Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Τις τελευταίες μέρες βομβαρδιζόμαστε με ανακοινώσεις του τύπου: «Χθες εισήχθησαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, ένας 60χρονος, μία 93χρονη και ένας 73χρονος, που προσβλήθηκαν από τον κορονοϊό μετά από το ταξίδι τους στους Άγιους Τόπους», «Ο 70ρονος και η 62χρονονη που επέστρεψαν πρόσφατα από την Ιταλία…», «Σήμερα κατέληξε από κορονοϊό, ο 55χρονος που νοσηλεύονταν στη ΜΕΘ με βεβαρυμμένο ιατρικό ιστορικό και χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης…».
Μέσα από αυτή την κρίση, φαίνεται να χάνουμε ένα κομμάτι από την ταυτότητά μας και να γινόμαστε απλά «αριθμημένοι». Σαν να μας αποκόπτουν τις ρίζες μας, στο όνομα του ιατρικού βεβαίως απορρήτου. Ο κύριος ή η κυρία 55, 65, 73 κ.ο.κ.
«Οι Αριθμημένοι», είναι και ο τίτλος μιας θεατρικής ουτοπίας που έγραψε μισό περίπου αιώνα πριν, ο νομπελίστας Βουλγαροεβραίος Ελίας Κανέττι, παρουσιάζοντας, θα έλεγε κανείς προφητικά, μια μελλοντική διαφορετική κοινωνία. Μια θεατρική παράσταση που είχα την τύχη να παρακολουθήσω παλιότερα σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση στο Θέατρο Μακεδονικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Στο έργο αυτό, οι άνθρωποι αντί για όνομα έχουν έναν αριθμό, ο οποίος τους δίνεται κατά την γέννησή τους από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή που υποκαθιστά την εξουσία κάτω από ένα καθεστώς απόλυτης Παγκόσμιας Δικτατορίας. Το σημαντικό σε αυτή την ιστορία, είναι ότι ο αριθμός-όνομα, αντιπροσωπεύει τη διάρκεια της ζωής κάθε ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να γίνεται σε κανέναν γνωστή η ημερομηνία γέννησής του. Για παράδειγμα ο 50, ξέρει ότι θα ζήσει πενήντα έτη, αλλά δεν γνωρίζει τον ακριβή χρόνο του θανάτου του, εφόσον δεν γνωρίζει το πότε γεννήθηκε. Στόχος του συγγραφέα είναι να αναδείξει τον προβληματισμό του ανθρώπου απέναντι στο μοιραίο, και πιο συγκεκριμένα στη στιγμή του θανάτου!
Η παράσταση ήταν συγκροτημένη σε περισσότερες από είκοσι σκηνές, προκειμένου να δώσει το εύρος των πλεονεκτημάτων αυτής της ουτοπικής κοινωνίας των ανθρώπων-αριθμών. Μιας κοινωνίας στην οποία, επί παραδείγματι, δεν γίνονται ποτέ φόνοι καθότι ο θάνατος, αν συνέβαινε, δεν θα οφείλονταν στην ενέργεια του φονιά, αλλά θα ήταν αποτέλεσμα του προκαθορισμένου από το κομπιούτερ-κυβερνήτη χρόνου θανάτου του θύματος. Συνεπώς, δεν είχε νόημα ο φόνος.
Από την άλλη όμως, εμφανίζονται στην πορεία και τραγικά μειονεκτήματα αυτής της κοινωνίας, με αποκορύφωμα τον τρόμο που επικρατεί στους ανθρώπους απέναντι στον θάνατο. Ο προκαθορισμένος χρόνος θανάτου, στην ουσία εκμηδενίζει την ψευδαίσθηση μέσα στην οποία ζούμε και δημιουργούμε, πιστεύοντας ότι είμαστε άτρωτοι και πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Χωρίς αυτή την ψευδαίσθηση ο άνθρωπος εξουδετερώνεται, μη έχοντας διάθεση για δημιουργία, ούτε επιθυμία να διεκδικήσει! Γίνεται πιόνι, όργανο! Όταν μάλιστα ο χρόνος του είναι λίγος, δεν έχει νόημα ούτε η ανατροφή, ούτε η διαπαιδαγώγησή του.
