σήμερα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου η διακίνηση των αγαθών δεν έχει περιορισμούς.
Κατόπιν τούτου, οι προοπτικές για να επανέλθει η Ήπειρος, στις μέρες της ευημερίας και του πλούτου, του ένδοξου παρελθόντος της, παρουσιάζονται σήμερα ευνοϊκότερες από ποτέ.
Εμείς όμως τι κάνουμε γι αυτό; Έχουμε όραμα; Έχουμε μελετήσει πως θα αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται; Έχουμε σχεδιάσει τις ενέργειες που απαιτούνται; Έχουμε κινητοποιήσει τους ανθρώπους μας στην κεντρική σκηνή και στις Βρυξέλλες, για να μην νοιώθουνε κι αυτοί οι άμοιροι ανία;
Θα προσπαθήσω με αυτό το άρθρο να σας μεταφέρω κάποια βιώματά μου, που για χρόνια τώρα με προβληματίζουν και με πνίγουν. Κι εσείς, μετά, ας βγάλετε τα συμπεράσματά σας.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ενενήντα, παρακολουθώντας μια υψηλού επιπέδου, από πλευράς ομιλητών, διημερίδα οδοποιίας στην Αθήνα, άκουσα από το στόμα, του διεθνώς αναγνωρισμένου εξέχοντος επιστήμονα και καθηγητού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, του κ Κωνσταντίνου Αμπακούμκιν, ότι παρότι τα πλεονεκτήματα των σιδηροδρόμων σε σχέση με τους αυτοκινητόδρομους είναι τεράστια, στην Ελλάδα δεν έχουμε σιδηροδρόμους, αφενός γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον από τις ευρωπαϊκές χώρες να αναπτυχθεί τέτοιο δίκτυο, καθότι ενδιαφέρονται πρωτίστως να εξάγουν τα προϊόντα της αυτοκινητοβιομηχανίας τους (οχήματα, λιπαντικά, ανταλλακτικά, ελαστικά κ.λ.π.) και αφετέρου γιατί δεν έχει εγερθεί ποτέ τέτοια απαίτηση από την ελληνική εκτελεστική εξουσία, η οποία αδιαφορούσε.
Υπόψιν ότι εκείνη της εποχή, συζητείτο έντονα το θέμα της σιδηροδρομικής σύνδεσης του λιμένος της Ηγουμενίτσας με την Αλεξανδρούπολη, παράλληλα με την Εγνατία οδό, πράγμα που διακαώς, για τους δικούς του λόγους, επιθυμούσε και ο Στρατός Ξηράς. Υπόψιν επίσης, ότι οι Ιταλοί μέσα σε μία τριετία από την πτώση του παραπετάσματος, εκείνη την εποχή, ανέδειξαν το λιμάνι της Τεργέστης στο μέγιστο των δυνατοτήτων του, για να εκμεταλλευτούν την αγορά της κεντρικής Ευρώπης, ενώ εμείς την Ηγουμενίτσα την έχουμε ακόμα στο …περίμενε, χωρίς σιδηροδρομική σύνδεση με την τεράστια αγορά της Κωνσταντινούπολης. Ένα έργο που θα άλλαζε τελείως τα αναπτυξιακά δεδομένα και την ευημερία του λαού ολόκληρης της Βόρειας Ελλάδας.
Λίγα χρόνια μετά, σε μια συνεργασία που είχα με έναν εξαιρετικό άνθρωπο και επιστήμονα, στο περιφερειακό εργαστήριο Ιωαννίνων, τον κ Πραπίδη. Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα σχέδια της Εγνατίας Οδού η οποία ήταν τότε υπό κατασκευή. Μου είχε κάνει εντύπωση πως στην περιοχή της Ηπείρου, τα τεχνικά έργα που προέβλεπε η αρχική μελέτη ήταν πολύ λίγα, σε σχέση με το ανάγλυφο του εδάφους. Την ίδια εποχή, ο υπουργός δημοσίων έργων θριαμβολογούσε στις τηλεοράσεις, ότι δήθεν επέτυχε στους διαγωνισμούς μεγάλα ποσοστά εκπτώσεων, της τάξεως του εβδομήντα τοις εκατό, αποκρύπτοντας ωστόσο σκοπίμως, ότι θησαύριζαν οι μεγαλοεργολάβοι από τα έξτρα τεχνικά έργα (γέφυρες, σήραγγες, πρανή και οχετούς), που είχαν απείρως μεγαλύτερο προϋπολογισμό, δημιουργούσαν τεράστιες καθυστερήσεις και πληρώνονταν από τον αφελή ελληνικό λαό με μηδενική έκπτωση, ως μη προβλεπόμενες στη μελέτη, νέες εργασίες!
