Αναμφίβολα ζούμε και θα ζήσουμε ιστορικές στιγμές σαν αυτές που με την απόσταση του χρόνου και την εκ του ασφαλούς αποτίμηση διαβάζουμε στα βιβλία για την πολύπαθη ελληνική ιστορία. Ο ελληνικός λαός κλήθηκε σε δημοψήφισμα την Κυριακή 5 Ιουλίου 2015.
Το τελευταίο δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στην χώρα μας ήταν εκείνο της 8ης Δεκεμβρίου 1974 και αφορούσε το πολιτειακό. Εκεί υπήρξε ένα ξεκάθαρο ερώτημα: αν ο ελληνικός λαός επιθυμούσε τη βασιλευόμενη ή αβασίλευτη Δημοκρατία. Η απάντηση επίσης ξεκάθαρη: υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας τάχθηκε το 69,2% και υπέρ της βασιλευόμενης Δημοκρατίας το 30,8%.
Το δημοψήφισμα αποτελεί μια κορυφαία δημοκρατική διαδικασία. Πρέπει, όμως, να γίνεται με την ορθή διαδικασία και όχι εσπευσμένα. Με ένα σαφές ερώτημα όπου το «Ναι» ή το «Όχι» των πολιτών να αποτυπώνει ξεκάθαρα τις μελλοντικές εξελίξεις.
Το ερώτημα του παρόντος δημοψηφίσματος είναι το εξής: ο ελληνικός λαός καλείται να αποφασίσει με την ψήφο του εάν πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25/6/2015 και αποτελείται από 2 έγγραφα, τα οποία συγκροτούν την πρόταση επί της οποίας προτείνεται το δημοψήφισμα: το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους).
Όσοι πολίτες απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ
Όσοι πολίτες συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ
Στην πράξη λόγω των ραγδαίων εξελίξεων και της σπουδής της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που αγγίζει τα όρια της συνταγματικότητας, ο ελληνικός λαός καλείται να αποφασίσει όχι επί μιας τελικής συμφωνίας αλλά επί ενός προσχεδίου υπό διαπραγμάτευση που κατέθεσαν οι εταίροι-πιστωτές και μάλιστα όχι στην τελευταία εκδοχή του. Δεν θα έπρεπε να τεθεί στη γνώμη του ελληνικού λαού και το προσχέδιο συμφωνίας που κατέθεσε η συγκυβέρνηση και ο πρωθυπουργός; Πόσο διαφέρουν; Ο ελληνικός λαός καλείται μέσα σε πέντε μόλις μέρες να αποφασίσει για ένα προσχέδιο που δεν υπάρχει πλέον στο τραπέζι, αφού οι διαπραγματεύσεις δεν ολοκληρώθηκαν με αποχώρηση της χώρας μας. Με άλλα λόγια, το ερώτημα του δημοψηφίσματος ξεπεράστηκε από τις ραγδαίες εξελίξεις ενώ το κυριότερο θα λειτουργήσει διχαστικά με τη «δημιουργική ασάφεια» του ερωτήματος.
Τι σημαίνει ένα ΝΑΙ; Τι σημαίνει ένα ΌΧΙ; Τι διακυβεύεται από την απόφαση του ελληνικού λαού; Ποιος του εξήγησε ξεκάθαρα;
Αν ο λαός πει «Ναι», το ερώτημα είναι πάνω σε ποιο σχέδιο, αφού κανείς δεν έχει την τελική μορφή του; Ποιος θα εφαρμόσει τις πολιτικές που απαιτούνται λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκυβέρνηση τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του «Όχι»; Θα πάμε σε εθνικές εκλογές; Αν ο λαός πει «Όχι», τι θα σημαίνει αυτή η επιλογή του για την Ελλάδα, ποιο είναι το στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης για την επόμενη μέρα και τι θα σημάνει για την καθημερινότητά του; Διακυβεύεται η Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας; Επιστρέφουμε στη δραχμή; Μια υπεύθυνη πολιτική ηγεσία οφείλει να εξηγήσει ξεκάθαρα τι θα κάνει στο «Όχι» από τη στιγμή που το υποστηρίζει.
Συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων πολιτών αισθάνεται εγκλωβισμένο από τη θολή φύση του ερωτήματος καθώς είναι δυνατόν κάποιος να ψηφίσει «Ναι», αν και διαφωνεί ριζικά με τα νέα δυσβάσταχτα μέτρα για να μη βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Επίσης, κάποιος που θα ψηφίσει «Όχι», γιατί διαφωνεί ριζικά με το προσχέδιο της συμφωνίας, μπορεί να μην επιθυμεί έξοδο από το Ευρώ και την Ευρωζώνη. Άλλος πάλι που θα ψηφίσει «Όχι» μπορεί να το κάνει γιατί θέλει να επιστρέψει η Ελλάδα στη δραχμή και να βγει από την Ευρωζώνη. Με άλλα λόγια, υπάρχει μεγάλη ασάφεια που προκαλείται από το ερώτημα αλλά και το πώς πραγματικά ερμηνεύεται η κάθε απάντηση. Επειδή οι ξεκάθαρες ερωτήσεις δίνουν και ξεκάθαρες απαντήσεις, το δίλημμα απλά και σταράτα θα έπρεπε να ήταν:
– Ευρώ ή Δραχμή;
– Ναι ή Όχι στην Ευρωζώνη;
Οι εξελίξεις, όμως, αφού δεν υπάρχει πλέον καμία συμφωνία στο τραπέζι και με κλειστές τράπεζες οδηγούν τους πολίτες αλλά και τους εταίρους-πιστωτές στην παρακάτω ερμηνεία του «Ναι» και του «Όχι»:
ΝΑΙ = παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ευρώ
ΌΧΙ = έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιστροφή στη δραχμή
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετά από πέντε μήνες διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και τους πιστωτές της χώρας έφθασε στο προσχέδιο μιας εξαιρετικά βαριάς συμφωνίας βαθύτατα υφεσιακής, χωρίς προοπτική ανάπτυξης και διευθέτησης του χρέους. Το ελληνικό σχέδιο ανερχόταν σε μέτρα 8 δις, των εταίρων-πιστωτών σε 8,5 δις ευρώ. Γιατί φθάσαμε, όμως, σ’ αυτή την κάκιστη συμφωνία-προσχέδιο; Οι ευθύνες της συγκυβέρνησης με την παρελκυστική της πολιτική, τον εγκλωβισμό της στις ανέφικτες προεκλογικές παροχές, τη δισυπόστατη στρατηγική (άλλη ρητορική εκτός Ελλάδος, άλλη εντός) και τη δημιουργική ασάφεια είναι μεγάλες. Όμως, η ευθύνη για το αδιέξοδο δεν βαραίνει μόνο τη συγκυβέρνηση. Η δογματική αγκύλωση μέρους των δανειστών που αρνούνται να δουν την πραγματικότητα ιδίως στο θέμα της αναπτυξιακής πορείας της χώρας και της διευθέτησης του χρέους έχουν επιτείνει το αδιέξοδο. Χάθηκε η αξιοπιστία εκατέρωθεν και αυτό τορπίλισε τις προσπάθειες προσέγγισης. Απαιτείται γενναία αλλαγή στρατηγικής τόσο από τους εταίρους-πιστωτές όσο και από την ελληνική συγκυβέρνηση. Πρέπει έστω και στο παρά ένα να προχωρήσουν σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία χωρίς εκβιασμούς και τελεσίγραφα.
Θεωρώ πως στην παρούσα εξαιρετικά κρίσιμη περίσταση για το μέλλον της χώρας μας δεν πρέπει να κλονιστεί η θέση της Ελλάδας από τον πυρήνα της Ευρώπης. Είναι ένα κεκτημένο που δεν πρέπει να απεμπολήσουμε. Η Ευρώπη είναι μια στρατηγική επιλογή. Πρέπει να σταθμίσουμε συνολικά το τι κερδίσαμε και το τι χάσαμε από την ευρωπαϊκή μας πορεία όλες αυτές τις δεκαετίες. Πολύ περισσότερο να αναλογιστούμε τι θα χάσουμε από μια έξοδό μας. Οι αχαρτογράφητες ατραποί και η απομόνωση σ’ ένα εξαιρετικά επικίνδυνο περιβάλλον δεν πρέπει να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική μας κυριαρχία. Πρέπει να αναλογιστούμε σε ποια χώρα θέλουν να ζουν τα παιδιά μας και οι μελλοντικές γενιές. Σε μια χώρα στην καρδιά της Δύσης ή σε μια χώρα εκκρεμές ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή;
Αν το δημοψήφισμα πραγματοποιηθεί, μέσα στο παραβάν ο καθένας μόνος του με ωριμότητα και με τη συνείδησή του ας αποφασίσει αυτό που θεωρεί πιο σωστό για το μέλλον της χώρας. Μετά το δημοψήφισμα πάλι στην Ελλάδα θα είμαστε. Το ζήτημα είναι σε ποια Ελλάδα.
Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες απαιτείται ψυχραιμία και σύνεση. Όλοι είμαστε Έλληνες και δεν χρειάζεται κανένας πιστοποιητικά πατριωτισμού. Ο καθένας βλέπει από διαφορετική οπτική γωνία το πρόβλημα και τη λύση του, την κρίση και τη θέση της χώρας στον κόσμο. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη. Στις δημοκρατίες η πλειοψηφία αποφασίζει. Εκατέρωθεν προσβλητικοί χαρακτηρισμοί δεν έχουν θέση σε μια δημοκρατική διαδικασία. Ελπίζω το δημοψήφισμα να μη διχάσει τον ελληνικό λαό. Ένας διχασμός θα ήταν μια ολοκληρωτική καταστροφή μεγαλύτερη και από την οικονομική. Πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο και από όλους.
Θεωρώ ότι το δημοψήφισμα για ένα εθνικό θέμα αποτελεί τον καθρέφτη της αυτογνωσίας ενός έθνους. Τι γίνεται, όμως, όταν ένα δημοψήφισμα όπως το συγκεκριμένο είναι από τη φύση του θολό και ξεπερασμένο από τις εξελίξεις; Πόσο ευκρινές είναι το αποτέλεσμα που θα εκπέμψει; Πώς θα το ερμηνεύσει πραγματικά ο λαός, η συγκυβέρνηση, τα υπόλοιπα κόμματα και οι εταίροι-πιστωτές; Πού θα οδηγήσει;
Ζούμε εδώ και πέντε τουλάχιστον χρόνια μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία. Σε αρκετές περιπτώσεις στην αρχαία ελληνική τραγωδία για να δοθεί λύση στο αδιέξοδο εμφανιζόταν κάποιος «από μηχανής θεός». Μήπως σε αυτή την ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή τραγωδία που βιώνουμε η λύση θα έρθει από κάποιον «από μηχανής θεό»;
Μήπως αυτός θα είναι ο ελληνικός λαός μέσα από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου; Θα δοθεί λύση του δράματος με την απόφασή του ή θα ζήσουμε και άλλα επεισόδια της τραγωδίας αυτής;
* Έλληνας – Ευρωπαίος ενεργός πολίτης