Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Ο Δημήτρης άναψε τον εορτασικό φωτισμό, πρόβαρε το χαμόγελό του στον τεράστιο καθρέφτη που κρεμόταν από την οροφή του μπαρ, και πήρε θέση πίσω από τον πάγκο σερβιρίσματος για να υποδεχθεί τους πρώτους πελάτες για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.
Ευτυχώς το μπαράκι της πλατείας Ηρώων όπου δούλευε, δεν το είχε ακουμπήσει καθόλου η οικονομική κρίση. Είχε καλή θέση στο κέντρο, με ιδιόκτητο παρκινγκ, και περιστοιχιζόταν από μεγάλες γυάλινες επιφάνειες που παρείχαν στους πελάτες καλή «οπτική», από και προς τον πολυσύχναστο δρόμο. Με λίγα λόγια, ήταν ακριβώς αυτό που επιζητούσαν οι «δήθεν» της μικρής επαρχιακής πόλης, που έσπευδαν εκεί για να ξοδέψουν την ύπαρξη και τα λεφτά τους, ακόμα κι όταν στο σπίτι τους έκοβε λόρδα!
Ανάμεσα στους πρώτους πελάτες, όπως πάντα, εμφανίστηκε και η φανταχτερή κυρία Φο Μπιζού. Παρέδωσε το πανωφόρι της στην γκαρνταρόμπα και κατευθύνθηκε επιδεικτικά προς τον πάγκο. Φθάνοντας, άφησε το κατάλευκο γούνινο ετόλ να γλιστρήσει στους ώμους της για να αποκαλυφθούν, όσο θα έπρεπε, η πληθωρική της θηλυκότητα και το απαστράπτον κολιέ που στόλιζε τον ψηλόλιγνο λαιμό της.
– Ένα διπλό Ντράι Μαρτίνι Δημητράκη, παρήγγειλε καθώς ακουμπούσε στον πάγκο το τσαντάκι της με τα κατάμαυρα στρασάκια.
Η νύχτα περνούσε γρήγορα για τους θαμώνες, καθώς μετά το δεύτερο και το τρίτο ποτό, έδειχναν όλοι χαλαροί κι ευτυχισμένοι. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένας θηριώδης ηλικιωμένος άνδρας με απεριποίητη γενειάδα, εμφανίστηκε στην είσοδο. Εκτός από την κυρία Φο Μπιζού, κανείς άλλος δεν φάνηκε να ασχολείται με την παρουσία του. Αυτή ταράχτηκε σαν τον αντίκρισε κι ευθύς του γύρισε την πλάτη. Ο άντρας όμως, κινήθηκε αμέσως προς το μέρος της και έπιασε το διπλανό σκαμπό.
– Άδικος κόπος, της είπε αυστηρά. Ξέρεις πως δεν μπορείς να απαλλαγείς από την παρουσία μου. Ξέρεις ακόμα πως κουβαλάω μαζί μου την σοφία και την πείρα των ανθρώπων. Αργά ή γρήγορα όλοι εκείνοι που σε πιστεύουν και σε υπηρετούν, αντιλαμβάνονται πόσο επικίνδυνη παρέα είσαι!
– Τα έφαγες τα ψωμιά σου γέρο Χρόνε, του αντιγύρισε αυτή χαιρέκακα και χάιδεψε τα χρυσαφιά βραχιόλια των χεριών της. Σε λίγη ώρα θα σε έχουνε ξεχάσει όλοι, θα είσαι παρελθόν, μόνο ένας αριθμός θα μείνει από σένα και λίγες στείρες αναμνήσεις.
Δεν πρόλαβε να σώσει τα λόγια της και το ρολόι του καταστήματος έδειξε δώδεκα. Ο Δημήτρης, χτύπησε ρυθμικά το μπρούτζινο αναδευτήρι του κοκτέιλ πάνω σε ένα ανοξείδωτο σέικερ και αναβόσβησε τα φώτα.
– Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά! Φώναξε με όση δύναμη διέθετε.
Αυθόρμητα η αίθουσα γέμισε αγκαλιές, φιλιά και άπειρες ευχές για τον καινούριο χρόνο που μόλις είχε καταφτάσει.
– Που πήγε ο κύριος που μιλούσατε πριν λίγο; Ρώτησε ο Δημήτρης την κυρία Φο Μπιζού.
– Αυτός Δημήτρη ήταν ο παλιός ο Χρόνος, του απάντησε εκείνη. Μας απάλλαξε επιτέλους από την παρουσία του. Μην δίνεις σημασία όμως. Δεν βλέπεις γύρω μας που άναψε το γλέντι; Να ο Καινούριος Χρόνος , δες τον στην πίστα που χορεύει μ΄ εκείνη την πανέμορφη γυναίκα, την Ελπίδα! Τώρα εδώ μέσα όλοι ζούμε σε ένα όνειρο! Είμαστε οι κυρίαρχοι του κόσμου!
Το γλέντι κράτησε μέχρι πρωίας όταν ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να φεύγει. Τον τελευταίο πελάτη, τον ακολούθησε στην έξοδο και η κυρία Φο Μπιζού. Ο Δημήτρης αν και αποκαμωμένος από την κούραση, έτρεξε, της άνοιξε με ευγένεια την πόρτα και τη ρώτησε:
– Ποιο είναι αλήθεια το όνομά σου; Το πραγματικό;
– Με λένε Ματαιοδοξία νεαρέ μου, του αποκρίθηκε εκείνη. Μπορεί να μη με αναγνώρισες αμέσως, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που με έχεις συναντήσει στην ζωή σου. Ίσως με άλλο όνομα, με κάποιο παρατσούκλι. Με έχεις δει στον χώρο της δουλειάς, στο πανεπιστήμιο, στην αγορά, στους φίλους σου και στις παρέες, και βέβαια σ εκείνους που ασκούν την εξουσία. Μα και στον εαυτό σου μέσα όταν κοιτάξεις θα με βρεις την ώρα που φουντώνει ο εγωισμός σου. Κάθε φορά που θα επιδιώκεις αναγνώριση και θα είσαι στην αναμονή ενός μεγάλου σου θριάμβου, εγώ θα είμαι εκεί. Κι αν κάποτε θεριέψω και σου γίνω απαραίτητη, τότε θα παίρνεις σοβαρά υπόψιν, όχι την κρίση τη δική σου μα των άλλων, και θα προβαίνεις σε ανώφελες δαπάνες που θα αφορούνε περισσότερο το φαίνεσθε παρά στην ύπαρξή σου. Και να έχεις πάντα κατά νου νεαρέ μου, πως άνθρωπος ποτέ κανένας δεν κατάφερε να με δαμάσει!
– Κι αυτά που έλεγε ο γέρο Χρόνος για τη πείρα και τη γνώση;
– Ποτέ δε θα σου φτάνει ο χρόνος Δημητράκη. Για σένα όμως έχω να κάνω μιαν ευχή, που ίσως βοηθήσει:
«Να μάθεις ν΄ αγνοείς την κολακεία»!
Πηγή: sta-fora