Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει ένας Πατέρας της εκκλησίας, ένας εραστής του Χριστού, ο οποίος δείχνει στις μέρες μας να είναι «ξεχασμένος» αλλά και «παρεξηγημένος». Πρόκειται για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον οποίο η εκκλησία μας τιμά στις 10 Ιανουαρίου. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση, που δεν θα ήθελα να έχω ούτε την υποψία της αίσθησης αυτής, ότι ένα μέρος του ιερού κλήρου, έχει άγνοια περί του προσώπου που, του έργου του, κι αυτό φαίνεται και σε λειτουργικό επίπεδο.
Τον αγαπώ τον Νύσσης, τον έχω μέσα στην καρδιά μου∙ τόσο για την προσωπικότητα του, όσο και για τους λόγους του. Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (335 – 395 μ.Χ.), γιος της αγίας Εμμέλειας, αδελφός του Μ. Βασιλείου και της αγίας Μακρίνας είναι ένας από τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης), οι οποίοι με τη θεολογική τους σκέψη άφησαν τη σφραγίδα τους στα θεολογικά γράμματα. Υπήρξε έγγαμος αλλά έχασε νωρίς τη σύζυγο του. Αν και ακολούθησε τον έγγαμο βίο (έως τον 6ο αι. μ. Χ. επιτρεπόταν στους έγγαμους κληρικούς να εκλεγούν Επίσκοποι) αγαπούσε την μοναχική ζωή. Ο Νύσσης ήταν περισσότερο ένας φιλόσοφος παρά ένας θεολόγος ή καλύτερα ένας φιλοσοφημένος θεολόγος που χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία στη διακονία της ευαγγελικής αλήθειας. Εξάλλου αυτό δείχνουν οι επιρροές του από την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Ο Νύσσης έχει γράψει αξιόλογα έργα (δογματικά, λόγοι, επιστολές, ερμηνευτικά, ασκητικά, πολεμικά) κάποια από τα οποία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πατερική γραμματεία και την οποία κοσμούν λαμπρώς. Μερικά από τα σημαντικότερα του έργα είναι: Λόγος Κατηχητικός Μέγας, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, Εις τον βίον του Μωυσέως, Εις το Άσμα Ασμάτων, Περί Παρθενίας, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας κ.τ.λ. Στα έργα του, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με τη θεολογία, καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να ντύσει τη μοναδική αλήθεια του ευαγγελίου με φιλοσοφικούς όρους, σχήματα και θεωρήσεις. Αυτό εξάλλου, κάνει τον ίδιο να διατείνεται ότι «την αρετή της ευσέβειας αποτελεί συγχρόνως η ορθή γνώση της αλήθειας η καθαρότητα του ήθους».
Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει αλλά για να μυήσει τον άνθρωπο στην οντολογία του ορθόδοξου ήθους και στην αλήθεια του Χριστού που σώζει τον άνθρωπο. Δεν μιλάει για έναν τιμωρό Θεό που τιμωρεί το ανθρώπινο γένος για την αμαρτία (όπως κάτι τέτοιο εντοπίζεται στους προτεστάντες, στους ρωμαιοκαθολικούς και στα κείμενα των οργανώσεων), αλλά για έναν Θεό φιλεύσπλαχνο.
Στη σκέψη του Νύσσης δεν συνυπάρχουν η κόλαση και η άπειρη αγάπη και το έλεος του Θεού, αφού κατά τον ίδιο «ἀγάπη πάλιν ὁ Θεός, καί ἀγάπης πηγή». Γράφει, σχετικά, ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας στο βιβλίο του «Η ανθρωπολογία του κακού»: «Ο Γρηγόριος Νύσσης θα κινηθεί στη λογική της άρνησης της πραγματικότητας και της αναγκαιότητας της κόλασης. Κυρίως, δε, αρνείται να δει την κόλαση με νομικό πνεύμα, ως τιμωρία, δηλαδή, η οποία τρομοκρατεί τον άνθρωπο με σκοπό να τον οδηγήσει, μέσα από το μονοπάτι του φόβου, στον Θεό». Είναι αισιόδοξος ο Νύσσης για το ανθρώπινο γένος και αναδεικνύει στα έργα του την φιλανθρωπία του Θεού. Δεν απογοητεύει τον άνθρωπο, αλλά του δείχνει τη Βασιλεία του Θεού.
Ο Γρηγόριος Νύσσης έχει ένα λόγο ιδιαίτερο, συχνά δύσκολο, πολύ φιλοσοφημένο, αφού ο ίδιος φιλοσοφεί θεολογώντας. Ο λόγος του διακρίνεται για το φιλοσοφικό του βάθος και την ωραιότητα των μυσταγωγικών του λόγων. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα, γνωρίζει άριστα τη σκέψη των φιλοσοφικών Σχολών και σε όλα του τα έργα δείχνει επηρεασμένος από αυτήν. Θέλω να σταθώ σε μερικά σημεία. Το γεγονός ότι μίλησε για την αποκατάσταση των πάντων, αυτό οδήγησε στον παραγκωνισμό του, καθώς εκείνος που είχε κάνει λόγο για τη θεωρία αυτή ήταν ο Ωριγένης (τον οποίο η εκκλησία καταδίκασε με πρωτοβουλία του Ιουστινιανού).
