Γράφει ο Γιώργος Τζιόρας
Επιστρέψαμε λοιπόν στην στυγνή ελληνική πραγματικότητα και όπως φαίνεται το Μέγαρο Μαξίμου, ξεκινά την νέα της επικοινωνιακή στρατηγική, θέτοντας επί τάπητος το ακανθώδες τούτο ζήτημα της μεταρρύθμισης στο δημόσιο τομέα της χώρας.
Αφορμή υπήρξε η πολυσυζητημένη εκδήλωση με τίτλο «Εθνική στρατηγική για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση», στην οποία εδώθει εν τέλη ορίζοντας τριετίας προς υλοποίηση από την υπουργό κα. Γεροβασίλη στο μουσείο Μπενάκη.
Όπως είναι προφανές, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρα μας βρίσκεται για πρώτη φορά στην επιφάνεια των παθογενειών με αποτέλεσμα να διεγείρονται όσοι επιθυμούν σημαντικές τροποποιήσεις στην διοίκηση ασκώντας θετική ή αρνητική κριτική στους σχεδιασμούς της Κουμουνδούρου για το υπάρχον ζήτημα.
Προφανώς το ζήτημα αυτό δεν ανοίγει από πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά από αλλεπάλληλες παρεμβάσεις των «κακών» Ευρωπαίων, που για χρόνια προσπαθούσαν να προτείνουν αλλαγές που θα βελτίωναν την εικόνα του δαιδαλώδους ελληνικού κράτους.
Κοιτώντας στο κοντινό παρελθόν, διαπιστώνουμε σωρεία παρεμβάσεων Γάλλων εμπειρογνωμόνων από την προμνημονιακή ακόμη εποχή. Μάλιστα, την περίοδο της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, η Κομισιόν, είχε χορηγήσει ένα τρομακτικά μεγάλο πόσο για την μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα, ύψους 3 δις ευρώ, που όπως αποδεικνύεται στην συνέχεια, η αδράνεια των διοικούντων επικράτησε, χωρίς να πραγματοποιηθεί ούτε μία μεταρρύθμιση, ενώ οι υπουργοί κώφευαν σε οποιαδήποτε έκκληση για ανταπόκριση.
Λίγο αργότερα, στελέχη της Κομισιόν και εξαιρετικοί εμπειρογνώμονες, πηγαινοέρχονταν στην Αθήνα, πιέζοντας για της μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να εφαρμοστούν με το πρόγραμμα στο οποίο είχαν δεσμευτεί. Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή δεν έκανε τίποτα άλλο από το να μεταχρονολογεί τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες δεσμεύτηκε.
Με την αλλαγή της κυβέρνησης, μεγάλο μέρος του προγράμματος αυτού, συμπεριλήφθηκε στο πρώτο μνημόνιο. Όπως όλοι γνωρίζουμε, την περίοδο εκείνη τα μεικτά τεχνικά κλιμάκια ΔΝΤ – ΕΚΤ δεν είχαν τις κατάλληλες γνώσεις από την μία μεριά, ενώ από την άλλη πλευρά η μοναδική εν μέρη μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε, ήταν εκείνη του Καλλικράτη επί υπουργίας Γιάννη Ραγκούση, αδιαφορώντας για όλες τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις που πήγαν στον κάλαθο των αχρήστων με ολόκληρο το μνημόνιο, από το οποίο ας μην ξεχνάμε ελάχιστα πράγματα εφαρμόστηκαν στην πράξη.
Ωστόσο, την περίοδο αυτή, εμφανίστηκε η λεγόμενη Task Force, υπό γαλλικό συντονισμό, όπου θα αναλάμβανε την υλοποίηση χαμηλού βεληνεκούς παρεμβάσεις στο σύνολο του τομέα, αλλά όπως πάντοτε η ελληνική πλευρά καθυστερούσε τα πάντα ώσπου επήλθε η αλλαγή της κυβέρνησης και πάλι. Η κυβέρνηση Σαμαρά, έχοντας πλέον στενό κορσέ τους εταίρους, έδειξε αρχικά μια επικοινωνιακή προθυμία απέναντι στους Γάλλους με συγχωνεύσεις φορέων, με μετακινήσεις υπαλλήλων και μείωση δαπανών. Ενώ αρχικά τέθηκαν οι βάσεις για σημαντικές αλλαγές, οι υπουργοί σκεπτόμενοι ως πολιτικά όντα, κατέβασαν γρήγορα τα μολύβια, προσπαθώντας να κερδίσουν πολιτικό χρόνο επιβίωσης στις πολυπόθητες καρέκλες του κρατικού μηχανισμού.
