Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Υπάρχουν στιγμές, που η εκκλησία δίνει την εντύπωση μιας κλειστής ομάδας. Ανθρώπων με ίδιες πεποιθήσεις, όπου δεν χωράει κάποιος άλλος με διαφορετικές από τις δικές τους. Μία κάστα εκλεκτών, ένα σύνολο ανθρώπων θρησκευόμενων, όπου κυριαρχεί το «εμείς», απουσιάζοντας την ίδια στιγμή το «οι άλλοι».
Η σύγχρονη εποχή έχει την τάση να παρουσιάζει ολοένα και περισσότερες προκλήσεις. Στις προκλήσεις αυτές, η εκκλησία ή θα απαντήσει θετικά ή θα τις εξορκίσει. Σε μία τέτοια όμως περίπτωση, ένας πιθανός εξορκισμός, μεταθέτει απλά το πρόβλημα σε μία άλλη χρονική στιγμή, καθώς οι δομές της εποχής και το πολυσύνθετο των αφετηριών των προκλήσεων, εμφανίζουν ξανά τις προκλήσεις αυτές. Έτσι λοιπόν, η εκκλησία θα φυγομαχήσει ή θα υπάρξει μέσα στην εποχή της, έστω με όλες αυτές τις διαφορετικότητες;
Στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο διάβα των ετών άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, τα οποία προσπαθούσαν το καθένα με βάση τις αρχές του, να τοποθετηθεί απέναντι στα πράγματα ενός φάσματος που καλύπτει τις πτυχές της ζωής και της μεταφυσικής. Ορθολογισμός, εμπειρισμός, υπαρξισμός και άλλα ρεύματα, ασχολήθηκαν με τον άνθρωπο, τον Θεό, την ηθική, τη ζωή, την μεταφυσική. Άλλοτε ο ένας φιλόσοφος συμπλήρωνε τη σκέψη ενός άλλους κι άλλοτε απέρριπτε την φιλοσοφία κάποιου άλλου. Ακόμη και μέσα σε ένα φιλοσοφικό ρεύμα (για παράδειγμα στον υπαρξισμό) ήταν και είναι και σήμερα δυνατό να υπάρξουν διαφορετικές φωνές (άλλο ο υπαρξισμός του Kierkegaard και άλλο εκείνος του Sartre). Με λίγα λόγια, κάθε ρεύμα είχε τους δικούς του οπαδούς, τις δικές του συνθέσεις, το δικό του χώρο, ο οποίος συγκέντρωνε συγκεκριμένες σκέψεις, οριοθετημένες μέσα στα στενά πλαίσια των αρχών, που το διέπει.
Στην εκκλησία δεν μπορεί αν συμβεί το ίδιο. Για παράδειγμα, η εκκλησία δεν έχει την πολυτέλεια αλλά ούτε το δικαίωμα να καλέσει στους κόλπους της ανθρώπους, οι οποίοι είναι του «χώρου» όπως συχνά ακούγεται. Βέβαια, και είναι αλήθεια αυτό, ο λόγος της είναι λόγος συγκεκριμένος, σταθερός, αιώνιος, αφού προέρχεται από την μόνη αλήθεια που είναι ο Χριστός. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι δεν δέχεται τον κάθε διαφορετικό από εκείνη.
Η εκκλησία δεν έχει έτοιμες συνταγές και δεν μεταποιεί την ανθρώπινη σκέψη με σκοπό να γίνει αυστηρώς εκκλησιαστική. Σέβεται απολύτως, κι αυτό είναι η ομορφιά της αλλά ταυτόχρονα αποβαίνει και καταδίκη, την ελευθερία του κάθε προσώπου. Βλέπει τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, έτσι δηλαδή όπως δεν το είδε κανένα φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό ρεύμα. Δεν τον παίρνει να τον μετατρέψει σε οπαδό, σε φανατική φωνή, σε αλλοτριωμένη ύπαρξη. Ο Θεός του έδωσε ελευθερία του ανθρώπου, κι αυτό κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του το αφαιρέσει. Πολλές φορές ο άνθρωπος δεν επιλέγει να φτάσει στα όρια του προσωπικού του εκμηδενισμού ή ακόμη και να τα ξεπεράσει; Πώς κινείται προς το σημείο αυτό; Μέσα από τον σκοτισμό του νου, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί στον άνθρωπο την ανάλογη προαίρεση.
Έτσι, η εκκλησία έχει, μόνη από κάθε άλλη φιλοσοφική σκέψη, την ευλογία να δεχτεί τον άνθρωπο όπως ακριβώς είναι. Όχι όμως για να τον κάνει οπαδό της, θιασώτη ενός στείρου ευσεβισμούς και ηθικισμού, ο οποίος αναλώνεται στα όρια ενός προσωπικού ναρκισσισμού, μιας αλλοτριωμένης ωραιοπάθειας και μιας φανατικής εξέλιξης, αλλά για να τον μεταμορφώσει. Η μεταμόρφωση αυτή, επουδενί δεν αποτελεί έναν ελκυστικό αποπροσανατολισμό ή μια προβοκατόρικη αντίληψη για να καλυφθεί ένας άλλος ιδεαλιστικός και παραπλανητικός σκοπός, αλλά πρόκειται για τον απόλυτο σεβασμό της προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, κι αυτό εκλαμβάνεται είτε ως θεολογική δυνατότητα είτε ως φιλοσοφική, κοινωνιολογική, αλλά ανεπαρκής.
