Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Ο Υπουργός Παιδείας κ. Κων/νος Γαβρόγλου, στο προχθεσινό του μήνυμα για την εορτή των τριών Ιεραρχών, το οποίο απέστειλε στα σχολεία, χαρακτήριζε τον Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο με τη φράση «πνευματικοί άνθρωποι». Στο μήνυμα αυτό, είναι εμφανής η απουσία λέξεων όπως «Θεός», «εκκλησία», «άγιοι».
Πραγματικά, έχω την αίσθηση πως αν διαβάσει κάποιος το μήνυμα του κ. Υπουργού, θα διαπιστώσει πως οι τρεις Ιεράρχες ήταν διανοούμενοι, διδάσκαλοι, πνευματικοί άνδρες με αισθήματα για τον συνάνθρωπο. Όχι όμως άγιοι. Μάλιστα δε, στο μήνυμα που απεστάλη προς τις σχολικές μονάδες, στη θέση των τριών Ιεραρχών, θα μπορούσαν να είναι οι Πλάτωνας, Ρουσσώ, Τσε Γκεβάρα, Μπιλ Γκέιτς και άλλοι πνευματικοί άνδρες που τους χαρακτηρίζει η σοφία, το ήθος, το αίσθημα δικαιοσύνης, οι φιλανθρωπίες (στοιχεία στα οποία αναφέρεται το μήνυμα του κ. Υπουργού). Πνευματικός άνθρωπος είναι και κάποιος που προέρχεται από τον δυτικό ανθρωπισμό, ένας ασκητής του βουδισμού, ένας επαναστάτης που μάχεται για την ισότητα και τη δικαιοσύνη. Και οι τρεις Ιεράρχες;
Ως «πνευματικοί άνθρωποι» προβάλλονται. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι αυτά τα λαμπρά και σοφά πρόσωπα αγίασαν. Στο μήνυμα του κ. Υπουργού, εκθειάζεται το ήθος τους, η αγάπη προς τον φτωχό και ξένο και το γεγονός ότι ασχολήθηκαν με μεγάλο πάθος με την ελληνική παιδεία. Σαν να λέμε ότι υπήρξαν απλά ουμανιστές, κοινωνικοί διαμορφωτές, φιλόσοφοι. Τότε, η εκκλησία για ποιο λόγο τους τιμάει; Μήπως επειδή με το βίο τους αγίασαν; Επειδή αγάπησαν τον Χριστό, επειδή στο πρόσωπο του συνανθρώπου τους είδαν τον Χριστό κι επειδή η ζωή τους ήταν ένας αγώνας να μοιάσουν ως εικόνες Θεού, στον Θεό με χαρισματικό τρόπο.
Πιστεύω, πως στο παραπάνω μήνυμα, υπάρχει επίγνωση του γεγονότος ότι δεν χρησιμοποιούνται οι όροι όρους «Θεός», «Χριστός», «άγιοι», «εκκλησία». Ο κ. Υπουργός χαρακτηρίζει την ελληνική παιδεία με τον όρο «Λόγος». Ναι, είναι αλήθεια πως ο όρος αυτός δεν προέρχεται από τη θεολογία αλλά από τη φιλοσοφία. Και μάλιστα συναντάται για πρώτη φορά στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος, μας βεβαιώνει για κάτι τέτοιο, αφού στο «Περί Φύσεως», προτρέπει τους ανθρώπους «οὐκ ἐμού ἀλλά τοῦ λόγου ἀκούσαντες ὁμολογείν σοφόν ἐστί ἓν τά πάντα εἶναι». Τον ίδιο όρο, τον όρο «Λόγο», οι Πατέρες τον λαμβάνουν από τη θύραθεν παιδεία, τον μεταποιούν και του δίνουν νέο περιεχόμενο, αναφέροντας ως Λόγο τον Χριστό. Σαφής είναι προς τούτο ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος σχολιάζοντας τη φράση του ευαγγελιστή Ιωάννη «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» γράφει: «Είπε λοιπόν Λόγον, για να παραστήσει την απαθή γέννηση από τον Πατέρα και για να θεολογήσει προς χάριν σου την τέλεια ύπαρξη του Υιού και για να υποδηλώσει μ’ αυτά την άχρονο συνάφεια του Υιού προς τον Πατέρα».
