Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Την προηγούμενη εβδομάδα, η αγία μας εκκλησία τίμησε τη μνήμη της μεγαλομάρτυρας και «πανσόφου» Αικατερίνης. Η αγία Αικατερίνη από μικρή κατείχε ένα μεγάλο μέρος γνώσεων ποικίλων επιστημών. Είχε σπουδάσει την ελληνική, ρωμαϊκή και λατινική παιδεία. Κατά τους χρόνους δε του Μαξεντίου, την συνέλαβαν και την βασάνισαν καθώς ήταν χριστιανή. Σε μία δημόσια συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν οι πιο ικανοί ρήτορες της Αλεξάνδρειας η αγία, με τη χάρη του Θεού, τους αποστόμωσε, αφού με τη χρήση των γνώσεων της κατάφερε να τους μιλήσει για τον Ένα και Αληθινό Θεό.
Εν πρώτοις, οφείλω την πλέον καθοριστική επισήμανση, καταλυτική για την κατανόηση των πραγμάτων. Η αγία Αικατερίνη, όπως και οι υπόλοιποι σοφοί, δεν αγίασαν επειδή γνώριζαν την αριστοτελική και πλατωνική σκέψη, καθώς και τις υπόλοιπες επιστήμες. Η ορθόδοξη πνευματικότητα και το ήθος του ορθόδοξου ανθρωπισμού δεν αποτελεί προϊόν επιστημονικής αντίληψης. Αληθινή φιλοσοφία για το ορθόδοξο μυσταγωγικό πνεύμα θα βρει κάποιος στην αγάπη, την ταπείνωση, τη διάκριση, την ησυχία, την προσευχή, την φιλανθρωπία όπως αυτές οι αρετές στολίζουν με μελιτώδη συνευωχία πνευματικών στιγμών, τις σελίδες της ερήμου, αλλά και του κάθε χώρου αγιασμού του ανθρώπου.
Το ορθόδοξο πνεύμα και η σοφία των Πατέρων της εκκλησίας, ποτέ δεν εξόρκισε κανένα, και το φωνάζω δυνατά και σε πείσμα του απεμπολισμού της γνώσης, στοιχείο το οποίο συνέβαλε στη δημιουργία εκείνης της πνευματικότητας, με άλλα λόγια εκείνου του τρόπου αναφοράς του προσώπου απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Αντίθετα, χρησιμοποίησε κάθε στοιχείο που γεννά αρετή, αγιάζει τον άνθρωπο και τον εξυψώνει στον Θεό.
Επί τούτου, αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο αντλώ από την πατερική γραμματεία και συγκεκριμένα από έναν λόγο του Μ. Βασιλείου με τίτλο «Προς τους νέους ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Γράφει λοιπόν προς τους νέους: «..αλλά να δέχεσθε από αυτούς ό,τι είναι χρήσιμο και να γνωρίζετε τι πρέπει να παραβλέπετε… Και να συναναστρεφόμαστε με ποιητές και λογογράφους και ρήτορες και με όλους τους ανθρώπους, από τους οποίους προκύπτει να προέλθει κάποια ωφέλεια για την επιμέλεια της ψυχής».
Στέκομαι σε μερικά παραδείγματα από τους Πατέρες, τα οποία δείχνουν τη σύνδεση φιλοσοφίας και θεολογίας και πως την χρησιμοποίησαν προκειμένου η φιλοσοφία να υπηρετήσει την αλήθεια της θεολογίας. Πάλι, ο Μ. Βασίλειος στην «Εξαήμερο» (στην οποία παρελαύνουν φιλοσοφία, φυσική, μετεωρολογία, γεωγραφία, φυτολογία, φαρμακευτική, αστρονομία, ζωολογία), σχολιάζοντας έναν ψαλμικό στίχο («ουρανούς ουρανών», Ψαλμ. 148, 4), συμφωνεί με την θέση του Πλάτωνα για την ύπαρξη περισσοτέρων ουρανών, αλλά και διαφωνεί με τον Ξενοφάνη στο θέμα του αγένητου και άφθαρτου κόσμου και στο ζήτημα ταύτισης του κόσμου με τον Θεό. Παρόλα αυτά χρησιμοποιεί, όπως και οι υπόλοιποι Πατέρες, χωρία φιλοσόφων και άλλων επιστημόνων για να συμπληρώσει ή για να αναιρέσει.
Από την άλλη, ο Γρηγόριος Θεολόγος, κάνοντας λόγο για «φιλοσοφία περί Θεού» και «φιλοσοφικό στοχασμό», επαινεί τον φίλο του και κυνικό φιλόσοφο Ήρωνα, αφιερώνοντας του έναν ολόκληρο λόγο (λόγος ΚΕ’) και σημειώνοντας πως ο Ήρων από την κυνική φιλοσοφία κράτησε μόνο το όνομα και το εξωτερικό σχήμα και από την χριστιανική πήρε την αλήθεια και το περιεχόμενο. Κι έρχεται ο Γρηγόριος Νύσσης, ο φιλοσοφικότερος των Πατέρων, και γίνεται «νεοπλατωνικός», «αριστοτελικός», «στωικός».
