Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Πενήντα χρόνια είχαν περάσει κιόλας από τότε που ο κυρ Μιχάλης πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην προβλήτα του λιμανιού της Αδελαΐδας, στη μακρινή Αυστραλία. Δεν είχε προλάβει να διπλώσει στα τέσσερα το απολυτήριο που πήρε από τον Ελληνικό Στρατό, όταν τον κάλεσε η μεγάλη του αδελφή που ήταν παντρεμένη εκεί, να πάει να τη δει για μερικές βδομάδες. Που να το φανταζόταν τότε ο εικοσάχρονος Μιχάλης, πως του έμελλε να μείνει εκεί για πάντα.
Παντρεύτηκε και έκανε δική του οικογένεια στην Αυστραλία και ούτε που θα ξαναγυρνούσε στην πατρίδα αν δεν έπαιρνε εκείνο το γράμμα από έναν Δικηγόρο της Αθήνας που του ζητούσε πληροφορίες για μια υπόθεση κληρονομιάς. Τότε ήτανε που θέριεψε και πάλι μέσα του, μετά από τόσα χρόνια, η επιθυμία να γυρίσει πίσω. Πόθησε να δει ξανά τον τόπο και το σπίτι που μεγάλωσε και έκανε εκεί τα πρώτα του όνειρα.
Και να τος τώρα εδώ στο πατρικό του στην Ελλάδα, να στέκεται ολομόναχος ανάμεσα σε αναμνήσεις μακρινές και μικροπράγματα αγαπημένα, απείραχτα στην ίδια θέση όπως τα είχε αφήσει η μακαρίτισσα η μάνα του. Ένα δάκρυ γλίστρησε πάνω στο τσακισμένο από το χρόνο και τις αγκούσες της ξενιτιάς πρόσωπο του κυρ Μιχάλη… «Το σπίτι μας ρήμαξε, το πελέκησε η ερημιά».
Έσκυψε και σήκωσε από το σκονισμένο πάτωμα μια ασπρόμαυρη παλιοκαιρίτικη φωτογραφία, θαμπή από την υγρασία και την εγκατάλειψη. Τη γέμισε με χνώτο και την έτριψε απαλά πάνω στο μανίκι του ώσπου καθάρισε τελείως και ζωντάνεψε μέσα στο άσπρο της το πλαίσιο η πρώτη μέρα του στο εργαστήρι του Χατζηκυριάκου, του αργυροχρυσοχόου. Ήτανε αυτός, παιδί ακόμα, μαζί με τον πατέρα του και τον μάστορα τον ξακουστό, όρθιοι ανάμεσα στα βαθιά ξύλινα ράφια του εργαστηρίου, που ήταν γεμάτα με αριστουργήματα παραδοσιακά, γιαννιώτικα. Ήταν εκείνη η μέρα που τον άρπαξε ο πατέρας του από το χέρι, πρωί πριν πάει στο σχολείο και του το ξέκοψε ορθά κοφτά, πως δεν μπορούσε πια να τον σπουδάζει και πως θα έπρεπε να μάθει μία τέχνη. Έμαθε γρήγορα την τεχνική του νιέλλο ο Μιχάλης και πριν ακόμα πάει φαντάρος, άρχισε με επιμέλεια και φαντασία να δημιουργεί δικά του έργα, χαράζοντας το μέταλλο με απίστευτο ταλέντο και ευχέρεια.
Και όταν μετά το στρατιωτικό ταξίδεψε στην Αυστραλία, ήρθε και τον συνάντησε η μοίρα! Καθώς μια μέρα βάδιζε αμέριμνος στους δρόμους της Αδελαΐδας, στάθηκε εμπρός σε μια βιτρίνα με έργα τέχνης λαϊκά, με διαφορετική από αυτή που γνώριζε τεχνοτροπία. Του άρεσαν, κι έτσι ανήσυχος που ήταν, πετάχτηκε απέναντι στα χαρτικά, αγόρασε ένα μπλοκ ζωγραφικής κι ένα μολύβι μαλακό και βάλθηκε να αντιγράφει τα σχέδια και τα εκθέματα απ τη βιτρίνα.