Έτσι, υπήρχε διάχυτη η άποψη πως ο Νύσσης επηρεάστηκε από τον Ωριγένη. Μόνο όμως που ο Νύσσης δεν ταυτίζεται με τον Ωριγένη στο θέμα αυτό. Αυτό λοιπόν, στοίχισε στον Νύσσης, ο οποίος από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Κι ενώ η διεθνής θεολογική πραγματικότητα τον αναγνωρίζει ως έναν εκ των Τριών Ιεραρχών, η Ελληνική Εκκλησία προσέθεσε στη θέση του τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όπως αναφέρει ο Στεφανίδης Βασίλειος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία. Εν κατεκλείδι, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεος, αναφέρει για τη σχέση του με τον Ωριγένη, πως «σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία καταδίκασε». Από την άλλη, έρχεται η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) τίμησε τον Νύσσης, αποδίδοντας του τον τίτλο «Πατέρα Πατέρων», έναν πράγματι μεγάλο τίτλο που επιβεβαιώνει το θεολογικό ύψος του ιδίου.
Όλα τα παραπάνω δεν αρκούν για να γνωρίσει κάποιος τον Νύσση. Είναι ελάχιστα και αδυνατούν να ψηλαφήσουν την αγιοσύνη του. Δεν χωράει ο Νύσσης σε δύο σελίδες. Όμως τολμώ να πω, πως οι λόγοι των έργων του, και ιδίως των πιο σπουδαίων, έχουν την δυνατότητα να ελκύσουν τις αναζητήσεις και τα ενδιαφέροντα ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με την εκκλησία, αρνούνται τον Χριστό, δεν πιστεύουν. Γρηγόριος Νύσσης. Ένας καλλιτέχνης που βουτάει το πινέλο της φιλοσοφίας σε ουράνια χρώματα που ανεξίτηλα χαράσσουν θεολογικά χρώματα στον καμβά της ζωής του ανθρώπου, κάνοντας την ελκυστική, ερωτική, ενδιαφέρουσα. Ας κλείσει ο ίδιος…
«Εἰ ἁπλοῦς ὁ Θεός τῇ φύσει, καί ἄϋλος, ἀποιός τε καί ἀμεγέθης, καί ἀσύνθετος, καί τῆς κατά τό σχῆμα περιγραφῆς ἀλλοτρίως ἔχων πᾶσα δέ ὕλη ἐν διαστηματικῇ παρατάσει καταλαμβάνεται, καί τάς διά τῶν αἰσθητηρίων καταλήψεις οὐ δια πέφευγεν, ἐν χρώματι, καί σχήματι, καί ὄγκῳ, καί πηλικότητι, καί ἀντιτυπίᾳ, καί τοῖς λοιποῖς τοῖς περί αὐτήν θεωρουμένοις γινωσκομένη, ὧν οὐδέν ἐν τῇ θεία 212 φύσει δυνατόν ἐστι κατανοῆσαι· τίς μηχανή ἐκ τοῦ ἀῦλον τὴν ὕλην ἀποτεχθῆναι; ἐκ τοῦ ἀδιαστάτου τήν διαστηματικήν φύσιν;…
Ἀλλά μήν καί ἐκ τοῦ Θεοῦ τά πάντα, τῆς Γραφῆς λεγούσης ἀκούοντες, πεπιστεύκαμεν· καί τό ὅπως ἦν ἐν τῷ Θεῷ, τό ὑπέρ τήν ἡμέτερον λόγον, οὐκ ἀξιοῦμεν περιεργάζεσθαι, πάντα τῇ θείᾳ δυνάμει χωρητά πεπιστευκότες· καί τό μὴ ὂν ὑποστήσασθαι, καί τῷ ὄντι πρός τό δοκοῦν ἐπιβαλεῖν τάς ποιότητας. Οὐκοῦν ἀκολούθως, ὡς ἀρκεῖν ἡγούμεθα τοῖς οὖσι πρός τήν ἐκ τοῦ μή ὄντος ὑπόστασιν, τήν τοῦ θείου θελήματος δύναμιν· οὕτω καί τήν ἀναστοιχείωσιν τῶν συνεστώτων εἰς τήν αὐτήν ἀνάγοντες δύναμιν, εἰς οὐδέν ἔξω τοῦ εἰκότος τήν πίστιν παραληψόμεθα. Καίτοι γε δυνατόν ἴσως ἦν, εὑρεσιλογίᾳ τινί τούς περί τῆς ὕλης ἐρεσχελοῦντας πεῖσαι, μή δοκεῖν ἐρήμην κατατρέχειν τοῦ λόγου»
(Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, κεφ. ΚΓ’).