Γράφει ο Νίκος Βούστρος
Ο πολύς κόσμος στη χώρα μας άρχισε να αντιλαμβάνεται την κρίση όταν αυτή έφθασε στην τσέπη του, δια της φορολογίας και δια της μείωσης των εισοδημάτων.
Αν όμως θελήσει κανείς να δει την αντικειμενική πραγματικότητα, θα διαπιστώσει ότι η κρίση ουσιαστικά άρχισε το 2008, ως αντίκτυπος της τότε παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά και εσωτερικών συστημικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, τα οποία βρήκαν τότε πρόσφορο έδαφος για να εκδηλωθούν όλα μαζί.
Μια καλή μέθοδος για την εκτίμηση της πορείας ενός οικονομικού τομέα είναι και η συνεκτίμηση μεταξύ άλλων παραγόντων των κινήσεων των χρηματιστηριακών τιμών.
Επιχειρώντας μια τέτοια ανάλυση, παίρνοντας ως δείκτη αναφοράς την τιμή της μετοχής της ΕΤΕ (θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη, ή ακόμα και συνολικά ο κλαδικός δείκτης των τραπεζών), βλέπουμε γραφικά την ολική κατάρρευση η οποία έχει συμβεί στο τραπεζικό σύστημα από το 2008 ως σήμερα.
Συγκεκριμένα, όπως πιστοποιεί και το διπλανό γράφημα, το έτος 2008 (1η Ιανουαρίου), σε όρους σταθμισμένων τιμών και λαμβανομένων υπόψη των splits κλπ, η κάθε μία μετοχή της ΕΤΕ άξιζε 2.459,37 €. Σήμερα η κάθε μία μετοχή από αυτές αποτιμάται χρηματιστηριακά στα … 0,18 €. Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της κατάρρευσης, δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι…
Πολύ χαρακτηριστικά φαίνεται επίσης στο γράφημα η απαξίωση της μετοχής (και του τραπεζικού συστήματος συνολικά), λόγω της επίδρασης του πολιτικού περιβάλλοντος, ανάλογα με τις κάθε φορά περιπέτειες του πολιτικού συστήματος, οι επιπτώσεις από το καταστροφικό PSI, οι αποτυχημένες ανακεφαλαιοποιήσεις και πολλά ακόμη. Τα συμπεράσματα αυτά, τα οποία γνωρίζουμε εμπειρικά, επιβεβαιώνονται με τον πλέον αμείλικτο τρόπο: Αυτόν της γραφικής αναπαράστασης των αξιών.
Περαιτέρω δε, έχουμε και την προφανή εξήγηση του γιατί οι τράπεζες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την παραγωγική οικονομία, με αποτέλεσμα να μαραζώνει κι εκείνη καθημερινά, ακολουθώντας τις τράπεζες σε αυτό το καταστροφικό σπιράλ οικονομικού θανάτου:
Γιατί πολύ απλά δεν τις εμπιστεύεται πλέον κανείς για να τις τροφοδοτήσει με κεφάλαια, είτε διεθνής δανειστής τους, είτε το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα (ΕΚΤ), είτε ακόμα και οι ίδιοι οι καταθέτες τους, οι οποίοι διαρκώς αποσύρουν τα κεφάλαια τους με κάθε πρόσφορο μέσο.
Ένα ζήτημα το οποίο αξίζει να δει κανείς, είναι το γιατί έφτασαν οι κάποτε κραταιές και ακμαίες ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εξαγόραζαν ανάλογα ιδρύματα το ένα μετά το άλλο σε ανατολική Ευρώπη και Τουρκία, στα σημερινά χάλια.