Την ίδια δεκαετία, σε μια συνάντηση που είχα με τον Νομάρχη της Θεσσαλονίκης, τον κύριο Κώστα Παπαδόπουλο, που εκείνη την εποχή ήταν και μέλος της επιτροπής περιφερειών της Ε.Ε., τον ρώτησα γιατί η κατασκευή της Εγνατίας οδού και της γέφυρας του Ρίου-Αντιρίου καθυστερούν τόσο πολύ και αυτός μου απάντησε με νόημα ότι θα πρέπει να βλέπουμε την ¨μεγάλη εικόνα¨! Υπονοώντας ότι περιοχές, όπως παραδείγματος χάριν η Αχαΐα, θα πλήττονταν οικονομικά με απρόβλεπτες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Εγώ, του είπα, δεν τα καταλαβαίνω αυτά, γιατί η μόνη εικόνα που έχω μπροστά μου είναι από τα Γιάννενα ως το χωριό μου! Απ’ ότι φαίνεται όμως, οι εκλεγμένοι πολιτικοί μας σε Ήπειρο και Μακεδονία, σε αντίθεση με εμένα, είχαν σπουδαία όραση και έβλεπαν τη ¨μεγάλη εικόνα¨!
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ακούσαμε προσφάτως ότι η σύνδεση της Ιόνιας οδού με την Κακαβιά, – ένα έργο που θα δημιουργήσει τεράστιες ευκαιρίες ανάπτυξης για την Ήπειρο επειδή τη βγάζει έξω από τα σύνορα και έχει προοπτική να μας ενώσει κατευθείαν με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης μέσω της Αλβανίας που αργά ή γρήγορα θα συνδεθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση – δεν θα ενταχθεί τελικά στο διεθνές οδικό δίκτυο, αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, θα υποβαθμισθεί παρά τον αντίθετο ως σήμερα σχεδιασμό, σε ατραπό!!! Και οι πολιτικοί μας, που θα έπρεπε εδώ και χρόνια να είναι σκαρφαλωμένοι πάνω στους ιστούς των κομματικών τους λαβάρων, και με πάθος να διεκδικούν το αυτονόητο, παρουσιάζονται ως απλοί παρατηρητές. Ως ουραγοί κάποιων υπηρεσιακών δήθεν παραγόντων!
Η πικρή αλήθεια είναι ότι φταίμε όλοι οι Ηπειρώτες. Αν ήμασταν διεκδικητικοί στο ένα δέκατο από ότι είναι τα αδέλφια μας οι Κρητικοί. Αν δεν δείχναμε ανεκτικότητα στις δυναμικές μειοψηφίες που παρουσιάζονται ως δήθεν προστάτες των φτωχών και του περιβάλλοντος, αντιμαχόμενοι με διάφορα προσχήματα την οικονομική πρόοδο (βλέπε αγωγό φυσικού αερίου) γιατί θα τις πέρναγε στο περιθώριο και στην ανυπαρξία. Αν δεν τρέχαμε πίσω από τις εξελίξεις, αλλά με σχέδιο και συστηματική προετοιμασία, ήμασταν έτοιμοι να αρπάξουμε τις ευκαιρίες όταν αυτές παρουσιάστηκαν, τα πράγματα θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετικά.
Ο στόχος μας και το όραμά μας, πρέπει να είναι: Η Ηγουμενίτσα να γίνει το τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδος μετά τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Να συνδεθεί σιδηροδρομικά με την Κωνσταντινούπολη, ώστε τα κοντέινερ που θα έρχονται από την Ιταλία να μεταφορτώνονται στους συρμούς και μαζί με τα προϊόντα της παραγωγής μας, να βρίσκονται αυθημερόν στην τεράστια αγορά της Κωνσταντινούπολης. Να συνδεθούν τα Ιωάννινα σιδηροδρομικώς και οδικώς με την Κεντρική Ευρώπη μέσω της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου. Να συνδεθεί η Ήπειρος σιδηροδρομικά με τον Πειραιά, την Πάτρα και τον Αστακό. Να φέρουμε επειγόντως στην Ήπειρο το φυσικό αέριο, ώστε να μειωθεί το κόστος της παραγωγής και να γίνουμε ανταγωνιστικοί και επιτέλους να δημιουργηθούνε θέσεις εργασίας.
Κάθε εξάμηνο, αυτοί που έχουν εξουσία στην Ελλάδα κι αυτοί που ιδροκοπούν για το καλό μας στις Βρυξέλλες, σεβόμενοι τον όρκο τους και τον ηπειρωτικό λαό που τους έδωσε την εξουσία και τις τιμές, οφείλουν να δίνουν λογαριασμό, ο καθένας ξεχωριστά, για τα πεπραγμένα τους πάνω σε αυτούς τους στόχους, ή σε όποιους άλλους στόχους τέλος πάντων έχουν. Ακόμα κι αν οι στόχοι αυτοί, ξεπερνούν τα όρια της εξουσίας και της δικαιοδοσίας τους.
Κλείνω το άρθρο, με τα λόγια του αείμνηστου Νίκου Θέμελη! «Ας αναστοχαστούμε λοιπόν το παρελθόν και ας επιδιώξουμε, τώρα, ότι δεν καταφέραμε να επιτύχουμε»!