Γράφει ο Νίκος Βούστρος
Follow @nickvous
Έρχεται διαρκώς στο δημόσιο διάλογο, όλο και συχνότερα, το ζήτημα του νομίσματος. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί να καταγραφούν οι διάφορες απόψεις που σχετίζονται με το ζήτημα, αλλά και να αναλυθούν στο μέτρο του δυνατού οι πραγματικές του διαστάσεις.
Τι είναι το νόμισμα; Τι είναι το Ευρώ;
Με τη λέξη νόμισμα δεν νοείται η μορφή, αλλά το μέσο: Δεν εννοούμε το κέρμα ή χαρτονόμισμα ως φυσικό αντικείμενο, αλλά τη συναλλακτική μονάδα που χρησιμοποιείται για τις ανταλλαγές των αγαθών μέσα σε μια οικονομία.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια μέθοδο καταγραφής αξίας ενός αγαθού, υλικού ή άϋλου και ταυτόχρονα ένα μέσο υλοποίησης συναλλαγών.
Οι κοινωνίες χρησιμοποίησαν πρώτα το σύστημα του αντιπραγματισμού για τις συναλλαγές μεταξύ των μελών τους, δηλαδή κάθε ένας ο οποίος είχε περίσσεια αγαθών, τα αντάλλασσε με άλλα, ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Αυτό δημιούργησε σταδιακά την εξάπλωση του εμπορίου αλλά έθεσε και τους σχετικούς περιορισμούς.
Έπρεπε να βρεθεί ένα κοινά αποδεκτό μέσο συναλλαγής. Αυτό ήταν το νόμισμα, δηλαδή κάποιο πολύτιμο είδος, σε περιορισμένη φυσικά ποσότητα (κομμάτια χρυσού π.χ.) ώστε να διατηρεί υψηλή αξία, ώστε μέσω της μετατροπής σε τεμάχια του να γίνονται οι συναλλαγές.
Το νόμισμα άρχισε ήδη να χρησιμοποιείται συστηματικά ως μέσο πραγματοποίησης συναλλαγών αλλά και μέσο αποτίμησης – καταγραφής αξίας, από την ελληνική αρχαιότητα. Αργότερα, έγινε η καθολική υιοθέτηση του.
Στη σύγχρονη εποχή, υιοθετήθηκαν από τις διάφορες κυβερνήσεις διάφορα νομισματικά συστήματα, άλλες φορές συνδεδεμένα με κάποιο συγκεκριμένο πολύτιμο αγαθό, άλλες όχι.
Στη χώρα μας, μέχρι την είσοδο μας στην Οικονομική & Νομισματική Ένωση, ως νόμιμο μέσο συναλλαγών και επίσημο νόμισμα είχε υιοθετηθεί η δραχμή.
Η δραχμή ήταν ένα εθνικό νόμισμα, τον έλεγχο του οποίου διατηρούσε η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, η κυβέρνηση είχε ένα εργαλείο χάραξης οικονομικής πολιτικής, στην ουσία μπορούσε κατά το δοκούν να αυξάνει ή να μειώνει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος (νομίσματος) και να επιδρά έτσι στα διάφορα οικονομικά μεγέθη και τις μεταβλητές της οικονομίας.
Π.χ. αν ήθελε να δώσει ώθηση στους τομείς των εξαγωγών και του τουρισμού, πραγματοποιούσε μια υποτίμηση σε σχέση με νομίσματα άλλων χωρών εξωτερικού, ώστε να καταστήσει την ελληνική αγορά και τα προϊόντα ελκυστικότερα στο εξωτερικό και ταυτόχρονα να καταστήσει δυσκολότερες τις εισαγωγές, ώστε να λάβει ώθηση η εσωτερική οικονομική δραστηριότητα.
Ευρώ & νομισματικός έλεγχος
Όλα αυτά τελείωσαν ουσιαστικά με την είσοδο της χώρας στην Ο.Ν.Ε. όπου η δυνατότητα της νομισματικής ρύθμισης εκχωρήθηκε στην Ευρωζώνη και συγκεκριμένα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Εκεί ακριβώς ήταν που «χάθηκε το παιχνίδι» για τις όχι τόσο ισχυρές οικονομικά χώρες του ευρωπαϊκού νότου, διότι ο έλεγχος της ΕΚΤ ασκείται από διάφορα τραπεζο-βιομηχανικά αλλά και πολιτικά συμφέροντα των βορείων χωρών, ως έχουσες μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, με αποτέλεσμα, να μην έχουν οι χώρες καμία δυνατότητα παρέμβασης στα νομισματικά ζητήματα.
- Το πρώτο λάθος ήταν η ισοτιμία του νέου νομίσματος (340,75 δρχ. / €), η οποία πυροδότησε κύμα κερδοσκοπικών ανατιμήσεων στην ελληνική αγορά. Π.χ. αγαθά αξίας 100 δραχμών, «πήγαν» στα 100 λεπτά, δηλαδή 1 Ευρώ. Αυτό σημαίνει αμέσως αμέσως 3,5 φορές αύξηση, ή αλλιώς 350% κερδοσκοπική ανατίμηση!
