Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και μέτρια ποιότητα οστού. Εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή πόνους έως ότου προκύψει κάποιο κάταγμα, που εντοπίζεται συνήθως στο ισχίο, στην σπονδυλική στήλη, ή στον καρπό. Γι΄ αυτό χαρακτηρίζεται ως η σιωπηλή επιδημία της εποχής μας.
Μπορεί να οδηγήσει σε πόνους, ανικανότητα και σε ορισμένες περιπτώσεις, στο θάνατο. Σε όλους μας παρατηρείται κάποια οστική απώλεια με το πέρασμα των χρόνων, αλλά δεν θα εμφανίσουμε όλοι οστεοπόρωση.
Στην μέση ηλικία, η πιθανότητα για τις γυναίκες να εκδηλώσουν οστεοπόρωση μεγαλώνει, γιατί χάνουν την προστατευτική ιδιότητα των οιστρογόνων στα οστά, όμως η οστεοπόρωση μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και στα δύο φύλα λόγω πολλών παραγόντων.
Επομένως, είναι απαραίτητο να “χτίσουμε” γερά οστά κατά τη διάρκεια της ζωής μας και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την οστική μάζα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Ποια είναι η σημασία και οι επιπτώσεις της οστεοπόρωσης;
Η οστεοπόρωση αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας για δύο λόγους: Πρώτον, διότι είναι συχνή και δεύτερον, διότι συνεπάγεται σοβαρές επιπτώσεις στους ασθενείς και στις οικογένειές τους, στο σύστημα υγείας και στην εθνική οικονομία.
Η κύρια κλινική εκδήλωση της οστεοπόρωσης είναι τα κατάγματα χαμηλής ενέργειας, δηλ. τα κατάγματα που συμβαίνουν μετά από ελαφρού βαθμού τραυματισμό, όπως είναι π.χ. η πτώση από την όρθια θέση.
Περίπου στο 40% των περιπτώσεων τα οστεοπορωτικά κατάγματα αφορούν τους σπονδύλους, 20% τον αυχένα του μηριαίου οστού, 20% την κερκίδα και 20% διάφορα άλλα οστά. Αν και η οστεοπόρωση γενικά θεωρείται ως πάθηση των γυναικών, ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, η οστεοπόρωση προσβάλλει και τους άνδρες. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί ότι το 30% των οστεοπορωτικών καταγμάτων του αυχένα του μηριαίου οστού και το 20% των οστεοπορωτικών καταγμάτων των σπονδύλων συμβαίνουν στους άνδρες.
Ο κίνδυνος των καταγμάτων του ισχίου, των σπονδύλων αλλά και της κερκίδας αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες. Έχει μάλιστα υπολογιστεί ότι ο κίνδυνος οστεοπορωτικού κατάγματος στις γυναίκες ηλικίας 50 ετών και πάνω είναι 40-50% και στους άνδρες 15-20%.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις της οστεοπόρωσης στους ασθενείς και στις οικογένειές τους, στο σύστημα υγείας και στην εθνική οικονομία οφείλονται στα κατάγματα.
Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές μόνο από τις επιπτώσεις αυτές:
- Η θνησιμότητα στους ασθενείς με κατάγματα του ισχίου και με κλινικώς συμπτωματικά κατάγματα σπονδύλων είναι σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη που παρατηρείται σε άτομα του ίδιου φύλου και της ίδιας ηλικίας στο γενικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, μέσα στον πρώτο χρόνο μετά από το κάταγμα περίπου 20% των ασθενών με κάταγμα του ισχίου και 25% των ασθενών με κάταγμα σπονδύλων πεθαίνουν.
- Ένα χρόνο μετά από κάταγμα του ισχίου μόνο το 50% των ασθενών μπορούν να εκτελούν χωρίς βοήθεια τις συνήθεις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
- Σε ετήσια βάση ο αριθμός των ημερών νοσοκομειακής νοσηλείας για τους ασθενείς με οστεοπορωτικά κατάγματα είναι σημαντικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ημερών νοσοκομειακής νοσηλείας που χρειάζεται για τους ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή σακχαρώδη διαβήτη ή έμφραγμα του μυοκαρδίου ή καρκίνο του μαστού.
