Άρθρο του βουλευτή Ιωαννίνων – εκπαιδευτικού Γιάννη Στέφου
Η φετινή σχολική χρονιά ξεκίνησε με τα συνήθη προβλήματα: σχολεία χωρίς δασκάλους και καθηγητές, αναπληρωτές που άργησαν να προσληφθούν, ειδικά σχολεία χωρίς ειδικούς, γονείς σε απόγνωση, μαθητές σε αγωνία και τα ΜΜΕ σε προπαγάνδα. Και συνεχίστηκε με μια προσπάθεια διαλόγου, που τορπιλίστηκε ήδη από την πρώτη μέρα.
Συνήθως οι υπουργοί Παιδείας αρχίζουν τις τοποθετήσεις τους εξαίροντας την υψηλή προσφορά των εκπαιδευτικών, αλλά ταυτόχρονα τονίζουν και την αναποτελεσματικότητα του σύγχρονου σχολείου.
Και μιλάμε για τους εκπαιδευτικούς που πληρώνονται λιγότερο σχεδόν απ’ όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου.
Εκπαιδευτικοί που τρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας με 680 ευρώ, εκπαιδευτικοί που δεν διεκπεραιώνουν καθήκοντα αλλά δίνουν την ψυχή τους μέσα στην αίθουσα, που το έργο τους δεν τελειώνει με το χτύπημα του κουδουνιού, αλλά είναι μια αέναη έγνοια για τη μάθηση, τον μαθητή, το σχολείο.
Εκπαιδευτικοί που λοιδορούνται ως τεμπέληδες, ως ανεπαρκείς, που απολύθηκαν στο πλαίσιο της εξυγίανσης του δημόσιου τομέα, που απειλήθηκαν να χαρακτηριστούν «άχρηστοι». Εκπαιδευτικοί που δεν λυγίζουν, που αγωνίζονται και αγωνιούν.
Και χρειάζεται πλέον καθαρός λόγος για να επικοινωνήσεις μαζί τους. Γιατί έχουν δοκιμαστεί στα χρόνια των μνημονίων πολύ. Γιατί επιχειρήθηκε να στραγγαλιστεί κάθε ελευθερία στη μαθησιακή διαδικασία, κάθε διάθεση για δημιουργική προσέγγιση στην τάξη, καθετί, τέλος πάντων, που συνιστά όραμα για ένα διαφορετικό δημόσιο σχολείο.
Και αν το όραμα σβήνει στα 30 και τα 40 χρόνια, φανταστείτε πώς θα είναι ο εκπαιδευτικός των 67 χρόνων που θα διδάσκει ακόμα στην τάξη.
Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα ρεαλιστικά:
1. Τα χιλιάδες κενά, που ασθμαίνοντας το υπουργείο Παιδείας προσπάθησε να καλύψει, είναι απότοκο των μνημονιακών μέτρων αλλά και της ασυνέχειας της πολιτικής.
Αργοπορίες, παλινωδίες (μεταθέσεις τον Μάιο, αποσπάσεις τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο). Χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν τα χρονικά όρια όλων αυτών των διοικητικών ενεργειών ώστε ο Σεπτέμβριος να βρίσκει όλους τους εκπαιδευτικούς στη θέση τους.
Και βεβαίως, είναι καιρός να δούμε ποιες αποσπάσεις σε φορείς είναι πράγματι αναγκαίες και ποιες εξακολουθούν και τώρα να αποτελούν απλά «εξυπηρετήσεις».
2. Είναι επίσης καιρός να δούμε, σε συνεργασία με τις περιφερειακές διευθύνσεις, τον αριθμό των σχολείων που διάσπαρτα στη χώρα εξυπηρετούν περισσότερους καθηγητές παρά μαθητές. Δεν είναι δυνατόν, ετούτα τα χρόνια, να λειτουργούν σχολεία με ελάχιστους μαθητές, που μπορούν να εξυπηρετηθούν σε πολύ κοντινά σχολεία.
3. Η δυσκολία πρόσληψης μόνιμων εκπαιδευτικών και οι χιλιάδες ακάλυπτες διδακτικές ώρες δεν μπορούν να καλυφθούν με «εθελοντισμό». Το ακούσαμε παλιότερα από τον Λοβέρδο, το ακούσαμε σε διαφορετική εκδοχή και αυτή τη φορά.
Ας μιλήσουμε πιο καθαρά: Οι δάσκαλοι και καθηγητές δεν είναι αποκομμένοι από την κοινωνία, είναι οι ίδιοι δοκιμαζόμενοι από την κρίση. Αλλά δεν δέχονται να καλύψουν με τον «εθελοντισμό τους», που θα αξιολογείται ως προσόν κιόλας, τις αδυναμίες του κράτους. Ούτε βέβαια οι πρόσθετες αμοιβές του τύπου 60 € x 25 μαθητές = αμοιβή σε «αριστείς» καθηγητές μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την εκπαιδευτική κοινότητα.
Η πρόσληψη μόνιμων εκπαιδευτικών, επομένως, πρέπει να είναι σκοπός ανυποχώρητος, ακόμα και μέσα σε τούτα τα στενά δημοσιονομικά πλαίσια.
4. Το πρόγραμμα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι τόσο «πλούσιο» που τις περισσότερες φορές οι μαθητές δεν θέλουν να μάθουν τίποτε. Αντικείμενα που επικαλύπτονται, που μοιάζουν να εισήχθησαν μόνο και μόνο για να εξυπηρετηθούν κάποιες ειδικότητες.
Επιχειρήθηκε να γίνει ακόμα πιο «πλούσιο» με την Τράπεζα Θεμάτων και είδαμε τα αποτελέσματά της. Ας αποφασίσουμε, επομένως, ότι χρειάζεται να αλλάξει η στάση όλων μας απέναντι στο σχολείο, δασκάλων, μαθητών, γονιών.