Τόσο οι κληρικοί, όσο και οι θεολόγοι, μπορούν να διαδραματίσουν και θα διαδραματίσουν με τον καιρό, τον αξιόλογο ρόλο της μόρφωσης του ανθρώπου εις Χριστόν. Αν αναζητήσουν μόνο τον Θεό, θα χάσουν την ευκαιρία να συναντηθούν με τον συνάνθρωπο. Αν αναζητήσουν μόνο τον συνάνθρωπο, θα χάσουν την ευκαιρία να συναντηθούν με τον Θεό. Είναι γνωστό εξάλλου, πως η σχέση με τον Θεό περνάει μέσα από τη σχέση με τον συνάνθρωπο και αντιστρόφως. Ο σύγχρονος κληρικός και θεολόγος καλείται ήδη αλλά και θα κληθεί, έχοντας ως αρχή την αγάπη για τον Χριστό, να απαντήσει σε προκλήσεις, βασανιστικά ερωτήματα και να συνθέσει με μελωδικές αρμονίες φύσημα θεϊκής πνοής σε έρημες ψυχές, σε έρημα σώματα. Αναρχικοί, άθεοι, αρνητές του Χριστού, αμφισβητίες, πολέμιοι του ονόματος Του, σκεπτικιστές, ρομαντικοί, αισθησιοκράτες κι απογοητευμένοι άνθρωποι χτυπάνε και θα χτυπήσουν την πόρτα της εκκλησίας.
Πώς θα παρηγορηθεί ο πόνος του άλλου; Πώς θα απαντήσει ο θεολογικός λόγος στον σκεπτικισμό και στην άρνηση του Θεού; Πώς θα μυηθεί ο άνθρωπος στην ψηλάφηση του Θεού με εμπειρικό και όχι νοησιαρχικό τρόπο; Πώς θα δοθεί μια κάποια επαρκής απάντηση στο βασανιστικό ζήτημα της θεοδικίας; Πώς θα αντιμετωπιστεί η σύγχρονη αθεϊα που καταδικάζει τον Θεό κατηγορώντας Τον ως άδικο και τιμωρό; Πώς θα αντιμετωπιστεί η θεοκτονία που καταντά τον Θεό ιδέα και όχι πρόσωπο; Πώς θα απαντηθεί η άρνηση στο μυστήριο του να γίνεσαι κατά χάριν Θεός και να συνδέεσαι με τον Θεό, αντίληψη που έχει τις ρίζες της στην πλατωνική σκέψη; Πώς τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου θα απαντηθούν; Είναι ικανή η πνευματική μόρφωση να πετύχει κάτι τέτοιο; Φυσικά. Αλλά πολύ φοβούμαι πως η εποχή μας διαθέτει πλήθος ανυποψίαστων, που ακόμη κι αυτή η πνευματική μόρφωση έχει κρυφτεί ή παίζει κρυφτό για τους δικούς της λόγους. Αλλά ακόμη κι όταν γίνεται εμφανής, άλλοτε αποτελεί γνήσια και ήσυχη παρουσία, άλλοτε δε αρέσκεται να περιτριγυρίζεται γύρω από την πνευματική νόσο του γεροντισμού που απαιτεί οπαδούς παρά πιστούς και ελεύθερους εραστές του Νυμφίου.
Αφορισμοί της θύραθεν παιδείας, της φιλοσοφίας, της κοσμικής μόρφωσης, δεν έχουν χώρο στην εκκλησία, πάντοτε υπήρξαν ξένοι προς το εκκλησιαστικό φρόνημα και φυσικά αδικούν το έργο και την προσφορά των ίδιων των Πατέρων της εκκλησίας. Αλλά και κάτι υποκρύπτουν. Ακόμη και η κοσμική φρόνηση μπορεί να διακονήσει, με ήσυχο και ταπεινό φρόνημα, την πνευματική αναγέννηση και μεταμόρφωση του ανθρώπου, όπως ακριβώς έπραξαν οι ίδιοι οι Πατέρες και η αγία Αικατερίνη, οι οποίοι μορφώθηκαν και κοσμικά για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις αιρετικές κακοδοξίες, να έχουν λόγο με επιχειρήματα απέναντι στις αναπάντητες υπαρξιακές αγωνίες, αλλά και γιατί η φιλοσοφία έχει αυτή την μυστική δύναμη να σε οδηγεί στον Αληθινό Θεό.
Αρκεί πάνω απ’ όλα το κέντρο της ζωής, της σκέψης και της ύπαρξης να είναι το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό, το κατάφεραν με μοναδικό και ανατρεπτικό, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, τρόπο οι Πατέρες της εκκλησίας, οι οποίοι πιστεύω πως αν έρχονταν σήμερα, θα απορούσαν με τον εξορκισμό της γνώσης. Και τα πατερικά έργα ακόμη και σήμερα μαρτυρούν πως οι Πατέρες ποτέ δεν αφόρισαν τη σοφία του κόσμου, ποτέ δεν την εξόρκισαν και ποτέ δεν την στοχοποίησαν. Ακριβώς το ίδιο έπραξε και η «πάνσοφος» αγία Αικατερίνη. Συνθέτοντας και χωρίς να αφορίσει κάθε τι που μπορεί να οδηγήσει στην πνευματική μόρφωση και στην επάνοδο του Χριστού από την εξορία. Αυτή είναι μαγκιά. Η επάνοδος του Χριστού από την εξορία.