Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής μεγάλης οικονομικής ύφεσης (the Greek “Great Depression”) ήταν η βαθιά και παρατεταμένη συρρίκνωση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Από το 2007 μέχρι το 2015 καταγράφηκε σωρευτική πτώση της τάξης των -€40,01 δις ή -66,10% σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής.
Κάποιοι από τους πιθανούς ερμηνευτικούς παράγοντες αυτού του φαινομένου είναι οι εξής: η αύξηση των φόρων παράλληλα με το ευμετάβλητο καθεστώς τους, η αύξηση του κόστους χρήσης κεφαλαίου, η μείωση της χρηματοδότησης, η ενίσχυση της αβεβαιότητας, τα θέματα μηχανισμών δέσμευσης – αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, η αδυναμία δημιουργίας ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και πάνω από όλα η διαμόρφωση προσδοκιών για μια περίοδο ισχνής οικονομικής δραστηριότητας πέραν του συνηθισμένου οικονομικού κύκλου.
Πως κατανέμεται η μείωση των επενδύσεων στα επί μέρους κεφαλαιουχικά αγαθά και στους επί μέρους θεσμικούς φορείς που τις πραγματοποίησαν; Σε όρους αγαθών, η σωρευτική μείωση των -€40,01 δις προήλθε από την κατηγορία των κατοικιών (-€23,84 δις), από τις άλλες κατασκευές (-€2,36 δις), από τα αγροτικά προϊόντα (-€0,01 δις), από το μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό (-€12,18 δις) και από τα άλλα προϊόντα (-€1,61 δις). Σε όρους θεσμικών τομέων, η συρρίκνωση της δαπάνης για κεφαλαιουχικά αγαθά προήλθε από τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις (-€9,10 δις), από τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις (-€0,27 δις), από τη γενική κυβέρνηση (-€4,54 δις) και από τα νοικοκυριά (-€26,09 δις).
Τρία είναι τα κυρίαρχα στοιχεία των παραπάνω μεταβολών:
1ον η μεγάλη μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες (πτώση του μεριδίου από 41,64% το 2007 στο 6,62% το 2015),
2ον η αύξηση της σχετικής βαρύτητας των επενδυτικών προϊόντων με υψηλότερο επίπεδο ενσωματωμένης τεχνολογικής προόδου σε σύγκριση με εκείνο των κατοικιών. Η ενίσχυση των επενδύσεων στις συγκεκριμένες κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών δύναται να αποτελέσει μοχλό ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας μέσα στα επόμενα χρόνια,
3ον η αύξηση του μεριδίου των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης (και η αντίστοιχη μείωση της συνεισφοράς των νοικοκυριών) επί του συνόλου των πραγματοποιηθέντων επενδυτικών δαπανών.
Η παρατεταμένη μείωση των επενδυτικών δαπανών είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του φυσικού κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας και ως εκ τούτου και των παραγωγικών δυνατοτήτων της (δυνητικό προϊόν).
Από το τέλος του 2010, ο καθαρός σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (ακαθάριστες επενδύσεις μείον αποσβέσεις) βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος. Βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων, το ετήσιο «επενδυτικό κενό» εκτιμάται στα -€10,86 δις. Η ενίσχυση της «αξιοπιστίας – μηχανισμών δέσμευσης» αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ανάκαμψη των κεφαλαιουχικών δαπανών.