Γράφουν: Κωνσταντίνος Γάτσιος – Δημήτρης Α. Ιωάννου
Η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται, αναμφίβολα, σε μία πολύ βαθειά κρίση, σε μια ζώνη καταιγίδων. Η εξελισσόμενη κρίση χαρακτηρίζεται από στοιχεία που δεν έχουμε ξαναδεί προηγουμένως και, ενδεχομένως, η ανθρωπότητα δεν θα ξαναδεί ποτέ στο μέλλον. Διότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο παρελθόν, αυτή είναι μία κρίση με δύο κινητήριες αιτίες, αντί για μία.
Η πρώτη είναι η δομική ανισορροπία των διεθνών οικονομικών μεγεθών, δοθέντος ότι η παγκόσμια οικονομία ασθενούσε ήδη, πριν την έλευση του Covid-19. Αυτό οφειλόταν στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίστηκε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Επρόκειτο για μία κρίση υπερχρέωσης η οποία, όμως, στην περίοδο της κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως των ΗΠΑ, δημιούργησε μια κρίση ρευστότητας. Η προσφορά ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν η αναγκαία κίνηση που έσωσε την οικονομία από την καταστροφή. Πλην όμως, η πρακτική αυτή, γνωστή ως «ποσοτική χαλάρωση», δεν απεσύρθη εγκαίρως στη συνέχεια, γιατί οι οικονομίες είχαν συνηθίσει στο «φθηνό χρήμα», όπως ο τραυματίας μετά την ανάρρωσή του έχει πλέον συνηθίσει την μορφίνη και δεν μπορεί χωρίς αυτήν. Έτσι, ενώ το πρόβλημα του 2008 ήταν η υπερχρέωση, το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, διεθνώς, αντί να μειωθεί, από το 2009 και μετά αυξήθηκε. Από 200 τρισ. δολάρια το 2009 αυξήθηκε στα 255 τρισ. δολάρια το 2019 (από το 290% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 320%). Το παγκόσμιο εταιρικό χρέος, ιδιαιτέρως, υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 70 τρισ. δολάρια (πάνω από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Η μόχλευση που δημιουργούσε η πιστωτική χαλάρωση οδήγησε τις χρηματιστηριακές αξίες σε ύψη αναντίστοιχα με τις εταιρικές κερδοφορίες.
Σε αυτές τις δομικές ανισορροπίες που προοιωνίζονταν μια αναπόφευκτη ισχυρή διορθωτική πτώση, την οποία πολλοί ανέμεναν, ήρθε τελείως απροσδόκητα να προστεθεί η πανδημία τού Covid-19 ο οποίος, μάλιστα, θα μπορούσε να επιφέρει μόνος του τεράστια ύφεση ακόμη και σε μία ισορροπημένη οικονομία. Οι οικονομικές του επιπτώσεις είναι διττές και πρωτοφανείς. Δημιουργεί μία τεράστια κρίση ζήτησης μηδενίζοντας την ζήτηση για υπηρεσίες και αγαθά που δεν είναι πρώτης ανάγκης (ταξίδια, ψυχαγωγία κλπ), οδηγώντας τους σχετικούς κλάδους στα όρια της εξαφάνισης. Ταυτοχρόνως, δημιουργεί και μία τεράστια κρίση προσφοράς, δυναμιτίζοντας την παγκοσμιοποιημένη οικονομία που είναι αρθρωμένη γύρω από τις «διεθνείς αλυσίδες αξίας» τις οποίες διακόπτει (οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μεταβούν στις εργασίες τους και να παράγουν, ακόμη και αν υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα τους).
Σε αυτήν την κατάσταση, καμία οικονομική πολιτική κλασσικού τύπου, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Η κλασσική δημοσιονομική επέκταση, ώστε να τονωθεί η ζήτηση, δε θα φέρει κανένα αποτέλεσμα με τους καταναλωτές κλεισμένους στα σπίτια τους. Από την άλλη, η κλασσική προσπάθεια ενίσχυσης της προσφοράς με χαμηλότοκα δάνεια επίσης δεν έχει νόημα: οι ακινητοποιημένες επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται για δάνεια που δε θα μπορέσουν να αποπληρώσουν, εφ’ όσον δεν παράγουν.
Απαιτείται, συνεπώς, μία υβριδική, αντισυμβατική οικονομική πολιτική με ευρύτερους κοινωνικούς στόχους, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση πολέμου. Πρώτο, να κατευθυνθεί όλη η διαθέσιμη κοινωνική ενέργεια στη διατήρηση της δυναμικότητας των κλάδων που εγγυώνται την επιβίωση: διατροφή, υγεία, ενέργεια, ασφάλεια/άμυνα και επικοινωνίες. Δεύτερο, να καλυφθούν οι βιοτικές ανάγκες όλων των πολιτών, ασχέτως εργασιακού καθεστώτος, και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες σε θέσεις εργασίας. Τρίτο, να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερες χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, ώστε το παραγωγικό δυναμικό να είναι έτοιμο να ενεργοποιηθεί πλήρως μετά την λήξη της πανδημίας. Όλα αυτά έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ρευστότητα που, με τη σειρά της, συνεπάγεται την προσφορά «νέου χρήματος». Η γνωστή φράση «ό,τι απαιτείται» για να έχει αποτέλεσμα υπό τις παρούσες συνθήκες πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί σε «όσο χρήμα απαιτείται».
