Η όλη διαδικασία και η συζήτηση, κατά τη συνεδρίαση της Συγκλήτου, πραγματοποιήθηκαν σε ένα θετικό κλίμα. Ωστόσο, τα μέλη της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων προέβησαν στις παρακάτω επισημάνσεις που θεωρούν ότι συντελούν σε μια καλύτερη έκβαση του συνολικού εγχειρήματος. Πιο συγκεκριμένα επεσήμαναν:
Το άρθρο 1, παρ. 1, του Σχεδίου Νόμου για το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Τ.Ε.Ι. Ηπείρου αναφέρει ότι «Το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου), με έδρα την Άρτα απορροφάται, από την 1η-10-2018, από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αυτοδικαίως, χωρίς άλλη διαδικασία και κατά παρέκκλιση κάθε άλλης ισχύουσας διάταξης».
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δεν συμφωνεί με τη διατύπωση «χωρίς άλλη διαδικασία και κατά παρέκκλιση κάθε άλλης ισχύουσας διάταξης», καθώς κρίνει ότι οι αποφάσεις των Θεσμικών Οργάνων (Σύγκλητος, Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων) των αντίστοιχων Ιδρυμάτων πρέπει να έχουν, στη διαδικασία αυτή, ουσιαστικό ρόλο και να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Παράλληλα, κρίνει ότι πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το πρώτο άρθρο του Σχεδίου Νόμου δεν αντίκειται στο αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων και στην ισχύουσα Νομοθεσία.
Το Τμήμα Μαθηματικών της Σχολής Θετικών Επιστημών, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών της Σχολής Επιστημών Υγείας, σύμφωνα με ομόφωνες αποφάσεις των Γενικών τους Συνελεύσεων, τις οποίες παρουσίασαν στη Σύγκλητο οι Πρόεδροι των Τμημάτων, είναι ριζικά αντίθετοι στη διαδικασία απορρόφησης του ΤΕΙ Ηπείρου από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Το Τμήμα Μαθηματικών τονίζει την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού, την έλλειψη μελέτης σκοπιμότητας και βιωσιμότητας για κάθε νέο Τμήμα που ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, την έλλειψη ακαδημαϊκών κριτηρίων, την έλλειψη μελέτης ή έστω μνείας σχετικής με το μέλλον των προτεινόμενων τμημάτων αλλά και το μέλλον των ήδη υπαρχόντων Τμημάτων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, την έλλειψη προϋπολογισμών και δεσμεύσεων σχετικών με τη χρηματοδότηση και τη στελέχωση, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία αποτελούν βασικότατες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος. Θεωρεί ότι η ίδρυση του Ερευνητικού Κέντρου χωρίς τις δικές του εγκαταστάσεις, αρχικά, και υλικοτεχνικές υποδομές, και ιδιαίτερα χωρίς δεσμεύσεις για ισχυρή χρηματοδότηση δεν εγγυώνται την επιτυχία του όλου εγχειρήματος το οποίο αποτελούσε ένα μακρόχρονο αίτημα και διεκδίκηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Επίσης, θεωρεί αντικείμενο περαιτέρω συζήτησης τις εξειδικεύσεις που προτείνονται στο Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών και Υπολογισμών.
Η Γενική Συνέλευση του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας διαφωνεί με το περιεχόμενο του Νομοσχεδίου λόγω της συνοπτικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε, λόγω της ελλιπούς επιστημολογικής του θεμελίωσης, ενώ διατηρεί σοβαρότατες επιφυλάξεις για το Κέντρο Ερευνών Ηπείρου (Κ.Ε.ΗΠ.) του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ιδιαίτερα σε σχέση με τη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου του και τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών. Εκφράζεται, επίσης, ο έντονος προβληματισμός των μελών του Τμήματος για την προτεινόμενη διάσπαση της Φιλοσοφικής Σχολής.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών εξέφρασε την αντίθεση του Τμήματος, αναφερόμενος στο μέγεθος του εγχειρήματος, στην αξιολόγηση του προσωπικού του ΤΕΙ, καθώς και σε μια σειρά από ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο της λειτουργίας του Κέντρου Ερευνών Ηπείρου.
Ισχυρές αντιρρήσεις στο Νομοσχέδιο κατατέθηκαν και από τον Πρόεδρο του Τμήματος Φυσικής, επισημαίνοντας θεσμικά θέματα, όπως το άρθρο 1 του Σχεδίου Νόμου, αλλά και ζητήματα που έχουν να κάνουν με το προσωπικό, τον προϋπολογισμό και τη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος, για να μην δημιουργήσουμε, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «έναν γίγαντα με πήλινα πόδια». Το Νομοσχέδιο συζητήθηκε αναλυτικά σε πρόσφατη Γενική Συνέλευση του Τμήματος Φυσικής το οποίο ομόφωνα τάχθηκε στα παραπάνω.
