Γράφει ο ιατρός Δημήτρης Χατζηστεφανίδης
Είναι κάτι που το χουμε δει όλοι μας. Η έκρηξη φιλοζωίας στο Δυτικό Κόσμο δεν είχε ποτέ ανάλογο προηγούμενο στην ιστορία της Ανθρωπότητας. Οργανώσεις αγωνίζονται για τα Δικαιώματα των Ζώων, αιτούνται καλύτερες συνθήκες αντιμετώπισης των αδέσποτων ζώων και των πειραματόζωων, άνθρωποι υιοθετούν και αντιμετωπίζουν τα ζώα ως ανθρώπους, τα ντύνουν με πλούσια και επώνυμα ρούχα, τους αγοράζουν παιχνίδια ακριβά και τους παρέχουν τις καλύτερες τροφές, ενώ δεν λυπούνται τα κτηνιατρικά έξοδα. Και δεν αναφέρομαι εδώ σε ζώα της κτηνοτροφίας ή σε ζώα που χρησιμοποιούνται για αγροτικές εργασίες. Μιλάω για τα κατοικίδια, τις γάτες και τους σκύλους και τελευταία τις σαύρες, τα φίδια, τα ινγκουάνα και ότι άλλο έχει υιοθετηθεί ως κατοικίδιος φίλος στα σπίτια μας. Κομμωτήρια, νοσοκομεία ζώων, παιχνίδια, ρούχα και τροφές, καθισματάκια και τσάντες μεταφοράς, σαμπουάν, πετσέτες και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, προσφέρονται από μια βιομηχανία που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια για να καλύψει τις ανάγκες αυτές. Αποτελεί δείγμα υψηλής κοινωνίας και αυξημένης ευαισθησίας η κατοχή ενός κατοικίδιου και η περιποίησή του με ανθρώπινους όρους και μέσα.
Την ίδια στιγμή, στις ίδιες κοινωνίες, άνθρωποι πεθαίνουν άστεγοι, χωρίς δικαίωμα ιατρικής περίθαλψης, ζούνε στοιβαγμένοι σε παράγκες σαν σταβλισμένα ζώα, τρώνε από τα σκουπίδια και κυκλοφορούν ρακένδυτοι. Το σύστημα υγείας στις ΗΠΑ, που αρνείται εν πολλοίς την υγειονομική περίθαλψη ανασφάλιστων, αποτέλεσε μήλο της έριδος κατά την πρόσφατη προσπάθεια μεταρρύθμισης.
Ο ίδια ευαισθητοποιημένη φιλόζωη κουλτούρα αρνήθηκε σε μεγάλο ποσοστό τη δωρεάν περίθαλψη, επεδίωξε να αποκλείσει από τις υπηρεσίες υγείας όσους δεν μπορούν να πληρώσουν, θέλησε να αποστερήσει από άπορους ή οικονομικά αδυνάτους συνανθρώπους της το δικαίωμα στην υγεία και να κρατήσει αποκλειστικά για τον εαυτούλη της το μέγιστο των πόρων που μπορεί να εξασφαλίσει. Φαινόμενο κοινό σε όλους τους τομείς η άρνηση της εξασφάλισης ενός ανθρωπινού επιπέδου για όλους και η αυτιστική επιδίωξη του μέγιστου οφέλους για τον εαυτό. Η άρνηση και η περιφρόνηση του συνανθρώπου, η κατάρρευση της κοινωνίας σε ζούγκλα επικράτησης και, παράλληλα, η ταυτόχρονη επίδειξη συμπεριφορών ανθρωπισμού που φτάνουν και σε ακραίο βαθμό προς όντα που δεν συμμερίζονται, αλλά και ούτε χρώνται τέτοιων προνομίων. Η στάση αυτή απαντάται μόνο στον λεγόμενο Δυτικό Πολιτισμό. Εκφράζει άραγε κάτι, μια ψυχοπαθολογία ενός πολιτισμού που έχασε τον αξιακό του προσανατολισμό ή αποτελεί αναγκαίο αποτέλεσμα ιστορικών συνθηκών; Είναι μήπως ένα απλά τυχαίο συμβάν, χωρίς κάποια ανθρωπολογική και πολιτισμική προϋπόθεση;
Σε τι οφείλεται μια τέτοια στάση είναι θέμα ανάλυσης κοινωνιολόγων. Εν τούτοις, δεν μπορεί να μην σχετίζεται με το ανθρωπολογικό υποβιβασμό του Δυτικού ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν διαφοροποιείται από τα λοιπά όντα τότε η παραπάνω συμπεριφορά δεν αποτελεί παραδοξότητα. Αποτελεί φυσική συνέπεια και αναμενόμενη εκδήλωση. Όμως υπάρχει ακόμα μέσα μας μια φωνή, μια εμπειρική συνειδητοποίηση πως, παρά τις ομοιότητες, ο άνθρωπος διαφέρει υπαρκτικά. Η διαφορά αυτή δεν είναι απλά ποσοτική (π.χ. ευφυέστερος, προνοητικότερος κλπ) αλλά διαφορά ποιοτική. Και η διαφορά αυτή, τόσο υποβαθμισμένη στις μέρες μας, είναι που καθιστά την παραπάνω συμπεριφορά παράδοξη και περίεργη. Τι σημαίνει όμως αυτό; Πώς διαφοροποιείται ο άνθρωπος και τι είναι αυτό που παρέβλεψε ο Δυτικός Κόσμος;
Η διαφορά του ανθρωπίνου όντος έγκειται στην εγγενή του ικανότητα να υπερβεί του φυσικούς καταναγκασμούς, τις αναγκαιότητες που γεννά η φύση του. Αυτό δεν σημαίνει την απόρριψη των φυσικών ιδιοτήτων, αλλά την υπέρβασή τους, την μετουσίωση τους και την απόδοση νέου νοήματος. Ένα απλό παράδειγμα αποτελεί η ανάγκη του φαγητού. Αυτό που στα ζώα αποτελεί μια απλή φυσική λειτουργία, μια αναγκαιότητα στην οποία είναι υποταγμένα, στον άνθρωπο έχει λάβει άλλη διάσταση. Η λειτουργία αυτή έχει μετουσιωθεί και αποτελεί, τουλάχιστον ως πρόσφατα, μέσο κοινωνίας. Οι άνθρωποι τρώνε μαζί πρώτα ως έκφραση κοινωνικότητας και δευτερευόντως για να καλύψουν την ανάγκη τους. Ο άνθρωπος μπορεί να αρνηθεί τη λήψη φαγητού, μπορεί να πεθάνει ακόμα και από ασιτία, αν έτσι κρίνει. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου αποτελούν σύμβολο υπέρβασης της φυσικής αναγκαιότητας, προκειμένου να μείνουν πιστοί στα υψηλά τους ιδεώδη. Και είναι οι στιγμές αυτές της ανθρώπινης ιστορίας που λάμπουν ες αεί, οι στιγμές που ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φύση του, εκδηλώνοντας έτσι την υπαρκτική του ιδιαιτερότητα, το νόημα της ύπαρξής του.
Η ιδιότητα αυτή είναι εγγενής, ωστόσο δεν είναι απαραίτητο να εκδηλωθεί. Αυτό αποτελεί θέμα πολιτισμού και συνεχούς άσκησης για την υπέρβαση των φυσικών προκαθορισμών και την εκδήλωση της ανθρώπινης αυτής ιδιαιτερότητας, του ανθρώπινου προσώπου. Το πρόσωπο, η έννοια αυτή που σημαίνει ακριβώς την εκδήλωση της υπέρβασης των φυσικών προκαθορισμών και την υπαρκτική πληρότητα του ανθρώπου, ήδη από την ετυμολογία της φανερώνει πως το πρόσωπο δεν μπορεί να αναδυθεί μονήρες, αποκομμένο και ανεξάρτητο. Πρόσωπο (προς + όψη) σημαίνει στρέφομαι προς κάπου, αντικρίζω και αντικρίζομαι από κάποιον. Η ανάδυση του προσώπου απαιτεί την ύπαρξη και ενός δεύτερου όρου για τη δημιουργία μιας σχέσης. Η σχέση είναι η αναγκαία συνθήκη της ανάδυσης του προσώπου και κατ’ επέκταση η κοινωνία (το κοινωνείν) ο χώρος άσκησης και εμφάνισης της υπαρκτικής πληρότητας του ατόμου. Η έννοια της κοινωνίας είναι πλέον ασαφής, αλλά οπωσδήποτε θα πρέπει να εννοήσουμε κάτι περισσότερο από την απλή συνύπαρξη ατόμων στον ίδιο γεωγραφικό χώρο για την εξυπηρέτηση χρηστικών αναγκών. Η κοινωνία αποτελεί το στίβο άσκησης και το χώρο όπου το πρόσωπο καλλιεργείται και αναφαίνεται, συναντώντας τα υπόλοιπα πρόσωπα. Η συνύπαρξη προσώπων καθορίζει την κοινωνία και όχι η απλή συμβίωση ανθρώπινων όντων. Η αλήθεια αυτή, γνωστή από αιώνες στο τόπο μας έδωσε ως αποκορύφωμα την αθηναϊκή δημοκρατία και αργότερα τις κοινότητες των Ελλήνων. Χώρους όπου οι άνθρωποι ασκούνταν στην αρετή και δεν συμβίωναν απλά με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Προς τούτο η μη συμμετοχή στα κοινά θεωρούνταν κατακριτέα στην Αθήνα της αρχαιότητας και ο μη συμμετέχων ιδιώτης έφτασε να σημαίνει τον ηλίθιο. Αντίστοιχη στάση παρουσίαζαν και οι ελληνικές κοινότητες ως πρόσφατα, όπου ο μη συμμετέχων στα κοινά (αυτός που δεν κοινωνούσε) ήταν ο “ακοινώνητος”, ακόμα και αν ήταν σωστός στις τυπικές του υποχρεώσεις προς την κοινότητα. Πηγαίνοντας ακόμα πιο βαθιά, η έννοια του προσώπου απαιτεί την ύπαρξη του κατεξοχήν Προσώπου, ενός Προσωπικού θεού ή παλαιότερα ενός εξανθρωπισμού των θείων δυνάμεων, πηγή και κλήση για την ανάδυση του ανθρώπινου προσώπου. Μια τέτοια ανάλυση όμως ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Η αποτυχία της αυθυπέρβασης της φύσης, η αποτυχία δηλαδή εμφάνισης του προσώπου, οδηγεί στην υποταγή του ανθρώπου στους φυσικούς του προκαθορισμούς, στις άλογες δυνάμεις της φύσης του, αφαιρώντας του σταδιακά και όσο υποστρέφει την ειδοποιό του διαφορά από τα υπόλοιπα ζώα. Ο άνθρωπος από πρόσωπο, καθίσταται άτομο, μια αδιαφοροποίητη μονάδα του είδους του, διαχωριζόμενος από τα άλλα άτομα και ζώα μόνο από περιστασιακές διαφορές της εμφάνισης και της βιολογίας του, οι οποίες αποτελούν συνέπεια της φύσης του. Η δυνατότητα όμως του ανθρώπου να υπερβεί τη φύση του δεν χάνεται ποτέ, κανείς άνθρωπος δεν εξατομικεύεται πλήρως. Η εγγενής αυτή τάση παραμένει, απλά αποτυγχάνει συνεχώς στο να εκπληρωθεί, οδηγώντας στην εμφάνιση του αισθήματος του κενού και της μοναξιάς.