Η αντιμετώπιση της κρίσης προς το καλό όλων απαιτεί διεθνή συνεργασία, συντονισμό και αλληλεγγύη. Κάτι που αν και αυτονόητο στην περίπτωση της ΕΕ και της ευρωζώνης, δεν μπορεί δυστυχώς να θεωρείται δεδομένο. Εμποδίζεται από παραδοσιακές φοβίες, εμμονές και ιδεοληψίες, τόσο σε επίπεδο συλλογικών κοινωνικών προκαταλήψεων όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Οι τεχνοκράτες, προεξάρχουσας της ΕΚΤ, φοβούνται τη δημιουργία πληθωρισμού εάν επιλέξουν την αντισυμβατική λύση της χρήσης του εκδοτικού της δικαιώματος για τη δημιουργία νέου χρήματος προς αντιμετώπιση της κρίσης. Οι ψηφοφόροι των βορείων χωρών, επηρεασμένοι και από μία ειδική κατηγορία πολιτικών, φοβούνται ότι θα κληθούν να πληρώσουν αυτοί τον λογαριασμό για την διάσωση των «αφρόνων» ψηφοφόρων του Νότου.
Πιστεύουμε ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες, οι εν λόγω απόψεις όχι μόνο είναι εσφαλμένες αλλά και ότι λειτουργούν εις βάρος των φορέων τους. Δεν υφίσταται σοβαρός πληθωριστικός κίνδυνος στην περίπτωση της αντισυμβατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων, ειδικά σε χώρες που οι κυβερνήσεις τους δε διαθέτουν «δημοσιονομικό χώρο». Το αντίθετο. Σε κρίσεις από την μεριά της προσφοράς, είναι η κατάρρευση της παραγωγής και τα παραγωγικά «μποτιλιαρίσματα» (bottlenecks) εκείνα που μπορούν να οδηγήσουν σε έλλειψη προϊόντων και άνοδο των τιμών. Όπως συνέβη στην πετρελαϊκή κρίση με τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του ΄70. Η μονομερής παροχή μη-επιστρεπτέας βοήθειας στους κομβικούς τομείς και επιχειρήσεις, κατά την κρίσιμη περίοδο, διευκολύνοντας την προσφορά δρα αντιπληθωριστικά. Πράγμα που είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι πιστεύει ένας παραδοσιακός και μονοσήμαντος τρόπος σκέψης. Αλλά, ακόμη και αν υπήρχε πληθωριστικός κίνδυνος «τώρα» ή «μετά», αυτό θα ήταν δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στα θέματα που διακυβεύονται. Οι σημαντικοί στόχοι σήμερα, έναντι των οποίων όλα τα άλλα, μεταξύ των οποίων και ο πληθωρισμός, έχουν δευτερεύουσα σημασία, είναι η προστασία της υγείας των Ευρωπαίων πολιτών, η κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών και η διατήρηση, όσο το δυνατόν περισσότερο, αλώβητου του παραγωγικού δυναμικού της Ευρώπης.
Ο φόβος των πολιτών και των πολιτικών του πλούσιου Βορρά, από την άλλη, πως θα κληθούν να επωμισθούν τις συνέπειες της κρίσης στην Νότια Ευρώπη, κινδυνεύει να επαληθευθεί όχι εάν συμβάλουν, επιδεικνύοντας πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης, αλλά εάν δεν συμβάλουν! Εάν οι οικονομίες του Νότου οδηγηθούν στην χρεοκοπία, οι συνέπειες θα είναι δυσβάστακτες για τις χώρες του Βορρά, τόσο λόγω των ζημιών που θα υποστεί το «χαρτοφυλάκιό» τους (ομόλογα, επενδύσεις, τραπεζικές οφειλές κλπ), όσο και διότι θα χάσουν την πιο ισχυρή πηγή ζήτησης για τις εκροές των οικονομιών τους.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μία πρωτοφανή κατάσταση, περίπλοκη και συνθέτη. Το παραδοσιακό bazooka στο οποίο επιθυμεί να προσφύγει ο συμβατικός και αρτηριοσκληρωτικός τρόπος σκέψης από μόνο του δεν αρκεί. Ήταν το κατάλληλο όπλο του προηγούμενου πολέμου. Σήμερα απαιτείται σύνθετη, δημιουργική και αντισυμβατική σκέψη και ευελιξία ενεργειών από την πλευρά των ηγεσιών.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος. Είναι συγγραφείς του νεοκδοθέντος βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική.