Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Ο νεαρός τεχνικός του ΟΤΕ, κοίταξε ανήσυχος για μια ακόμη φορά τον γενικό τηλεφωνικό πίνακα που είχε γίνει ξάφνου κατακόκκινος, και έσπευσε να ενημερώσει τον προϊστάμενό του, που ήταν αραχτός στον τετραθέσιο καναπέ του γραφείου υπηρεσίας.
– Αφεντικό συμβαίνει κάτι περίεργο! Έτσι, στα καλά καθούμενα, πεντέμισι η ώρα το πρωί, πήρε φωτιά ο πίνακας απ’ τα πολλά τηλεφωνήματα. Πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό στην πόλη!
– Τίποτε δε συμβαίνει «νέος», είπε ο προϊστάμενος βαριεστημένα, θα έπεσε φαίνεται χιόνι, όπως προέβλεψε αποβραδίς η ΕΜΥ, και όλα τα χαζοχαρούμενα ετοιμάζονται να πάρουν τα δίκαννα του μπαμπά τους και να βγούνε στο κυνήγι, γιατί τώρα τα καημένα τα τσιροπούλια θα κατέβουν χαμηλά για να βρούνε τροφή και είναι ανυπεράσπιστα και παγωμένα.
Την ίδια ώρα, δύο τετράγωνα πιο κάτω, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι του Γιωργάκη του Λέπουρα που μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος.
– Σήκω Γιωργάκη, ο Ριρής είμαι, ερχόμαστε μαζί με τον Λαλάκη τον τουμπανάτο, να σε πάρουμε για το κυνήγι! Σε ένα τέταρτο από τώρα να είσαι έτοιμος, γιατί έξω γίνεται χαμός. Χιόνισε και γέμισε ο τόπος αγριοπούλια που κάθονται φρόνιμα – φρόνιμα και περιμένουνε να τα σκοτώσουμε!
Αυτά είπε ο Ριρής στο τηλέφωνο και έσφιξε με δύναμη τα κορδόνια από τα ολοκαίνουρια άρβυλα που είχε πληρώσει ένα σκασμό λεφτά στην Woodland για να τα αποκτήσει και βιαζόταν τώρα να τους πάρει την παρθενιά! Μετά, ξεκρέμασε το παλιό σούπερ ποζέ δίκαννο του μπαμπά του, με τα περίτεχνα σκαλίσματα, το έβαλε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του παρέα με ένα φθηνό ρώσικο μονόκαννο που το προόριζε για τον Γιωργάκη, και «μαστίγωσε» γεμάτος ικανοποίηση τα 165 άλογα του 4Χ4 που… κάλπαζαν πάνω σε τέσσερα λιωμένα από την πολυκαιρία λάστιχα!
Έτσι λοιπόν, λίγο πριν φέξει, ο Γιωργάκης, ο Λαλάκης κι ο Ριρής βγήκαν στους γύρω από την πόλη λόφους παγανιά, για να συντρίψουν με τη σκοπευτική τους δεινότητα τον… εχθρό!
Αφού περιπλανήθηκαν με τις ώρες, σαν τους γενναίους του Μπραγκαλεόνε, χωρίς να πέσει τουφεκιά, «περιποιήθηκαν» με κάμποσες βολές τις πινακίδες της τροχαίας που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο τους και στάθηκαν να ξαποστάσουν σε ένα ξέφωτο, δίπλα σε κάτι μεγάλους θάμνους.
– Ρε μάγκες δεν είναι δουλειά αυτή, είπε ο Λαλάκης. Συναντήσαμε δεκάδες κυνηγούς εδώ γύρω, αλλά δεν είδαμε ούτε ένα πετούμενο για δείγμα.
– Καλά λες βρε Λαλάκη, μεγάλη γκαντεμιά, συμφώνησε αμέσως ο Ριρής. Πήρε ο κάθε άσχετος από ένα όπλο στην πλάτη και βγήκε να μας χαλάσει το κυνήγι!
– Εσύ Ριρή γιατί κουτσαίνεις; μπήκε στην κουβέντα και ο Γιωργάκης.
