Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Έφτασα ασθμαίνοντας στο φανάρι της κεντρικής πλατείας. Κοίταξα το ρολόι μου, προλάβαινα οριακά!
– Πού πάτε κύριε να περάσετε, δεν βλέπετε πως ο δρόμος είναι κλειστός για την περιφορά; Με σταμάτησε αυστηρά η φωνή του αξιωματικού της τροχαίας!
Κοίταξα πάλι ανήσυχος το ρολόι μου. Οκτώ και τριάντα πέντε! Άργησα! Η υπάλληλος του καταστήματος ετοίμων ενδυμάτων στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ετοιμαζόταν να κατεβάσει τα ρολά και να κλείσει για το βράδυ. Έπρεπε να περάσω!
– Το πρόσωπό Της λάμπει! Δεν το βλέπεις; Ακούστηκε τότε μια γλυκιά φωνή δίπλα μου! Γύρισα και είδα έναν ηλικιωμένο ιερέα! Δεν έδωσα σημασία.
Με έτρωγε η αγωνία. Αναζήτησα την κάρτα αλλαγής στο βάθος της σακούλας! Ήταν απίστευτη η επιπολαιότητα αυτής της υπαλλήλου να μου βάλει ένα νούμερο μικρότερο πουκάμισο, από εκείνο που της ζήτησα! Και να σκεφτείς, ότι το είχα πληρώσει μια ολόκληρη περιουσία, γιατί ταίριαζε με το πολυτελές καινούριο μου κοστούμι και τη μεταξωτή πικέ γραβάτα. Είχα εκνευρισθεί αφάνταστα!
– Το πρόσωπό Της, λάμπει, δεν το βλέπεις; Επανέλαβε ο ηλικιωμένος ιερέας δίπλα μου και μου χαμογέλασε!
Υπάκουσα αυτή τη φορά και κοίταξα προς την πλευρά του δρόμου. Εκείνη τη στιγμή εξελισσόταν η περιφορά της εικόνας της Παναγιάς. Στέκονταν ψηλά η Παναγιά, πολύ ψηλά! Έκανα μηχανικά τον σταυρό μου και δίπλωσα με μεγάλη προσοχή τη σακούλα, για να μη τσαλακωθεί το καινούριο μου πουκάμισο. Το μαγαζί εν τω μεταξύ απέναντι είχε κλείσει και η υπάλληλος έγινε άφαντη.
Η πομπή προχωρούσε αργά. Μπροστά πήγαινε η μπάντα του δήμου, ακολουθούσε η Αγία εικόνα πάνω στα γερά μπράτσα τεσσάρων τσολιάδων, η εκκλησιαστική χορωδία, δεκάδες ιερείς και άνθρωποι της εκκλησίας, κι ανάμεσά τους ο Δεσπότης. Πιο πίσω έσερναν το βήμα τους βαριεστημένα μερικοί πολιτικοί, πλαισιωμένοι από τα νεαρά αγόρια και τα κορίτσια των χορευτικών συλλόγων με τις παραδοσιακές τους στολές, και τέλος, μια ουρά μεγάλη οι πιστοί, κόσμος πολύς!
Η Αγία εικόνα, μόλις είχε προσπεράσει. Αποκαμωμένος και απογοητευμένος καθώς ήμουν που δεν πρόλαβα ανοιχτό το κατάστημα, τελείως ασυναίσθητα, ακολούθησα κι εγώ ουραγός το γκρίζο πλήθος με σκυμμένο το κεφάλι.
– Ακούς την ψαλμωδία; Επέμενε ο ηλικιωμένος ρασοφόρος, που με είχε πάρει από κοντά.
Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και αφουγκράστηκα. Οι θόρυβοι του δρόμου είχαν τώρα απομακρυνθεί και αντηχούσαν πεντακάθαρα οι ύμνοι προς τη Θεοτόκο.
Όταν τελείωσαν οι ψαλμωδίες, η πομπή στάθηκε μπροστά στο Δημαρχείο. Η Άγια εικόνα, η θαυματουργή, σηκώθηκε στα χέρια των τσολιάδων ακόμη πιο ψηλά και μια ευωδιά πλημμύρισε τον τόπο. Τα φλογερά και ενθαρρυντικά λόγια του Μητροπολίτη ακούμπησαν στις καρδιές των πιστών, που έψαλλαν τους δύο εθνικούς μας ύμνους, σύμφωνα με το κάλεσμά του! Τον Εθνικό μας ύμνο και τον Ακάθιστο: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ».
Κοίταξα γύρω μου. Τα ρούχα των πιστών δεν ήταν πλέον γκρίζα, αλλά χαρούμενα και γιορτινά. Και τα πρόσωπά τους άστραφταν, φεγγοβολούσαν, όμοια με Εκείνο της εικόνας!
– Τώρα βλέπεις; Ακούστηκε, αυτή τη φορά θριαμβευτικά, η φωνή του ηλικιωμένου ιερέα.
Γύρισα να του μιλήσω και να ρωτήσω το όνομά του. Δεν ήταν όμως πια εκεί, είχε χαθεί μέσα στο πλήθος!
Συγκλονίστηκα! Όταν αργότερα επέστρεψα στο σπίτι, άφησα την σακούλα με το πολυτελές πουκάμισο και την κενοδοξία μου να πέσουν στο πάτωμα και στάθηκα μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη της παλιάς σερβάντας. Παρέμεινα εκεί ακίνητος για πολύ ώρα και αναζήτησα, πίσω από το «είδωλο»… τον εαυτό μου.
Πηγή: sta-fora