Στόχος του σχολείου δεν είναι να πάρουμε το καλύτερο δυνατό «χαρτί», που θα μας κάνει μετά να έχουμε το καλύτερο επάγγελμα ή να βγάλουμε τα περισσότερα λεφτά.
Στόχος του σύγχρονου σχολείου είναι να μάθουμε να «επενδύουμε» αυτά που μαθαίνουμε για να χτίσουμε την προσωπικότητά μας και τον κόσμο μας.
Και ένα τέτοιο σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι αποδεσμευμένο από τους κανόνες της αγοράς. Εδώ δεν χωράνε δίδακτρα, ούτε «αριστείς», ούτε αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού, γιατί το παραγόμενο εκπαιδευτικό έργο δεν είναι εύκολα ούτε πάντα μετρήσιμο.
Χρειάζεται, λοιπόν, αναδιάρθρωση του προγράμματος, αλλά ας ρωτήσουμε καμιά φορά και τους άμεσα εμπλεκόμενους: τους καθηγητές της τάξης!
5. Το σύστημα εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ μεταρρυθμίστηκε σχεδόν κάθε φορά που ανέλαβε νέος υπουργός Παιδείας. Και βεβαίως απορρυθμίστηκε εντελώς η εκπαιδευτική διαδικασία.
Εξετάσεις που πύκνωσαν, εξετάσεις που δυσκόλεψαν, εξετάσεις που αποξήραναν κάθε όμορφο στοιχείο των μαθητών μας.
Χρειάζεται, άμεσα, να ξεκινήσει ο διάλογος με την εκπαιδευτική κοινότητα και να προωθηθεί εγκαίρως για συζήτηση το νέο σύστημα πρόσβασης, που θα αντικαταστήσει το μεταβατικό (για δύο χρόνια), μια και αφορά τους μαθητές που ήδη βρίσκονται στην Α’ Λυκείου.
Και τούτη η μεταρρύθμιση δεν πρέπει απλώς να επαναλαμβάνει στο καθιερωμένο πια προλογικό σημείωμα ως στόχο την πάταξη της παραπαιδείας, αλλά να θέσει τις βάσεις για την εξάλειψη του ανταγωνισμού και των φροντιστηρίων.
Ο μεγάλος αριθμός υποψηφίων που διεκδικεί μικρό αριθμό θέσεων στο Πανεπιστήμιο σε συνδυασμό με την ανυπαρξία μηχανισμών διαφοροποίησης μέσα στο ίδιο το σχολείο οδηγούν στα φροντιστήρια, που δρουν όχι ενισχυτικά των αδυνάτων, αλλά ανταγωνιστικά των ισχυρών, συντηρώντας έτσι τον ισχυρότερο παράγοντα εκπαιδευτικής ανισότητας.
Και αιτιάσεις όπως «φταίνε οι καθηγητές του δημόσιου σχολείου που ωθούν τους μαθητές στα φροντιστήρια» αποτελούν εύκολη δικαιολογία για ένα σύστημα βαθιά ταξικό.
Ολα είναι θέμα παιδείας, συνηθίζουμε να λέμε, αλλά φτιάξαμε μια παιδεία σε μόνιμη «ύπνωση». Και θέλουμε να την αξιολογήσουμε κιόλας.
Αλλά η αξιολόγηση ας αρχίσει αυτή τη φορά από τα πάνω: από τις πολιτικές που θέλουμε να υλοποιήσουμε, από το σχολείο που θέλουμε να χτίσουμε, από τον τρόπο που οπλίζουμε τους εκπαιδευτικούς μας για να στηρίξουν το σύγχρονο, δημοκρατικό, δημόσιο, δωρεάν σχολείο.
Και αφού συνειδητοποιήσουμε πόσο μόνους έχει αφήσει η πολιτεία τους δασκάλους μας, ας πάρουμε την απόφαση πως πρώτα απ’ όλα χρειάζονται δάσκαλοι σαν αυτούς που ο Καστοριάδης αποκαλεί «ερωτευμένους μ’ αυτό που διδάσκουν», δάσκαλοι που δουλεύουν για τη μάθηση και τη μόρφωση, για τη γοητεία των λέξεων και των ονείρων – και το πόσο σημαντικότερα είναι, ως παρηγοριά στη ζωή μας, από τις γνώσεις που καθαγιάζουν την ύλη.
Και τούτος ο δάσκαλος δεν φτιάχνεται με εκβιασμούς, με απειλές, με επιμορφωτικά σεμινάρια που γίνονται από «ειδικούς» που δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην πραγματική τάξη.
Ούτε βεβαίως φτιάχνεται με διαχωρισμούς τύπου «αριστείς» καθηγητές, που καθοδηγούν τους άλλους, τους «μονόφθαλμους», τους «ελλιπείς» του κ. Αρβανιτόπουλου.
Ο διάλογος για την παιδεία που ξεκινάει δεν μπορεί να γίνει ουσιαστικός, δεν μπορεί να πείσει κανέναν εκπαιδευτικό ότι σηματοδοτεί την αγωνία αυτής της κυβέρνησης της Αριστεράς για το δημόσιο σχολείο, όσο διαχέονται στον Τύπο απόψεις που τορπιλίζουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη, πριν ακόμα αυτή χτιστεί.
Αν είναι να παλέψουμε όλοι μας για το δημόσιο, δωρεάν, καλό σχολείο για όλους, ας ανοίξουμε τα αυτιά μας στους πραγματικούς δασκάλους της τάξης. Ας τους ρωτήσουμε, λοιπόν, μια φορά κι αυτούς!
Πρώτη δημοσίευση: «Εφημερίδα των Συντακτών»