Ο Κοσμήτωρ της Σχολής Επιστημών Υγείας εκφράζει τις επιφυλάξεις του για τις μεγάλες δυσκολίες των νέων Τμημάτων να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των νέων πανεπιστημιακών Προγραμμάτων Σπουδών, λόγω του μικρού αριθμού των μελών Δ.Ε.Π. και των νέων γνωστικών αντικειμένων που θα χρειαστεί να καλύψουν. Επιπρόσθετα, εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για τον υπέρογκο φόρτο εργασίας των διοικητικών υπαλλήλων για την εξυπηρέτηση περισσοτέρων των 600 φοιτητών που θα αντιστοιχούν σε κάθε έτος φοίτησης αθροιστικά των τεσσάρων (4) Τμημάτων της Σχολής Επιστημών Υγείας.
Το Τμήμα Φιλολογίας επισημαίνει, αναφορικά με το Κέντρο Ερευνών Ηπείρου (Κ.Ε.ΗΠ.) και την εξειδίκευση των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών, ότι πρέπει να γίνεται αναφορά και «στις κλασικές, μεσαιωνικές και νεοελληνικές σπουδές (γλώσσα –λογοτεχνία), τη γλωσσολογία, την εκπαίδευση, τη φιλοσοφία, την ιστορία, την αρχαιολογία και τις τέχνες», ώστε να υπάρχει ισόρροπη ανάπτυξη της έρευνας στις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Σπουδές.
Η Πολυτεχνική Σχολή προτείνει το τρίτο Ινστιτούτο του Κ.Ε.ΗΠ. «Επιστήμης Υλικών και Υπολογισμών» να διαχωρισθεί και να δημιουργηθούν δύο διαφορετικά Ινστιτούτα: Α. Υλικών, και Β. Ψηφιακής καινοτομίας. Παράλληλα, στο 1.4.γ. του Σχεδίου Νόμου, που αναφέρεται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, προτείνεται αντί του αρχικού «…το συντονισμό και την επίλυση διαδικαστικών θεμάτων …», στο νέο «…το συντονισμό και την εισήγηση προς τη Σύγκλητο για την επίλυση …».
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κρίνει ότι η πρόταση που κατατέθηκε για το Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας και το νεοπροτεινόμενο Τμήμα Ψυχολογίας δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα στην ολότητά του. Επισημαίνει ότι στη Σύγκλητο δεν έχει κατατεθεί σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας.
Οι προτάσεις που κατατέθηκαν για το θέμα αυτό είναι:
Ο Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής προτείνει να παραμείνει το Τμήμα ως έχει, ανεξάρτητα από την ίδρυση του νέου Τμήματος Ψυχολογίας. Διερωτάται για την ένταξη του νέου Τμήματος Ψυχολογίας σε νέα Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, για την πρόβλεψη μετακίνησης μελών Δ.Ε.Π. στο νέο Τμήμα Ψυχολογίας και μάλιστα χωρίς απόφαση της Γ.Σ. του Τμήματος, πριν από την απόφαση της Συγκλήτου, γεγονός που οδηγεί στη διάσπαση του Τμήματος Φ.Π.Ψ. Επισημαίνει ότι η μετακίνηση πρέπει να αναφέρεται σε μέλη ΔΕΠ του Τομέα Ψυχολογίας και όχι σε μέλη ΔΕΠ του Τμήματος Φ.Π.Ψ., ενώ θεωρεί απαραίτητο να προβλεφθούν πιστώσεις για την αναπλήρωση των μελών του Φ.Π.Ψ., που τυχόν θα αποχωρήσουν με αυτόν τον τρόπο.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος Φ.Π.Ψ. και η Διευθύντρια του Τομέα Ψυχολογίας προτείνουν α) Στη θέση του Φ.Π.Ψ. να ιδρυθούν τρία διακριτά τμήματα: ένα Τμήμα Φιλοσοφίας, ένα Τμήμα Ψυχολογίας και ένα Τμήμα Παιδαγωγικής, το οποίο θα είναι «γενικό», δηλαδή δεν θα δέχεται δικούς του προπτυχιακούς, αλλά θα προσφέρει παιδαγωγικά μαθήματα στους φοιτητές των υπολοίπων τμημάτων της Φιλοσοφικής και της Σχολής Θετικών Επιστημών. β) Στη θέση του Φ.Π.Ψ. να ιδρυθεί ένα Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής (στο οποίο θα περάσουν αυτοδικαίως τα μέλη των δύο ομόλογων τομέων: Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής) και ένα Τμήμα Ψυχολογίας, στο οποίο θα περάσουν αυτοδικαίως τα μέλη του Τομέα Ψυχολογίας.
Αναφορικά με τη Σχολή Καλών Τεχνών, η Σύγκλητος ομόφωνα εμμένει σε προηγούμενη απόφασή της (Συνεδρία αρθμ. 1043/2/15-2-2018), στην οποία είχε επικυρώσει την πρόταση της Σχολής να παραμείνει μονοτμηματική με το Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης, με καθαρά εικαστικό προσανατολισμό.