Εξάλλου, το 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 τότε κρατών-μελών (συνολικός πληθυσμός 379.000.000 άνθρωποι)υπολογίστηκε ότι συνέβησαν 3,79 εκατομμύρια οστεοπορωτικά κατάγματα και ότι το άμεσο κόστος των καταγμάτων αυτών (δαπάνες νοσηλείας, χειρουργικών επεμβάσεων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης) ήταν περίπου 32 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Ποιες είναι οι αιτίες και πώς αναπτύσσεται η οστεοπόρωση;
Δύο είναι οι παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της οστεοπόρωσης:
- Το χαμηλό επίπεδο της κορυφαίας οστικής μάζαςπου αποκτά ένα άτομο στην ηλικία των 25 περίπου ετών
- Η αυξημένη οστική απώλεια που μπορεί να συμβεί μετά την ηλικία των 45-50 ετών
Το ποσό της οστικής μάζας, που έχει ένα άτομο σε οποιαδήποτε ηλικία, είναι αποτέλεσμα δύο βασικών και αλληλένδετων κυτταρικών λειτουργιών, που πραγματοποιούνται συνεχώς μέσα στα οστά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, στα πλαίσια της λεγόμενης οστικής ανακατασκευής. Οι λειτουργίες αυτές είναι, πρώτον, η οστική απορρόφηση που προηγείται και δεύτερον, η οστική παραγωγή που ακολουθεί. Η οστική απορρόφηση γίνεται από τα κύτταρα που λέγονται οστεοκλάστες και η οστική παραγωγή γίνεται από τα κύτταρα που λέγονται οστεοβλάστες.
Φυσιολογικά, μέχρι την ηλικία περίπου των 25 ετών η οστική παραγωγή είναι μεγαλύτερη από την οστική απορρόφηση και έτσι η οστική μάζα αυξάνει συνεχώς, και μάλιστα πιο πολύ στους άνδρες από ότι στις γυναίκες, για να φθάσει στην ηλικία αυτή των 25 ετών στο μέγιστο επίπεδό της, που είναι γνωστό ως κορυφαία οστική μάζα.
Κατά τα επόμενα 20 περίπου χρόνια η οστική απορρόφηση είναι ίση με την οστική παραγωγή τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες και επομένως η οστική μάζα παραμένει σταθερή. Μετά την ηλικία όμως των 45 ετών η εικόνα αρχίζει να αναστρέφεται. Η οστική απορρόφηση δηλ. γίνεται μεγαλύτερη από την οστική παραγωγή και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό στις γυναίκες από ότι στους άνδρες λόγω της μειωμένης παραγωγής των οιστρογόνων και τελικά της εγκατάστασης της εμμηνόπαυσης περί την ηλικία περίπου των 50 ετών. Έτσι το αποτέλεσμα είναι μια “φυσιολογική” οστική απώλεια.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη οστεοπόρωσης;
Κληρονομικό ή Ατομικό Ιστορικό:
– οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
– προχωρημένη ηλικία
– φύλο(θήλυ)
– πρώιμη εμμηνόπαυση
– περισσότερες από 3 εγκυμοσύνες
– μη θηλασμός
– θηλασμός διάρκειας μεγαλύτερης του 6μήνου
– ατοκία
– λεπτοφυής κατασκευή
– ωχρή χροιά δέρματος
– ξανθά μαλλιά
– γαλανά μάτια
Τρόπος ζωής:
– χαμηλή λήψη ασβεστίου (μικρότερη από 1000mg ημερησίως)
– μειωμένη φυσική δραστηριότητα
– κάπνισμα
– υπερβολική χρήση αλκοόλ
– καφές (περισσότερο από 5 κούπες την ημέρα)
– υψηλή λήψη φυτικών ινών
– μειωμένη έκθεση στον ήλιο
Δευτερογενώς
με άλλη πάθηση ή
λήψη φαρμάκων
– γαστρεντερικές παθήσεις
– χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
– υπερθυρεοειδισμός
– σακχαρώδης διαβήτης (ινσουλινοεξαρτώμενος)
– χρόνια λήψη κορτικοστεροειδών
– χρόνια λήψη αντιόξινων
– αντιεπιληπτικά φάρμακα
– ηπαρίνη
– νευρογενής ανορεξία ή βουλιμία
Ποια είναι τα συμπτώματα της οστεοπόρωσης;
Η οστεοπόρωση είναι μια σιωπηρή νόσος, δεν παρουσιάζει δηλ. συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι περνάνε αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η οστεοπόρωση συνεχώς χειροτερεύει από πλευράς απώλειας οστικής μάζας και διαταραχής της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών, μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο της σύμπτωμα, που είναι το κάταγμα.