Το μήνυμα του κ. Υπουργού, αναφέρει χαρακτηριστικά στη συνέχεια: «Χρειάστηκε και η ηθική τους στάση, η αγάπη τους προς τον φτωχό, τον ξένο, τον καθένα που χρειαζόταν βοήθεια». Έχει κάποιος την εντύπωση ότι πρόκειται για τρία πρόσωπα που το μόνο για το οποίο ενδιαφερόντουσαν ήταν να καταστούν στη συνείδηση των ανθρώπων ηθικοί και φιλάνθρωποι, εμφορούμενοι δε από αισθήματα αλληλεγγύης και δικαιοσύνης προς τους πάσχοντες. Αυτό, πράγματι είναι μέρος της αλήθειας. Η αγάπη τους όμως προς τον άλλον, τον ξένο, τον φτωχό, τον πονεμένο, πήγαζε από το πρόσωπο του Χριστού. Αγάπησαν τον άλλον γιατί είδαν στον άλλο, αυτό που λέει το ευαγγέλιο της κρίσεως, τον Χριστό. Η αγάπη δεν υπήρξε για εκείνους μία ηθική ιδιότητα, μία ιδεολογική αφετηρία ή ένα συναισθηματικό ξεχείλισμα. Για εκείνους, η αγάπη δεν υπήρξε μία υπαρξιακή κατάσταση, αλλά έβρισκε την οντολογία της στον Θεό, καθώς «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α. Ιω. 4, 16). Κι ο αθεϊστής αγαπάει. Κι ο αρνητής του Θεού αγαπάει. Κι ένας βουδιστής αγαπάει. Εδώ λοιπόν, ευλόγως γεννάται ένα ερώτημα: Ποια η αρχή της αγάπης των παραπάνω προσώπων;
Οι τρεις Ιεράρχες ενδιαφέρθηκαν για τον φτωχό, τον πονεμένο, τον κάθε ένα που έπασχε και νοσούσε. Ήταν αλληλέγγυοι, οι αγωνίες τους και ο βίος τους διακατέχονταν από υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης, είχαν ήθος. Τα είχαν όλα αυτά κατά τρόπο πνευματικό. Κατά ποιον πνευματικό τρόπο όμως; Ο Γρηγόριος Θεολόγος σε μία επιστολή του προς τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης γράφει σχετικά: «Εμείς δε, όπως έχουμε τα πάντα πνευματικά, την πράξη δηλαδή, τις κινήσεις, τη θέληση, τον λόγο, και αυτό ακόμη το βάδισμα και την ενδυμασία, και το πνεύμα ακόμη, και εκτελούμε τα πάντα κατά τρόπο λογικό, ο οποίος κάνει τον άνθρωπο να ανταποκριθεί στο θέλημα του Θεού, έτσι ας κάνουμε πνευματικό και τον πανηγυρισμό και την χαρά». Το πνεύμα συνδέεται με το θέλημα του Θεού, έχει δηλαδή αναφορά αγιοπνευματική, όχι όμως ανθρωποκεντρική, αναφορά δηλαδή που διατηρεί ένας αδιάφορος, ένας αθεϊστής, ένας αρνητής του Θεού.
Ανατρέχοντας κάποιος στην ιστορία της εκκλησίας και της φιλοσοφίας, θα διαπιστώσει πως ο Άρειος αρνούταν τη θεότητα του Χριστού, ο Νεστόριος τη θεομητρότητα της Παναγίας, ο Ernest Renan τη θεότητα του Χριστού, ο Michael Onfray αρνούταν να συσχετίσει το σταυρωμένο Σώμα του Χριστού, αυτό το «ακρωτηριασμένο και κατακομματιασμένο» σώμα όπως έλεγε, με ένα πρότυπο ζωής, με τον ίδιο τον Θεό, ο Richard Dawkins έγραφε σε γράμμα προς την κόρη του Juliet να μην πιστεύει εφόσον δεν υπάρχουν αποδείξεις. Όλοι αυτοί είχαν ένα κοινό. Εξώθησαν την αμφισβήτηση στην πλέον απόλυτη αρνητική της μορφή∙ την άρνηση. Μήπως, σήμερα δεν ενοχλεί η θεότητα του Χριστού ή το γεγονός ότι και σήμερα αναδεικνύονται άγιοι;
Στον αντίποδα, παραθέτω το μήνυμα του Αρχιεπισκόπου κ.κ. Ιερωνύμου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για τους τρεις Ιεράρχες. Και δεν το παραθέτω ως αναφορικό απωθημένο ή συγκριτικό ξέσπασμα, αλλά ως μαρτυρία που ορθοτομεί το λόγο της αλήθειας: «Στα πρόσωπα των Τριών Ιεραρχών, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, αποδείχτηκε πως η χριστιανική πίστη είναι σε θέση να μεταβάλει τα ατομικά επιτεύγματα σε παράγοντα μεταμόρφωσης ολόκληρης της κοινωνίας, υπενθυμίζοντας πως οι λύσεις έρχονται πάντα μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις και την συνεργασία για την επίτευξη κοινών οραμάτων. Τέτοιο όραμα προτείνει από τότε μέχρι σήμερα και μέχρι τέλους της ιστορίας η Εκκλησία του Χριστού, την οποίαν αγάπησαν και θυσιάστηκαν γι΄ αυτήν. Μέσα σε αυτήν χωρούν όλα τα χαρίσματα, όλοι οι χαρακτήρες, όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως, που με τη χάρη του Θεού μεταβάλλονται σε θησαυρό για ολόκληρη την ανθρωπότητα».