Όμως, έχοντας υιοθετήσει το οικονομικό σύστημα του ελεύθερου ανταγωνισμού και της μη ρύθμισης της αγοράς στην ουσία, ευελπιστώντας ότι η θα αυτορυθμισθεί, η τότε κυβέρνηση, από πεποίθηση, αβλεψία ή ανικανότητα, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα απολύτως στην κατεύθυνση της προστασίας του πολίτη από τα φαινόμενα αυτά.
- Το δεύτερο λάθος το οποίο συνόδευσε το Ευρώ ήταν η αποκλιμάκωση των επιτοκίων, ως απόρροια του επιμερισμού και μείωσης του κινδύνου για τους δανειστές κεφαλαίων, παράλληλα με την απόλυτη απελευθέρωση του τραπεζικού δανεισμού στη χώρα μας (τα γνωστά διακοποδάνεια, καταναλωτικά, στεγαστικά, πιστωτικές κάρτες, κλπ). Αυτό είχε σαν συνέπεια την πολύ γρήγορη υπερχρέωση, με ολέθρια επίσης αποτελέσματα για την εθνική οικονομία και τους πολίτες τελικά.
- Το τρίτο και κατά πολλούς σημαντικότερο λάθος μας, ήταν η πλήρης αποσάθρωση της βιομηχανικής παραγωγής (χωρίς το Ευρώ να είναι αμοιρο ευθυνών και εδώ, λόγω της εξ ορισμού λειτουργίας του ως «ακριβό» νόμισμα, πράγμα που καθιστά περισσότερο κοστοβόρα, άρα μη ανταγωνιστή στις διεθνείς αγορές την ελληνική παραγωγή). Σε συνδυασμό με το ότι χάθηκε λόγω της εκχώρησης του νομισματικού ελέγχου η δυνατότητα υποτίμησης, αυτό έκανε την πορεία των ελληνικών εξαγωγών να φθίνει συνεχώς και σημαντικά.
- Τα δημόσια οικονομικά: Ακόμα ένα πεδίο όπου ασκήθηκαν εντελώς εσφαλμένες πολιτικές, με αναποτελεσματικό δημόσιο, λάθος διάρθρωση δημοσίων δαπανών, σπατάλες, μεγάλα ελλείμματα και σωρευτικά χρέη, τα οποία όσο το κόστος δανεισμού ήταν χαμηλό πριν την κρίση του 2008, εξυπηρετούνταν από νέο δανεισμό – στην ουσία κρυβόταν «κάτω από το χαλί».
Όλα αυτά σε καθεστώς σκληρού (ακριβού) νομίσματος συνιστούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για την οικονομία, το οποίο στην πρώτη διεθνή ανατάραξη θα έκανε την εθνική οικονομία να εκραγεί.
Η ανατάραξη δεν άργησε να έρθει, με έναυσμα τις χρεοκοπίες των αμερικανικών τραπεζών και τη διεθνή κρίση των χρηματαγορών (την οποία αυτές δημιούργησαν), άρχισε το «κρυμμένο κάτω από το χαλί» ελληνικό πρόβλημα να μεγεθύνεται εκθετικά!
Στη συνέχεια, ένας εκρηκτικός συνδυασμός πολιτικής ανικανότητας, δημαγωγίας και γνωσιακής ανεπάρκειας – πολλοί δε λένε και πολιτικής ιδιοτέλειας για τη διατήρηση στην καρέκλα της εξουσίας – επέφερε τις πολιτικές των μαθητευόμενων μάγων του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών, με τα γνωστά σε όλους ολέθρια αποτελέσματα (τουλάχιστον σε όσους θέλουν να βλέπουν τι συμβαίνει – δεν έχουν ακόμη εξαφανιστεί οι αφελείς θιασώτες των θεωριών των «σωτήριων» μνημονίων).
Προφανώς η συμμετοχή μας στην Ερωζώνη (ΟΝΕ), με τους συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, ήταν ένα τεράστιο λάθος, το οποίο αν και δεν ήταν αυτό που μας έφερε στη σημερινή κατάσταση, εν τούτοις την επιδείνωσε τα μέγιστα.
Στο σημείο αυτό είναι που μπαίνει σαν πρόταση η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα (η δραχμή που ξέραμε και τα όσα ίσχυαν μαζί της, ιστορικά και νομισματικά τελείωσαν το 2002).
Το εθνικό νόμισμα λοιπόν, ουσιαστικά εδώ υπονοείται σαν μέσον άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής, ώστε να αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο η οικονομική κρίση και η οικονομική δραστηριότητα εν γένει.
Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δεκτό από τους άλλους συμμετέχοντες στην ευρωζώνη, διότι αν εμείς κάναμε κάτι τέτοιο σε άμεσο χρόνο θα ακολουθούσε η κατάρρευση της ευρωζώνης, για λόγους που έχουν αναλυθεί διεξοδικά σε προηγούμενα άρθρα [δείτε σχετικά εδώ]. Συνεπώς, αν η ελλάδα αποφάσιζε κάτι τέτοιο, τούτο θα σήμαινε κατάσταση ρήξης και σύγκρουσης με της ευρωπαϊκές χώρες, με ότι αυτό συνεπάγεται στο πολιτικό πεδίο.