Σαν τον επήρε χαμπάρι ο Αυστραλός ο μαγαζάτορας, βγήκε έξω και τον ρώτησε όλος περιέργεια. «Αυτή είναι η δουλειά μου, του απάντησε ο Μιχάλης, μπορώ κι εγώ να φτιάξω τέτοια στην Ελλάδα». Ο Αυστραλός δεν έχασε την ευκαιρία και του ζήτησε να μπει στο εργαστήρι του και να του φτιάξει κάτι από την τέχνη τη δική του, την ελληνική.
Η εξέλιξη ήταν ραγδαία! Ο Αυστραλός ενθουσιάστηκε από τη δουλειά του Μιχάλη κι έτσι του πρότεινε συνεργασία. Τα έργα που έφτιαχνε το Ελληνόπουλο είχαν μεγάλη απήχηση στους ξένους και αγαπήθηκαν πολύ. Πολύ αγαπηθήκανε και ο Μιχάλης με την Λίνα, τη μονάκριβη κόρη του νέου του αφεντικού κι έτσι σε λίγους μήνες ο Αυστραλός, τον έκανε γαμπρό και συνεταίρο.
Προχώρησε προσεκτικά ο κυρ Μιχάλης τώρα πάνω στο σανίδι και τράβηξε προς τη μεριά του παραθύρου που έβλεπε στο στενοσόκακο. Τίποτε δεν είχε αλλάξει τόσα χρόνια σε τούτη εδώ τη γειτονιά που είχε προσφάτως χαρακτηρισθεί παραδοσιακή και τα παλιά της σπίτια διατηρητέα. Στο περβάζι ήταν ακόμα έντονα αποτυπωμένο το ίχνος της γλάστρας με την ορχιδέα που φρόντιζε η μάνα του τα απογεύματα, χειμώνα καλοκαίρι. «Το λουλούδι της μεγαλοπρέπειας» έλεγε με καμάρι η μακαρίτισσα. Όλοι οι ξένοι που περνούσανε από αυτό το καλντερίμι στεκόντουσαν συνεπαρμένοι, για να φωτογραφήσουνε ή και για να ζωγραφίσουνε το παραθύρι αυτό, κι αυτή την πήλινη τη γλάστρα, την αγαπημένη.
Στιγμή δεν έχασε ο κυρ Μιχάλης! Πετάχτηκε απέναντι στα χαρτικά κι αγόρασε ένα μπλοκ ζωγραφικής κι ένα μολύβι μαλακό. Ύστερα, κάθισε απέναντι από το σπίτι σ΄ ένα πεζούλι, και βάλθηκε να σχεδιάζει την κάθε αμυχή, την κάθε του πληγή που έφερε πάνω του αυτός ο τοίχος. Και το μακρόστενο παράθυρο και τη γλαστρούλα με την ορχιδέα και τη μάνα! Ναι και τη μάνα! Αυτή τη μάνα που μεγάλωσε πέντε παιδιά και της τα πήρε η ξενιτιά γιατί δεν είχε να τα θρέψει!
«Μάνα, ψιθύρισε ο κυρ Μιχάλης, μητέρα των αποικιών, των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, παγκόσμια μάνα. Μάνα της τέχνης, του πολιτισμού και της σοφίας, που δεν μπορείς στην αγκαλιά σου να κρατήσεις τα παιδιά σου. Για σένα Ελλάδα μάνα θα σκαλίσω πριν πεθάνω το πιο μεγάλο μου έργο, το πιο σπουδαίο μου επίτευγμα και θα σε πάρω εκεί, μαζί, στην ξενιτιά. Να μη σε ξαναχάσω»!
Υ.Γ.: Αυτή είναι η ιστορία του Μιχάλη, ενός εικοσάχρονου Ελληνόπουλου που ακολούθησε το μακρινό μονοπάτι που του χάραξε η μοίρα, από τα Γιάννενα ως την Αδελαΐδα.
Όταν τον συνάντησα, πολλά χρόνια μετά τον ξενιτεμό του στην Αυστραλία, να στέκεται συγκινημένος απέναντι από το πατρικό του σπίτι στην οδό Ζαλοκώστα, διαπίστωσα από τα λεγόμενά του ότι γι αυτόν οι έννοιες Μάνα, Πατρίδα, Σπιτικό, ήταν ταυτόσημες.
Πηγή: sta-fora