Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Πιστεύω πως τα παραπάνω λόγια δεν θα άρεσαν καθόλου σε όσους διακηρύσσουν πως ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με τον άνθρωπο, αλλά και σε όσους αρνούνται το μυστήριο της θείας ενανθρώπισης. Κι αν μια τέτοια άρνηση ή καχυποψία δείχνει να είναι μακρινή και να έρχεται από την νεοπλατωνική αντίληψη ή να ξεπηδάει από τους στοχασμούς των Berkeley και Descartes, ο ευαγγελικός και πατερικός λόγος επουδενί δεν εγκλωβίζεται σε σχεσιακά αδιέξοδα, εμπειρικές επιβεβαιώσεις και νοητικά σχήματα.
Ομολογώ όμως, πως παρά την αλήθεια των πραγμάτων που αναδύεται από την εμπειρία της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας, το να αδειάσει ο Θεός και να γεμίσει ο άνθρωπος, «μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο και ποτέ δεν θα παύσει να είναι μυστήριο» κατά τον άγιο Βασίλειο Σελευκείας. Ακόμη και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απορεί πώς μπορεί να συνδέεται ο Θεός με τον άνθρωπο που είχε αμαρτήσει, και διερωτάται «πῶς ὡμοίωται τῷ σώματι τό ἀσώματον; πῶς τῷ ἀϊδίῳ τό πρόσκαιρον; τῷ ἀναλλοιώτῳ τό διά τροπῆς ἀλλοιούμενον; τῷ ἀπαθεῖ τε καί ἀφθάρτῳ τί ἐμπαθές καί φθειρόμενον; τῷ ἀμιγεῖ πάσης κακίας τό πάντοτε συνοικοῦν ταύτῃ καί συντρεφόμενον;».
Εν τέλει, τι δουλειά έχει ο άγιος Θεός με τον αμαρτωλό άνθρωπο; Ο Πλάτωνας κατηγορηματικά θα έλεγε πως δεν έχουν καμία σχέση και ο Πλωτίνος θα διαμαρτυρόταν λέγοντας μας, είναι αδύνατον ο Θεός να συσχετιστεί με την αμαρτωλή ανθρώπινη σάρκα, πόσο δεν μάλλον να την φορέσει.
Οι Πατέρες απορούν λοιπόν και θαυμάζουν το πώς της σάρκωσης του Θεού Λόγου. Ο Βασίλειος Σελευκείας διερωτάται: «Πώς η άκτιστη, αχώρητη και ακοινώνητη ουσία του Λόγου προς κάθε κτίση, που τα Χερουβίμ δεν τολμάνε να δουν, και τα οποία υπερέχουν των υπολοίπων ταγμάτων, ήρθε σε κοινωνία προς την ασθενή και γήινη φύση της ανθρωπότητας;». Και διατυπώνεται μία επαναστατική διακήρυξη, αν μπορεί να λεχθεί έτσι, δια στόματος του ευαγγελιστή Ιωάννη. «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ιω. 1, 14). Η συντριβή κάθε ευσεβισμού, ηθικισμού και απομόνωσης του ανθρώπου από τον Θεό! Ένας αληθινά επαναστατικός λόγος. Αυτός και το «Χριστός Ανέστη»! Γεγονότα που αποτελούν μυστήριο για τον ανθρώπινο νου. Καταλυτικά όμως για τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου και το άλυτο του θανάτου. Γεγονότα μη συμβεβηκότα με την αντίληψη της ανθρώπινης περατότητας, αλλά υπερβατικές αλήθειες που εμβαθύνουν οντολογικά στην φύση του ανθρωπίνου προσώπου, το οποίο και φέρνουν ενώπιον της μεγαλύτερης ευεργεσίας που μπορεί να δεχτεί, ήτοι της χαρισματικής θέωσης ως συνδυασμού της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης και του άπειρου ελέους του Θεού.