Η κρίση εξατομίκευσης της Δύσης σήμερα, η οποία μετά την αποτυχία της να προχωρήσει στην κατανόηση της έννοιας του Προσώπου και εγκλωβισμένη στο στάδιο του ατόμου, οδηγεί στην σημερινή της υπαρκτική αποτυχία. Ο εξατομικευμένος άνθρωπος της Δύσης αδυνατεί να αναδυθεί ως πρόσωπο. Ο λόγος είναι η απουσία της σχέσης με άλλα πρόσωπα, της ιδρυτικής συνθήκης ανάδυσης του προσώπου. Και η απουσία αυτή οφείλεται στον εξοστρακισμό της έννοιας της Προσωπικής θεότητας, η οποία καλεί σε σχέση και επιτρέπει την αρχική εμφάνιση του ανθρωπίνου προσώπου. Ακολούθως η αποτυχία αυτή θα οδηγήσει τη Δύση σε υποστροφή και εγκλωβισμό στην εμφάνιση ατόμων, στην κατάρρευση των ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων και στη σημερινή εικόνα της ασήκωτης μοναξιάς και μοναχικότητας που νιώθουν οι κάτοικοι πόλεων με πληθυσμό εκατομμυρίων. Μοναξιά μέσα σε μια ανθρωποθάλασσα, σε ανθρώπινους ωκεανούς, σημαίνει την απουσία σχέσης, δηλαδή την απουσία προσώπων. Απλή συνύπαρξη ουδέτερων ατόμων, μη δυνάμενων να σχετισθούν μεταξύ τους, εφόσον αυτά έχουν ήδη αποπροσωποποιηθεί.
Η εγγενής όμως τάση αυτή του ανθρώπου, η αναζήτηση έτερου προσώπου, θα τον οδηγήσει τυφλά στην “προσωποποίηση” άλλων όντων. Ο απρόσωπος άνθρωπος, ο υποταγμένος στη φύση του, δεν διαφοροποιείται από κάθε άλλο ζώο και έτσι, αντιστρόφως και παθολογικώς, σε κάθε άλλο ζώο μπορεί να αποδοθεί η δυνατότητα του προσώπου. Ο ζαλισμένος ψυχισμός του σημερινού ανθρώπου οδηγείται στην προσωποποίηση ζώων και στην ζωοποίηση ανθρώπων. Αντιμετωπίζει τα κατοικίδια ως τον πολυπόθητο δεύτερο όρο της σχέσης, επιχειρώντας ματαίως την αναζήτηση του Προσώπου. Η αποτυχία της αναζήτησης αυτής στα σκυλιά και τις γάτες, τα μέχρι πρότινος κατοικίδια, έφερε στο προσκήνιο τα φίδια και τα ινγκουάνα, ζώα όλο και προγενέστερα στην εξέλιξη των ειδών. Για να αρχίσουν ταχέως να εμφανίζονται τάσεις προσωποποίησης άψυχων όντων, αυτοκινήτων και κινητών τηλεφώνων, υπολογιστών και ηλεκτρονικών περσόνων και τελευταία πλαστικών κούκλων που μιμούνται τον οργασμό.
Η τραγική αυτή έκπτωση και υποστροφή του ανθρωπολογικού τύπου στη Δύση, αποτελεί το κατεξοχήν σημάδι της παρακμής ενός πολιτισμού που αδυνατεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην υπαρκτική του πληρότητα και, αντιθέτως, καλλιεργεί πλέον εντατικώς τη συνεχή του υποβάθμιση, την εξατομίκευσή του και τον εγκλωβισμό του μέσα στην έρημο της υπαρξιακής μοναχικότητας, που προκαλεί η απουσία σχέσεων προσώπων.