Η νέα ελληνική κυβέρνηση εξετάζει την ιδέα να καλέσει σε δημοψηφίσμα για το πρόγραμμα προσαρμογής. Προκειμένου να αξιολογηθεί η λογική της σημερινής κυβέρνησης καλύτερα, θέλω να θυμίσω τη δική μου απόφαση να προκηρύξω δημοψήφισμα.
Αυτό συνέβη μετά τη σύναψη της Συμφωνίας των Βρυξελλών ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της, τον Οκτώβριο του 2011. Μέρος αυτής της συμφωνίας ήταν η μεγαλύτερη μείωση χρέους που έχει γίνει ποτέ, σε συνδυασμό με μία νέα χρηματοδότησει για την Ελλάδα, καθώς δεν είχαμε πρόσβαση στις αγορές. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε σε αντάλλαγμα να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρυθμίσεις και να ελαχιστοποιήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα ή αλλιώς να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο θα περιόριζε με το χρόνο το βάρος του υψηλού χρέους.
Η Ελλάδα πέτυχε όντως ένα πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά δεν προχώρησε σε δημοψήφισμα. Συνεχίζω να πιστεύω ότι, ένα δημοψήφισμα θα έπρεπε να είχε λάβει χώρα, για τέσσερις λόγους:
Πρώτον, θα δημιουργούσε μια συναίνεση εντός της Ελληνικής κοινωνίας για την αναγκαιότητα των δομικών μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά από την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία δεν υπήρχε στις ελληνικές πολιτικές ελίτ μια τέτοια συναίνεση. Αντιθέτως, οι μεταρρυθμίσεις απορρίφθηκαν με σφοδρότητα από όλα τα κόμματα και τις ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες. Σε ένα δημοψήφισμα ο Ελληνικός λαός θα λάμβανε την απόφαση – και πιστεύω ότι θα ήταν μία σοφή απόφαση, που θα μας έδινε ξεκάθαρη εντολή για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον, ο Ελληνικός λαός θα είχε αποδεχθεί το πρόγραμμα προσαρμογής ως κάτι που είναι προς το συμφέρον του (“κυριότητα του προγράμματος”). Κατοχές, δικτατορίες, εξωτερικές παρεμβάσεις και πόλεμοι, έχουν δημιουργήσει μια πολιτική κουλτούρα εξάρτησης και πελατειακών σχέσεων στην Ελλάδα. Με απλά λόγια ότιδηποτε καλό ή κακό στην πολιτική μεταφράζεται ως αποτέλεσμα των ξένων μηχανορραφιών. Όταν η κρίση έφτασε στην Ελλάδα, τόσο η δεξιά όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης της “παλαιάς Αριστεράς” απέφυγαν τα πραγματικά ζητήματα: το εκτός ελέγχου έλλειμμα, τα πελατειακά συμφέροντα και τις βαθιές θεσμικές αδυναμίες των κυβερνητικών δομών. Αντίθετα ήταν πολιτικά βολικό, να κατηγορήσουν την τρόικα, το μνημόνιο και την κυβέρνησή μου, η οποία αγωνίστηκε για να προωθήση των μεταρρυθμίσεων ενώ την ίδια στιγμή έπρεπε να κάνει οδυνηρές περικοπές στον προϋπολογισμό. Ένα δημοψήφισμα θα τους πίεζε όλους να να επιλέξουν, να παραδεχθούν την πραγματικότητα και να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Τρίτον, θα σταματούσε με το δημοψηφίσμα η συζήτηση περί “Grexit”. Αυτή η συζήτηση είχε καταστροφικές συνέπειες, διότι υπονόμευσε το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, την οικονομική ανάπτυξη και τις επενδύσεις, ενώ δημιούργησε αναταραχή στον Ελληνικό λαό και τις αγορές. Η συζήτηση περί “Grexit” προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου.
Τέταρτον, ένα δημοψήφισμα θα είχε δώσει εγγυήσεις τόσο στους εταίρους μας όσο και στις αγορές ότι η Ελλάδα δεσμεύεται για πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
Ήταν ένα σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατία, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντέδρασαν αρνητικά στην ιδέα μου, παρόλο που γνώριζαν ότι ένα δημοψήφισμα ήταν μία από τις επιλογές μου. Αυτό οδήγησε σε μια μεταβατική κυβέρνηση και δύο βουλευτικές εκλογές το 2012 και το 2015.
Παρά τις διαφορές απόψεων που έχω με τη σημερινή κυβέρνηση, πιστεύω ότι δικαίως επιζητεί μια αλλαγή στη συνεργασία με τους εταίρους μας. Μετά από έξι χρόνια λιτότητας και μεγάλες θυσίες του Ελληνικού λαού, χρειαζόμαστε πολιτικές προσανατολισμένες περισσότερο προς την ανάπτυξη, μία αναδιάρθρωση του χρέους, ανθρωπιστική βοήθεια και υποστήριξη για την καταπολέμηση της ανεργίας. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα πρέπει να δεσμευτεί για περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη των εταίρων μας – και έγιναν πολλά λάθη – ήταν η εμμονή στη λιτότητα αντί να δοθεί έμφαση στις μεταρρυθμίσεις. Το έλλειμα ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου, το βασικό πρόβλημα ήταν οι θεμελιώδεις θεσμικές αδυναμίες.
Στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία, είχα προτείνει ότι, εμείς οι Έλληνες θα πρέπει να γράψουμε το δικό μας σχέδιο μεταρρύθμισεων, ένα Ελληνικό Σχέδιο προοδευτικών μεταρρυθμίσεων ενάντια στις ανισότητες, ένα σχέδιο για τη διασφάλιση της δημοκρατικής λογοδοσίας, για τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την αξιοκρατεία. Ένα τέτοιο σχέδιο θα έπρεπε στη συνέχεια να αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεών μας για μια νέα συμφωνία με τους πιστωτές και τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα δημοψήφισμα θα μπορούσε να επικυρώσει την έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Σήμερα η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί να προκηρύξει δημοψήφισμα για τη νέα συμφωνία με τους δανειστές εάν θεωρήσει ότι υποσχέθηκε πολλά στον προεκλογικό αγώνα και χρειάζεται ανανεωμένη εντολή για να εφαρμόσει μια τέτοια συμφωνία. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα το επικροτούσα, αλλά μόνον αν η κυβέρνηση είχε το θάρρος να ζητήσει από το λαό τη συναίνεση του (θετική ψήφο) για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Πρόκειται για τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για μια πιο δίκαιη κοινωνία και μια βιώσιμη οικονομία. Εάν συμφωνηθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις και υποστηριχτεί το δημοψήφισμα, είμαι σίγουρος ότι η απάντηση θα είναι ένα ξεκάθαρο «ναι» του Ελληνικού λαού. Αν προετοιμαστεί καλά και υποστηριχθεί από τους εταίρους, ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα ήταν σημαντικό κέρδος για τη δημοκρατία και την Ένωση μας καθώς θα έδειχνε ότι η ηγεσία της ΕΕ εμπιστεύεται τους πολίτες της. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα δεν θα είχε μόνο την υποστήριξη σχεδόν όλου το φάσματος των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, θα δημιουργούσε, επίσης, μια νέα δυναμική για πραγματικές αλλαγές στην Ελληνική κοινωνία.