Αν η εκκλησία, σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζει να υπάρχει για τον εαυτό της, το μόνο που θα καταφέρνει θα είναι να αναφέρει την ύπαρξη της σε ένα αυστηρώς ιδεολογικό πλαίσιο, όπου η οντολογία της εν Χριστώ μεταμόρφωσης του ανθρώπου, και θα απουσιάζει και θα καθίσταται ως ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι αλήθεια, δυστυχώς, πως οι εκκλησίες έχουν υψώσει τις τεράστιες τους πόρτες και ένα μέρος των λειτουργών του Θεού καλεί τους πιστούς να έρθουν μέσα, χωρίς να βγαίνουν έξω. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, το υπούργημα της ιεροσύνης, δείχνει ορισμένες φορές, να αναλώνεται σε μία στείρα διδασκαλία ηθικολογικού περιεχομένου, από την οποία ο Λούθηρος κι ο Μακράκης δεν θα είχαν τίποτε να ζηλέψουν.
Αλλά το ζήτημα, η πρόκληση με άλλα λόγια, είναι να έρθουν στην εκκλησία οι πιστοί; Κι ο άνθρωπος που δεν πιστεύει; Δεν έχει χώρο μέσα στην εκκλησία; Οι υπόλοιποι «άλλοι»; Θα μείνουν εκτός σωτηρίας; Αλλά και πάλι γιατί να έρθουν στην εκκλησία; Ακούμε συχνά, να καλείται ο άνθρωπος στην εκκλησία, χωρίς να του δίνεται το ερέθισμα που θα τον οδηγήσει στην εκκλησία. Είναι ξεκάθαρα τα πράγματα. Το μοναδικό ερέθισμα για να σκεφτεί και να έρθει κάποιος στην εκκλησία είναι το πρόσωπο του Χριστού, του τέλειου Θεού και τέλειου ανθρώπου. Όχι του επαναστάτη, του αναρχικού, του κομμουνιστή, του φιλοσόφου, του σπουδαίου ανθρώπου, του ιστορικού Ιησού, του κοινωνικού διαμορφωτή κ.ο.κ.
Αν ο άνθρωπος δεν γνωρίσει το πρόσωπο του Χριστού, και είναι ισχυρή η σκέψη μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να έρθει στην εκκλησία, να πιστέψει, να νηστέψει, να αγαπήσει. Όλα αυτά τα κάνει κι ένας άθεος ή ένας αδιάφορος. Είναι άλλο, για παράδειγμα, να αγαπάς τον άλλον, εκλαμβάνοντας την αγάπη ως ηθική ιδιότητα και αρετή και είναι άλλο να αγαπάς τον άλλον επειδή είναι η εικόνα του Θεού.
Πρόκληση είναι να γνωρίσει ο άθεος, ο αρνητής του Θεού, ο αδιάφορος, ο αναρχικός, ο εχθρός του Θεού, το πρόσωπο του Χριστού. Πρόκληση δεν είναι να γεμίσουν οι ναοί με πιστούς, που δεν γεμίζουν, αλλά να γεμίσει ο άνθρωπος με τη χάρη του Θεού, γνωρίζοντας τον Χριστό. Είναι αδιανόητο να γίνεται λόγος για επανακατήχηση, τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν πιστεύουν, αδιαφορούν για την εκκλησία, άνθρωποι αναρχικοί, άνθρωποι που ο πόνος και οι δυστυχίες της ζωής τους έδιωξαν από την εκκλησία.
Η εκκλησία δεν κινδυνεύει και δεν φοβάται. Ο Χριστός εργάζεται για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων. Αγωνιά για τους μοναχικούς, τους άθεους, τους αρνητές, όσους αμφισβητούν, τους ομοφυλόφιλους, όσους επιλέγουν να αλλάξουν το φύλο τους, τους αναρχικούς που ισοπεδώνουν κάθε αρχή. Έχω ισχυρή την αίσθηση, πως η πρόκληση της εκκλησίας είναι να φέρει την αναρχία και τη ρήξη με κάθε τι που την δεσμεύει να βγει στον κόσμο, στις αγορές και στις πλατείες και να δει τον άνθρωπο και τη ζωή του όπως είναι. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αγαπάνε τον Χριστό γιατί δεν Τον γνώρισαν. Κι όλοι αυτοί, φωνάζουν δυνατά αυτό που έγραφε σε βιβλίο του προς τους νέους ο αναρχικός Πιοτρ Κροπότκιν: «Εμείς όλοι που υποφέρουμε αποτελούμε ένα τεράστιο πλήθος που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει. Είμαστε σαν ωκεανός που μπορεί τα πάντα να σκεπάσει».
Είναι καιρός η εκκλησία να ρίξει τα τείχη, να γκρεμίσει τις μεγάλες πόρτες που την απομονώνουν από τους ανθρώπους που την αναζητούν αλλά δεν βρήκαν τον τρόπο να πιστέψουν. Είναι καιρός του ποιήσαι. Καιρός για ρήξη με την αδιαφορία, την απάθεια. Καιρός για σύγκρουση με κάθε τι που καταντά την εκκλησία ιδεολογία. Καιρός για ανατροπή κληρικαλιστικών αντιλήψεων και ανεύθυνων διακονιών. Πρόκληση δεν είναι να χαίρεσαι για τις εκκλησίες που δεν γεμίζουν, αλλά να αγαπάς τον κάθε διαφορετικό από εσένα, να συναντάς τη διαφορετικότητα του προσώπου του, και να του συστήνεις το πρόσωπο του Χριστού.