Σε μία από αυτές τις σκηνές, παρουσιάζεται ένα μικρό παιδί και ένας ηλικιωμένος κύριος, τον οποίο στην συγκεκριμένη παράσταση υποδύονταν συγκλονιστικά, ο αείμνηστος Γιάννης Βόγλης.
Το παιδί, χωρίς καν να γνωρίζει τον ηλικιωμένο κύριο, συμπεριφέρεται κακότροπα, σαν αγρίμι. Τον προσβάλλει, τον πετροβολεί και χυδαιολογεί σε βάρος του ξεδιάντροπα. Για να καταλήξει η σκηνή με τον εξής διάλογο:
– Αυτά παιδί μου σου μαθαίνουν στο σχολείο;
– Μα δεν πηγαίνω σχολείο;
– Οι γονείς σου δεν σου τραβήξανε ποτέ το αυτί, δεν σου είπανε πιο είναι το σωστό;
– Όχι, απαντάει το παιδί απορημένο. Είμαι ελεύθερος να κάνω ότι μου αρέσει.
– Μα πώς σε λένε τέλος πάντων παιδάκι μου; Ποιο είναι το όνομά σου;
– Με λένε «Δέκα», απαντάει το παιδί και πέφτει η αυλαία.
…
Μια άλλη παράσταση τρόμου εξελίσσεται τελευταία δίπλα μας, με την πανδημία του κορονοϊού, η οποία δυστυχώς δεν διαδραματίζεται στο θέατρο, ούτε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ουτοπία:
Η σκηνή παρουσιάζει μια τεράστια φάλαγγα με στρατιωτικά οχήματα, σταματημένη καταμεσής στην άδεια από κυκλοφορία οτοστράτα. Σαράντα περίπου χιλιόμετρα έξω από το Μιλάνο της Ιταλίας, στο Μπέργκαμο, ο τόπος έχει γεμίσει πτώματα, κι έτσι, τα νέα θύματα της πανδημίας μεταφέρονται τώρα μακριά, για να ταφούν με συνοπτικές διαδικασίες σε κάποιον άλλο τόπο άγνωστο στους φίλους και στους συγγενείς, χωρίς τον τελευταίο ασπασμό, χωρίς το γοερό κλάμα των αγαπημένων τους, χωρίς ένα λουλούδι. Για να καταχωνιαστούν ξεχασμένοι από τους δικούς τους ανθρώπους, αφού όπως όλοι γνωρίζουμε, όσο μακραίνουν οι δρόμοι που μας χωρίζουν από τους αγαπημένους μας, τόσο κονταίνουν οι θύμισες! Και το χειρότερο; Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν όνομα και σύντομα ίσως δεν θα έχουν …παρελθόν. Σα να μην άφησαν πίσω τους τίποτα:
– Ο «2», ο «7» κι ο «14» είναι για το νεκροταφείο της Μπολόνια. Ο «104» ο «149» και ο «320» πάνε στο Μπάρι. Τα φέρετρα από τον «570» έως τον «795» θα τα μεταφέρουμε για ενταφιασμό στη Σικελία, ακούγεται ραγισμένη πίσω από την ασφυξιογόνο μάσκα η φωνή του επικεφαλής της φάλαγγας να δίνει οδηγίες.
– Δεν είμαστε άτρωτοι, το τέλος έρχεται. Δεν έχουμε πια ταυτότητα, είμαστε απ΄ όλους κι από όλα αποκομμένοι. Είμαστε απλά «αριθμημένοι», παρατήρησε ένας οπλίτης οδηγός, έχοντας τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια του, προβληματισμένος από τον θάνατο που είχε φορτωμένο στην παγωμένη καρότσα του τεράστιου στρατιωτικού του οχήματος.
Ποια κοινωνία ξημερώνει αλήθεια αύριο;
Η λύτρωση στο αριστούργημα του Ελίας Κανέττι, είναι υπόθεση ολίγων εκλεκτών που επαναστατούν και ανατρέπουν το καθεστώς της παγκόσμιας ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Αντίθετα, απ΄ ότι φαίνεται, η λύτρωση απέναντι σε κάθε είδους και μορφής «πανδημίας» που μπορεί να μεταβάλλει απότομα το κοινωνικό σύστημα στο οποίο υπαγόμαστε και να ανατρέψει τα κεκτημένα του, είναι υπόθεση όλων μας. Ανεξαιρέτως!