Η οστεοπόρωση είναι νόσος όλων των οστών και γι’ αυτό κατάγματα μπορεί να συμβούν σε διάφορες θέσεις του σκελετού, αλλά συνήθως συμβαίνουν στους σπονδύλους, στον αυχένα του μηριαίου οστού και στο αντιβράχιο. Πιο συγκεκριμένα, περίπου 40% των οστεοπορωτικών καταγμάτων αφορούν τη σπονδυλική στήλη, 20% τον αυχένα του μηριαίου οστού, 20% το αντιβράχιο και 20% διάφορα άλλα οστά.
Τα κατάγματα του αυχένα του μηριαίου οστού και του αντιβραχίου συμβαίνουν πάντοτε μετά από έναν ελαφρό τραυματισμό, όπως είναι π.χ. η πτώση από την όρθια θέση, ενώ συνοδεύονται πάντοτε από πόνο. Αντίθετα, τα σπονδυλικά κατάγματα συμβαίνουν συχνά χωρίς να προηγηθεί τραυματισμός και αρκετές φορές δεν συνοδεύονται από πόνο στη ράχη ή στη μέση. Απώλεια ύψους και κύφωση αποτελούν όψιμες εκδηλώσεις της οστεοπόρωσης και οφείλονται σε σπονδυλικά κατάγματα.
Πρόληψη της οστεοπόρωσης από την παιδική ηλικία
O σκελετός του ανθρώπου αναπτύσσεται μέχρι την ηλικία των 25 ετών περίπου. Στη διάρκεια αυτή δημιουργείται η μέγιστη οστική πυκνότητα που αποκτά κανείς στην ζωή του. Άρα, είναι πολύ σημαντικό η πρόληψη της οστεοπόρωσης να γίνεται από την ηλικία των 15 ετών περίπου.
Από μελέτη που έγινε, στο ΜΕDLAB, σε παιδιά ηλικίας 15-25 ετών, το 40% από αυτά είχαν χαμηλότερη οστική πυκνότητα σε σχέση με φυσιολογικά παιδιά αντίστοιχης ηλικίας. Τα παιδιά αυτά, έχοντας χαμηλή κορυφαία οστική πυκνότητα, θα έχουν πολύ αυξημένο κίνδυνο δημιουργίας κατάγματος σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να ελέγχεται η πιθανότητα οστεοπενίας από νωρίς και να αντιμετωπίζονται οι λόγοι που την προκάλεσαν κάνοντας από τώρα, μία μέτρηση οστικής πυκνότητος σπονδυλικής στήλης.
Πώς γίνεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης;
Η μόνη εξέταση που επιτρέπει να ορίσουμε το βαθμό της αντοχής του οστού είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητος (ΒΜD). Aυτή η εξέταση είναι εντελώς ανώδυνη και ακίνδυνη, δεν χρειάζεται για να γίνει καμιά απολύτως προετοιμασία και μπορεί να γίνει ακόμα σε παιδιά αλλά και σε εγκύους.
Πώς γίνεται η μέτρηση της οστικής πυκνότητος;
Η οστεοπόρωση ελέγχεται με ειδικά μηχανήματα εντελώς ανώδυνα και ακίνδυνα. Η μέτρηση οστικής πυκνότητος πρέπει να γίνει σε όσο γίνεται μικρότερη ηλικία προκειμένου να αποκαλυφθεί αν υπάρχει πρόβλημα και σε τι βαθμό.
Αν η εξέταση γίνει σε ηλικία που ο σκελετός αναπτύσσεται τότε η όποια παρέμβαση είναι καθοριστική και αποτελεσματική. Αν πάλι σε μεγαλύτερη ηλικία και κυρίως στην εμμηνόπαυση διαπιστωθεί πρόβλημα τότε το αποτέλεσμα συμβάλει στο να μην επιδεινωθεί η νόσος και σε ένα ποσοστό ασθενών να σταθεροποιηθεί και να αυξηθεί.
Αρκεί η μέτρηση οστικής πυκνότητος να δείξει αν έχουμε οστεοπόρωση;
Αν δεν υπάρχει κάποιο άλλο πρόβλημα ναι. Αλλά όταν υπάρχει νόσος που αλλάζει τον μεταβολισμό μας (εμμηνόπαυση, θυρεοειδής, διαβήτης κλπ) θα πρέπει να γίνει ειδικός έλεγχος για να εκτιμηθεί το μέγεθος του προβλήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξέταση οστικής πυκνότητος πρέπει να γίνεται μία φορά τον χρόνο.