– Δεν είναι τίποτε μωρέ, απάντησε εκείνος. Με σακάτεψαν αυτά τα παλιό άρβυλα και μάλλον έβγαλα φουσκάλες! Ας πάρουμε εδώ στους θάμνους μια ανάσα κι ύστερα φεύγουμε γιατί μας έσκισε το κρύο.
Κι εκεί που καθόντουσαν όρθιοι κι ανέμελοι, για να ξαποστάσουν από την πεζοπορία, ακούστηκε ένα σούρσιμο κι ένα κλαδί να σπάει πίσω απ’τους μεγάλους θάμνους.
Ο Ριρής, γύρισε τότε ασυναίσθητα το κεφάλι του και αντίκρισε σε μια απόσταση δέκα – δεκαπέντε μέτρων πίσω απ’ τους θάμνους, δύο άνδρες με τις καραμπίνες στα χέρια. Ο ένας μάλιστα από αυτούς, είχε σηκώσει ήδη το όπλο του και τον σημάδευε στο δόξα πατρί! Του κόπηκαν τα ήπατα! Έμεινε άφωνος! Έγινε στήλη άλατος κι αφέθηκε να έρθει το μοιραίο!
Και τότε έγινε το θαύμα! Ο άλλος άνδρας, που στεκόταν δίπλα στον σκοπευτή, ενήργησε σαν από μηχανής Θεός και φώναξε στον σύντροφό του: «Τι κάν’ς ουρέ χαμένε, είναι άνθρωπος», και του τράβηξε με δύναμη το χέρι προς τα πάνω, ένα δέκατο του δευτερολέπτου πριν ακουστεί η εκπυρσοκρότηση!
Ο Ριρής χλόμιασε και έπεσε λιπόθυμος στο έδαφος. Συνήλθε λίγο αργότερα στο σπίτι του και από τότε μήτε που έπιασε ξανά όπλο στα χέρια του, μήτε που ήθελε να ξανακούσει για κυνήγι.
Δυο χρόνια αργότερα, διορίστηκε τεχνικός στον ΟΤΕ και ένα βράδυ που τον βάλανε υπηρεσία άκουσε τον προϊστάμενό του να του λέει:
– «Νέος», έξω άρχισε να χιονίζει, κοίτα μη με ξυπνήσεις το πρωί, άμα θα δεις τον γενικό πίνακα να κοκκινίζει από τα πολλά τηλεφωνήματα. Θα είναι όλα τα χαζοχαρούμενα που ετοιμάζονται να πάρουν το δίκαννο του μπαμπά τους και συνεννοούνται για να βγούνε στο κυνήγι. Γιατί ξέρουν, πως τα καημένα τα τσιροπούλια θα κατέβουν χαμηλά για να βρούνε τροφή και είναι ανυπεράσπιστα και παγωμένα!
Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Υ.Γ.: Η παραπάνω ιστορία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που διαδραματίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δοσμένη με μια σχετικά μικρή δόση υπερβολής που είναι απαραίτητη σε κάθε σατιρικό κείμενο. Γράφτηκε με αφορμή τα πρόσφατα θανατηφόρα ατυχήματα που έγιναν στην ελληνική επικράτεια από «οπλοφόρους» που παριστάνουν τους κυνηγούς, και χωρίς οι ίδιοι να το επιδιώκουν, γίνονται υπαίτιοι τραγικών περιστατικών, πληρώνοντας την ελαστικότητα των μέτρων που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις επειδή δεν επιθυμούν να στεναχωρήσουν τους «ψηφοφόρους» τους. Καθώς και την αδυναμία (;) των κυνηγετικών συλλόγων να επιβάλλουν στην πολιτεία τη θέσπιση ενός πιο αυστηρού πλαισίου κανόνων οπλοκατοχής, οπλοχρησίας και ελέγχου, ώστε να προστατεύονται τα μέλη τους από παρόμοια περιστατικά που σε αρκετές περιπτώσεις εξελίσσονται σε προσωπικές και σε οικογενειακές τραγωδίες.
Πηγή: sta-fora