Τίποτα πλέον δεν μπορούσε να αλλάξει, ακόμη και με την τοποθέτηση του σημερινού προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στο υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης, αφού είχε προηγηθεί η γκάφα με το κλείσιμο της ΕΡΤ, ώστε να κλείσουν τα μάτια στους Γάλλους εμπειρογνώμονες ότι η κυβέρνηση, υλοποιούσε τα συμφωνηθέντα. Η ζωή της κυβέρνησης έκτοτε μειώθηκε δραματικά, με αποτέλεσμα η αδράνεια να περιγράφει την πολιτική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα.
Όπως ήταν προφανές, η μία κυβέρνηση διαδέχθηκε την επόμενη, με αποτέλεσμα την καυτή πατάτα της διοίκησης να αναλάβει πρώτα ο κος Κατρούγκαλος, ο οποίος αρχικά αναίρεσε τα όσα είχαν συμφωνηθεί και δεν υλοποιήθηκαν από τους προηγούμενους, ενώ ο κος Βερναρδάκης που τον διαδέχθηκε, έφερε εν τέλη ένα νομοσχέδιο στην βουλή το οποίο αμφισβητήθηκε από την αντιπολίτευση και εν τέλη βρέθηκε στον κυριολεκτικά στον αέρα.
Από την πρόσφατη αυτή ιστορία, διαπιστώνει λοιπόν κανείς με τα λύπης, ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έπραξε κάτι προς συμφέρον του κράτους, παρά μόνον προς ίδιον όφελος. Η διοίκηση αυτού του τόπου, που φέρει την ευθύνη του δημοσίου χρέους για το οποίο ταλανίζεται ένας ολόκληρος λαός, δεν έχει δεχθεί καμία διαφοροποίηση, εμμένοντας με τρόπο εμετικό σε μια κατάσταση που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από το κράτος των προηγούμενων δεκαετιών.
Η ελληνική διοίκηση, παραμένει σε ζοφερή κατάσταση, με την υψηλότερη γραφειοκρατία στην Ευρώπη, ταλαιπωρώντας τους πολίτες σε οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία και αν απευθύνονται. Κατάσταση που μας εξευτελίζει διεθνώς, εάν κανείς δει τι συνέβη προσφάτως με τα ανασφάλιστα οχήματα όπου άλλον αριθμό οχημάτων έχει καταγεγραμμένο η ελληνική αστυνομία, άλλον αριθμό με απόκλιση ορισμένα εκατομμύρια έχει η ένωση ασφαλιστικών εταιριών και άλλη έχει η δημόσια οικονομική υπηρεσία.
Ζητήματα, τέτοιου είδους δυστυχώς είναι αρκετά, με το χείριστο όλων την «ταχύτητα» διεκπεραίωσης υποθέσεων που κρατούν ακόμη και για δεκαετίες. Από την δικαστική ακόμη εξουσία έως και την απόδοση των συντάξεων σε νέους συνταξιούχους με μέσο χρόνο αναμονής τα 3 έτη, η εικόνα εξοργίζει κάθε σκεπτόμενο πολίτη.
Με τον τρόπο αυτό, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι δεν είναι ζήτημα μνημονίων η κρίση στην οποία έχουμε οδηγηθεί αλλά η εσωτερική μας διάρθρωση, όπου η έννοια του δικαίου και την ομαλότητας μάλλον αποτελούν άγνωστες λέξεις. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν, ότι το δημόσιο χρέος μας πέραν κάθε συνωμοσιολογίας, είναι αποτέλεσμα αδικίας, διαφθοράς, φοροδιαφυγής, κλοπής δημοσίου χρήματος κ.α., στα οποία έχουμε την τάση από ιδρύσεως να πράττουμε «ελαφρά τη καρδία» και με χειρότερο όλων, την μη κατανόηση της πραγματικότητας, ζώντας σε ένα παράλληλο σύμπαν με μοναδικό εχθρό τον λεγόμενο ξένο παράγοντα…
Καλή μας μεταρρύθμιση.