Περαιτέρω προβληματισμοί που κατατέθηκαν από τα υπόλοιπα μέλη της Συγκλήτου ήταν:
Το συνολικό εγχείρημα περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό Τμημάτων και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρξει άμεση διάθεση και προκήρυξη ικανοποιητικού αριθμού θέσεων μελών ΔΕΠ για καθένα από τα Τμήματα που θα δεχθούν φοιτητές από το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020. Παράλληλα, τα νέα μέλη ΔΕΠ πρέπει να επιλεγούν με ακαδημαϊκές διαδικασίες κρίσης που ακολουθούνται στο Πανεπιστήμιο, για να δώσουν μία ώθηση και δυναμική στα Τμήματα και συνάμα να συμβάλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των επικαιροποιημένων Προγραμμάτων Σπουδών των Τμημάτων. Ιδιαίτερα για τα νέα Τμήματα που ιδρύονται για πρώτη φορά και θα λειτουργήσουν καταρχήν υπό προϋποθέσεις από το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, στόχος πρέπει να είναι η αυτοδυναμία των Τμημάτων σε προσωπικό, ήτοι οκτώ μέλη ΔΕΠ ανά Τμήμα.
Η διάθεση των θέσεων των μελών ΔΕΠ και του λοιπού προσωπικού για τα νέα Τμήματα δεν πρέπει να επηρεάσει την κατανομή θέσεων μελών ΔΕΠ για τα Τμήματα του Ιδρύματος που ήδη λειτουργούν.
Η έναρξη λειτουργίας των νεοπροτεινόμενων Τμημάτων που σχεδιάζεται να λειτουργήσουν από το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, πρέπει να τελεί υπό την έγκριση της Συγκλήτου, ώστε να έχουν εξασφαλιστεί οι ανάλογες προϋποθέσεις. Η Σύγκλητος κρίνει ότι σε αυτή τη φάση μπορεί να λειτουργήσουν τα οκτώ ήδη λειτουργούντα Τμήματα του ΤΕΙ ως νεοϊδρυόμενα Τμήματα του Πανεπιστημίου στις τέσσερις πόλεις της Ηπείρου, σε πνεύμα ακαδημαϊκής δεοντολογίας και ισοτιμίας, ωστόσο, κρίνει ότι, όταν διαμορφωθούν οι ανάλογες προϋποθέσεις, τα Τμήματα πρέπει να ενταχθούν σε δύο Campus, ήτοι σε αυτό των Ιωαννίνων και της Άρτας.
Μία επιφύλαξη εκφράστηκε από την Πρόεδρο του Τμήματος Χημείας ως προς την ανάπτυξη του Τμήματος “Επιστημών Τροφίμων και Διατροφής” της Γεωπονικής Σχολής, ώστε αυτό να μην καταστεί ανταγωνιστικό προς το Τμήμα Χημείας, το οποίο θεραπεύει επίσης τη “Χημεία Τροφίμων”.
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου επιβεβαίωσε ομόφωνα την πρότασή της για Ίδρυση Τμήματος Ειδικής Αγωγής στη Σχολή Επιστημών Αγωγής.
Η Σύγκλητος κρίνει ότι η διαδικασία κρίσης που ακολουθείται στην περίπτωση των καθηγητών α΄ βαθμίδας του ΤΕΙ πρέπει να ακολουθηθεί και σε όλες τις υπόλοιπες βαθμίδες. Η Σύγκλητος είναι ριζικά αντίθετη στην ένταξη των λεκτόρων εφαρμογών χωρίς διδακτορικό στη βαθμίδα μέλους ΔΕΠ.
Εκ μέρους του Συλλόγου μελών ΔΕΠ, η εκπρόσωπος του Συλλόγου θεωρεί ότι το εγχείρημα της απορρόφησης του ΤΕΙ Ηπείρου από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων θα συντελέσει, σε βάθος χρόνου, στην ανάπτυξη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε συνδυασμό με το Ερευνητικό Κέντρο που ιδρύεται, ενώ ως αρνητικά σημεία είδε τον μεγάλο αριθμό νέων Τμημάτων και τη χωρική πολυδιάσπαση.
Εκ μέρους του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού, η εκπρόσωπος του Συλλόγου Διοικητικού χαρακτήρισε το Σχέδιο Νόμου «ως νέο βελούδινο Αθηνά 2», που έχει ως στόχο τη μείωση του κόστους και τη συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το όχι του Συλλόγου έχει να κάνει με τις ανάγκες των εργαζομένων και τις ανάγκες των φοιτητών, ενώ πρέπει να μην επηρεαστεί στο ελάχιστο η φοιτητική μέριμνα. Στα δίχρονα προγράμματα σπουδών, τα παιδιά θα δουλεύουν, στην ουσία, για τις επιχειρήσεις. Ο Σύλλογος δήλωσε τη ριζική του αντίθεση με όσα αναφέρονται στο Σχέδιο Νόμου.
Ανάλογοι προβληματισμοί εκφράστηκαν και από ομάδα φοιτητών που παρευρέθηκαν στη συζήτηση.
Τέλος, προβληματισμοί για το όλο εγχείρημα εκφράστηκαν και από άλλους εκπροσώπους Συλλόγων του Ιδρύματος, αλλά και από μεμονωμένους συναδέλφους που συμμετείχαν στη συζήτηση.