Στην χώρα μας από το 1992 το Μedlab Ιατρικό Ινστιτούτο ανέπτυξε πίνακες με τις ελληνικές φυσιολογικές τιμές που απαιτούνται στην διάγνωση της οστεοπόρωσης για την Ελλάδα, σε συνάρτηση με τους παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης οστεοπόρωσης. Επίσης αξιοποιώντας την προηγμένη τεχνολογία μπόρεσε να μετράψει τα αποτελέσματα στα Ελληνικά με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι απόλυτα κατανοητά από τον γιατρό αλλά και από τον ασθενή.
Πόσο σημαντικό είναι τα αποτελέσματα να δίνονται με τις Ελληνικές φυσιολογικές τιμές;
Η φυσιολογική οστική πυκνότητα μεταβάλλεται από χώρα σε χώρα, σημαντικά. Από ερευνητική μελέτη που έγινε στο ΜΕDLAΒ βρέθηκε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στις φυσιολογικές τιμές των Αμερικανών και των Ελλήνων. Αυτό σημαίνει ότι μία Ελληνίδα που εξετάζεται σε κάποιο από τα μηχανήματα που υπάρχουν στην Ελλάδα επειδή αναφέρουν μόνο τις Αμερικανικές φυσιολογικές τιμές, μπορεί να βρεθεί ότι έχει οστεοπόρωση, ενώ κανονικά με βάση τις Ελληνικές δεν έχει.
Τι είναι οι βιοχημικές εξετάσεις για την οστεοπόρωση;
Επειδή η οστική πυκνότητα είναι μια στατική εξέταση (σαν την ζυγαριά που δείχνει το βάρος μας αλλά δεν μας λέει γιατί πήραμε κιλά και τι πρέπει να κάνουμε για να τα χάσουμε), είναι απαραίτητο η εξέταση να συνοδεύεται και από ειδικές εξετάσεις αίματος και ούρων όπου μπορούμε να βγάλουμε με την βοήθεια ειδικών υπολογιστών, το ποσοστό της ετήσιας οστικής απώλειας. Γνωρίζοντας και αυτή την παράμετρο, μπορούμε να αντιληφθούμε αν οργανισμός χάνει και με τι ρυθμό συστατικά των οστών, την αιτία που συμβαίνει το γεγονός και φυσικά να οδηγηθούμε στην καταλληλότερη θεραπεία.
Υπάρχει θεραπεία για την οστεοπόρωση;
Η θεραπεία της οστεοπόρωσης δεν μπορεί να πετύχει πλήρη αναπλήρωση της οστικής μάζας, που έχει ήδη χαθεί, ούτε αποκατάσταση της διαταραγμένης μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών και φυσικά δεν μπορεί να αναιρέσει τις σοβαρές συνέπειες των οστεοπορωτικών καταγμάτων, που μπορεί να έχουν ήδη συμβεί. Όλα αυτά βέβαια υπογραμμίζουν τη μεγάλη σημασία της πρωτογενούς κυρίως αλλά και της δευτερογενούς πρόληψης της νόσου.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι σήμερα υπάρχουν θεραπευτικές δυνατότητες για την οστεοπόρωση και ότι με την κατάλληλη εφαρμογή τους μπορεί να επιτευχθούν:
- Αναστολή περαιτέρω οστικής απώλειας
- Σημαντική αύξηση της οστικής μάζας
- Σημαντική μείωση του κινδύνου καταγμάτων
Σήμερα υπάρχουν πολλά φάρμακα για την θεραπεία της οστεοπόρωσης τα οποία είτε αυξάνουν την οστική παραγωγή είτε αναστέλλουν την οστική απορρόφηση. Τα κυριότερα είναι:
• Ασβέστιο
• Βιταμίνη D
• Διφωσφονικά
• Παραθορμόνη
• Εκλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέων των οιστρογόνων
• Ρανελικό Στρόντιο
• Καλσιτονίνη
• Δενοσουμάμπη
• Οιστρογόνα
Η επιλογή της κατάλληλης αγωγής εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενή.
Είναι αυτονόητο ότι το θεραπευτικό πρόγραμμα, που θα εφαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο ασθενή με οστεοπόρωση, δηλ. ποιο φάρμακο από τα παραπάνω θα χρησιμοποιηθεί και αν το φάρμακο αυτό θα συνδυαστεί ή όχι και με ασβέστιο ή/και βιταμίνη D, καθορίζεται από το θεράποντα γιατρό με βάση τα κλινικά δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ασθενούς.
Πηγή: Medlabnews.gr