Στο οικονομικό πεδίο, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θεωρητικά θα μπορούσε να δώσει κάποιες ανάσες ή ακόμη και ευκαιρίες ανάταξης στην ψυχορραγούσα από την υπερφορολόγηση για την εξυπηρέτηση του τερατώδους εξωτερικού χρέους πραγματική οικονομία.
Πρακτικά όμως, τα προβλήματα που θα προκαλούσε στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον θα ήταν τέτοια που θα ακύρωναν τα όποια θεωρητικά οικονομικά πλεονεκτήματα. Αν δε ο νομισματικός έλεγχος παρέμενε στη Φρανκφούρτη, τότε απλά θα είχαμε ένα …μετονομασμένο νόμισμα το οποίο θα λειτουργούσε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με το Ευρώ και θα μας έβαζε σε άσκοπες περιπέτειες.
Ο μόνος τρόπος να κέρδιζε η χώρα μας από τυχόν αλλαγή νομίσματος, θα ήταν εάν πληρούνταν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Α) Επαναφορά του νομισματικού ελέγχου στην ελληνική κυβέρνηση – Αποχή από την εκχώρησης της νομισματικής ρύθμισης, απαίτηση επαναφοράς.
- Β) Αληθινή φορολογική και δανειακή ελάφρυνση – μια σεισάχθεια, αντίστοιχη εκείνης του Σόλωνα, προς δημόσιο και τράπεζες, για όλους τους πολίτες, ανεξαιρέτως.
- Γ) Επένδυση στην κοινωνία της εφαρμοσμένης γνώσης, εκείνης που μπορεί να μετουσιωθεί σε παραγωγή, ικανή να αξιοποιήσει εθνικές πρώτες ύλες, αλλά κυρίως να απορροφηθεί στο διεθνές περιβάλλον.
- Δ) Συστηματική αξιοποίηση του τουριστικού προϊόντος με προσέλκυση επισκεπτών ποιότητας και ανάλογη παροχή υψηλής αξίας τουριστικού προϊόντος.
Το πόσο εύκολα είναι να συμβούν αυτά στη σημερινή Ελλάδα, μπορεί ο καθένας από την προσωπική του εμπειρία να το κρίνει.
Εκτός όμως από τα αμιγώς οικονομικά ζητήματα, θα παρουσιάζονταν και αρκετές πρακτικές δυσκολίες, κυρίως στο θέμα της οργάνωσης των επιχειρήσεων, των τραπεζών και του δημοσίου, αλλά και τη διενέργεια των συναλλαγών, από τις καθημερινές των πολιτών ως τις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων και όλων με το δημόσιο.
Παράλληλα, μια τέτοια νομισματική κατάσταση θα μπορούσε να δημιουργήσει εύκολα και παράπλευρες απώλειες, όπως, τραπεζικό πανικό, μαζικές αναλήψεις, προβλήματα στον εφοδιασμό της αγοράς, αψυχολόγητες αγορές λόγω φόβου κλπ.
Είμαστε σίγουροι ότι η αφάνταστα κουρασμένη ελληνική κοινωνία θα μπορούσε σήμερα ή σε ένα μελλοντικό χρόνο να τα αντέξει όλα αυτά;
Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς την εκροή κεφαλαίων προς ασφαλή καταφύγια του εξωτερικού, αλλά και κερδοσκοπικές επιθέσεις (νομισματική κερδοσκοπία) που μπορεί να δεχόταν το νεόκοπο εθνικό νόμισμα…
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω και παρά τη μεγάλη ανεπάρκεια και αδυναμία του σημερινού μας νομίσματος, του Ευρώ, δεν θεωρώ ότι στον παρόντα χρόνο θα ήταν θετική για τη χώρα μας μια αλλαγή νομίσματος, συγκεκριμένα η έξοδος από το Ευρώ και η δημιουργία εθνικού νομίσματος.
Ακόμη και βάσει της κοινής λογικής, προτιμότερο είναι να υιοθετηθεί μια συνετή στρατηγική για την ώρα, ώστε να ξεπεραστεί το άμεσο χρηματοδοτικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα και σε επόμενο χρόνο είμαστε απολύτως ελεύθεροι να επανεκτιμήσουμε ως έθνος τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, σχετικά με το αν αυτή μας ωφελεί ή όχι, επί πραγματικών όμως δεδομένων και όχι επί φανταστικών / υποθετικών σεναρίων ή ακόμα χειρότερα επί των προσωπικών ευχών μας.
Παράλληλα, οφείλουμε ως έθνος και ως πολίτες να δώσουμε τον υπέρ πάντων αγώνα μέσα στα ευρωπαϊκά φόρα, αξιοποιώντας κάθε είδους πλεονέκτημα μας, ώστε να απαγκιστρωθούμε από τη σημερινή τραγική κατάσταση. Αν δεν το πράξουμε, σύντομα, με ειλικρίνεια και γενναίες αποφάσεις, το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό και όχι μόνο για τη δική μας χώρα.