Δίσεκτο ονομάζεται το έτος στο οποίο προσμετράται μια παραπάνω ημέρα, με σκοπό τη διόρθωση σφαλμάτων που προκαλούνται από τον μη ακριβή υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, πλήρους περιστροφής της Γης, στη μέτρηση του ηλιακού έτους.
Με το σύστημα μέτρησης του χρόνου που χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό κόσμο (Γρηγοριανό ημερολόγιο), κάθε έτος διαρκεί περίπου έξι ώρες παραπάνω από τις 365 ημέρες του Ιουλιανού ημερολογίου, περίπου 1/4 της ημέρας, με αποτέλεσμα κάθε τέσσερα έτη να δημιουργείται σφάλμα της τάξεως της μιας πλήρους ημέρας.
Έτσι, στο ίδιο σύστημα έχει καθιερωθεί να προστίθεται μια ημέρα στο έτος ανά τέσσερα έτη (εκτός από τα έτη που διαιρούνται με το εκατό αλλά όχι και με το τετρακόσια και εκτός από τα έτη που διαιρούνται και με το εκατό και με το τέσσερις χιλιάδες), ώστε το σφάλμα των έξι ωρών να απορροφάται.
Η ημέρα που προστέθηκε αρχικά ήταν η έκτη ημέρα πριν από τις καλένδες του Μαρτίου, η bis sextus ή bisextus, δηλ. η έκτη ημέρα που καταμετριόταν δυο φορές, απ΄ όπου και η ονομασία «δίσεκτο» (δις + έκτο) έτος.
Δίσεκτα έτη και προλήψεις
Το έτος με τις 366 μέρες λέγεται δίσεκτο. Παλαιότερα ο λαός δε γνώριζε την επιστημονική εξήγηση της προσθήκης κι επειδή είχε τάση να προικίζει με υπερφυσικές ιδιότητες οτιδήποτε δεν μπορούσε να εξηγήσει, έπλαθε διάφορους μύθους και δοξασίες γύρω από τη «δίσεκτη χρονιά».
Οι σχετικές δεισιδαιμονίες ήταν πολλές και παλιές και όπως έδειξε ο λαογράφος Ν. Πολίτης αρκετές εμφανίζονταν όχι μόνο σε ελληνικές περιοχές, αλλά και στην Ιταλία. Κατά τα δίσεκτα χρόνια, που θεωρούνταν κακότυχα, έπρεπε να αποφεύγονται οι γάμοι και το φύτεμα των αμπελιών. Η χρήση της έκφρασης «δίσεχτοι χρόνοι» επεκτάθηκε και πέραν των συγκεκριμένων ετών, ως γενικότερη αναφορά σε εποχές πολλών συμφορών και δεινών.
με πληροφορίες από wikipedia.gr