Ο Θεός βγαίνει να συναντήσει τον άνθρωπο. Δεν φοβάται. Δεν αγωνιά μήπως χάσει κάτι από την ουσία Του. Δεν φοβάται μήπως πάψει να είναι Θεός με την θεία ενανθρώπιση. Δεν εξορκίζει την ανθρώπινη σάρκα, την οποία και ντύνεται. Ναι, Αυτός ο άκτιστος και ακατάληπτος Θεός! Αποφασίζει με δική Του θέληση να γίνει αυτό που δεν είναι, αλλά γίνεται∙ τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Εξέρχεται από την βεβαιότητα που Του παρέχει η Τριαδική Του παρουσία και κοινωνεί με τον άνθρωπο. Δεν του δίνει μέρος της ουσίας Του, μήτε τον κάνει αθάνατο στη φύση, αλλά και δεν τον μεταβάλλει σε αναμάρτητο. Και είναι άλλο ένα θαυμάσιο σημείο της κένωσης αυτής, το γεγονός ότι η ενανθρώπιση του Θεού δεν είναι μία φαινομενική ενανθρώπιση, μία ενανθρώπιση κατά δόκηση, μία ατσαλάκωτη έξοδος, μία συναισθηματική έξαρση του Θεού, ένα αυθόρμητο ξάφνιασμα προς τον άνθρωπο, αλλά πρόκειται για μία ενέργεια «άφατης και αμέτρητης φιλανθρωπίας» (ευχή Χερουβικού). Μία ενέργεια με οντολογικές συνέπειες σωτηριώδους σημασίας για το ανθρώπινο «είναι». Το «ναι» του Θεού στον άνθρωπο. Το κατεξοχήν άδειασμα Του προκειμένου να γεμίσει ο άνθρωπος.
Έπρεπε οπωσδήποτε ο Θεός να γίνει άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο; Δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας; Κατ’ αρχάς, ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος σε επιστολή του γράφει πως «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τούτο καί σώζεται». Δηλαδή αν ο Θεός δεν προσελάμβανε τον όλο άνθρωπο (χωρίς την αμαρτία), τότε θα παρέμενε αθεράπευτος. Γι’ αυτό προσέλαβε και το σώμα του. Και η ένωση του όλου ανθρώπου με τον Θεό, έσωσε τον άνθρωπο. «Τῷ συγγενεῖ τό συγγενές θεραπεύων» που θα πει και ο Βασίλειος Σελευκείας.
Στη συνέχεια των λόγων του, ο Μ. Αθανάσιος, μιλώντας για την ανάγκη ζωοποίησης του ανθρωπίνου σώματος, σημειώνει: «Δια τούτο ευλόγως ο Σωτήρας ντύθηκε το σώμα, για να συμπλεχθεί το σώμα με την ζωή και να μην εγκαταλειφτεί πλέον ως θνητό στον θάνατο, αλλά να αναστηθεί και να μείνει στο εξής αθάνατο ως ενδεδυμένο την αθανασία. Διότι, αφού ντύθηκε τη φθορά, δεν θα ανασταινόταν, εάν δεν ντυνόταν την ζωή». Στους λόγους αυτούς, φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Θεός με την ενανθρώπιση Του, τίμησε το ανθρώπινο σώμα, το οποίο και αγιάζεται.
Επουδενί, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Θεός τίμησε και με αυτόν τον τρόπο τον άνθρωπο, με το να δεχτεί να γεννηθεί από μία άνθρωπο, την Παναγία. Η Θεοτόκος, και μου αρέσει πάντα να χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο σε πείσμα όσων πιστεύουν πως η Παναγία γέννησε έναν άνθρωπο και όχι τον Θεό, υπήρξε η γυναίκα που μέσα της κυοφόρησε τον αχώρητο Θεό, Τον οποίο ούτε ο ουρανός μπορούσε να χωρέσει.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος, μεταξύ άλλων, έχει γράψει για τη γέννηση του Χριστού σε μία του ομιλία. Πρόκειται για έναν λόγο θαυμάσιο, γεμάτο από την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς τον άνθρωπο. Θεωρώ πως είναι ο πλέον κατάλληλος ως επισφράγισμα στις σημερινές σκέψεις. «Καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γάρ τήν ἐμήν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγώ πλουτήσω τήν αὐτοῦ Θεότητα. Καί ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν᾿ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τό περί ἐμέ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καί οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καί τήν εἰκόνα σώσῃ καί τήν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μέν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δέ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον».
Καλά, ευλογημένα και κατανυκτικά Χριστούγεννα!