Η απάντηση εδώ δεν είναι μονοδιάστατη. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες οι οποίοι ευθύνονται (αντιγράφω από παλαιότερο άρθρο μου για το ίδιο θέμα, στις 10/12/2015, το οποίο μπορείτε να δείτε ολόκληρο εδώ):
Οι ευθύνες είναι διττές:
- Αφενός οι τραπεζίτες και τα golden – boys του τραπεζικού τομέα, οι οποίοι από την απληστία τους κερδοσκόπησαν ασύστολα χορηγώντας αφειδώς δάνεια, έπαιξαν όλων των ειδών τα στοιχηματικά παιχνίδια στα χρηματιστήρια των παραγώγων και των δομημένων προϊόντων, τα οποία λίγο απέχουν από τη ρουλέτα στο καζίνο, δεν χρηματοδότησαν το μόνο φυσικό τους σύμμαχο, τις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες θα ήταν οι μόνες που θα προστάτευαν την υγιή οργανική κερδοφορία τους ως πελάτες τους…
- Και αφετέρου οι παντελώς ανίκανοι πολιτικοί μας, οι οποίοι ακόμα και σήμερα μετά από όλα αυτά που έχουν συμβεί, ακόμα δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν το τι συντελείται στην ταλαίπωρη ελληνική οικονομία και στις παραπαίουσες (από τις δικές τους αποφάσεις και πολιτικές πράξεις) ελληνικές επιχειρήσεις… Ή τουλάχιστον σε όσες έχουν απομείνει ακόμα από τα λουκέτα. Αποδείχτηκαν πολύ «μικροί» για να μπορέσουν να διαχειριστούν τα όσα μας έφερε η οικονομική κρίση, την οποία οι ίδιοι αν όχι προκάλεσαν, επιδείνωσαν με τις πολιτικές τους…
Δυστυχώς, σήμερα στα τέλη Ιουλίου 2016, οκτώ μήνες μετά το παραπάνω κείμενο, δεν έχει βελτιωθεί τίποτα, το αντίθετο – η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ιδιαίτερα, παρά το ότι αυτό κρύβεται επιμελώς “κάτω από το χαλί”.
Η καλύτερη απόδειξη για την κατάρρευση του τραπεζικού τομέα στη βραχυχρόνια περίοδο, είναι το γεγονός ότι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΕ έγινε στα 0,30 € ανά μετοχή, ενώ σήμερα αυτή αποτιμάται στα 0,18 €, πράγμα που σημαίνει ότι μέσα στους λίγους τελευταίους μήνες απώλεσε σχεδόν το 50% της αξίας της...
Αντιλαμβάνεται κανείς τώρα εύκολα το γιατί οι τραπεζίτες επιθυμούν διακαώς να εισπράττουν μεσιτεία από κάθε εμπορική συναλλαγή που πραγματοποιείται στη χώρα. Γιατί προσπαθούν να επιβάλλουν το πλαστικό χρήμα σε επιχειρήσεις και ιδιώτες, με διάφορες γελοίες προφάσεις περί καταπολέμησης της φοροδιαφυγής κλπ.
Τα κίνητρα είναι πολύ πιο ιδιοτελή από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής:
Είναι τα τεράστια κέρδη που θα τους αποφέρει το 3% της κάθε συναλλαγής στη χώρα, όταν καταφέρουν να καταστήσουν τη χρήση του πλαστικού χρήματος υποχρεωτική!
Επίσης, υπάρχει και η δευτερεύουσα πηγή εσόδων, αυτή από τα πάγια που θα τους πληρώνουν οι επιχειρήσεις για τη χρήση POS με αναγνώστη κάρτας. Οι ταλαίπωροι μικροεπαγγελματίες για τα περιβόητα μηχανήματα POS θα πληρώνουν περί τα 240 € το χρόνο, για μια συσκευή η οποία στην κινεζική αγορά τεχνολογίας κοστολογείται περί τα 20 €!
Δυστυχώς, βρίσκουν πρόθυμους ανόητους (ή πονηρούς) συμπαραστάτες στο πολιτικό σύστημα και κοντεύουν σχεδόν να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι είναι προς το συμφέρον της η εξέλιξη αυτή.
Ουδέν ψευδέστερον!
Θα επανέλθουμε.
Ν.Β.
Υ.Γ. : Για να αντιληφθεί κανείς το πόσο μεγάλο, τεράστιο θα έλεγα, είναι το παιχνίδι που ετοιμάζουν οι μεγαλοκαρχαρίες, αρκεί να δει ότι πρόσφατα στο χώρο των POS μπήκε και ο …ΟΤΕ, μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών κατά τα άλλα, αλλά τι σημασία έχει; Εδώ υπάρχει καλή “μπίζνα”, σιγά μη δεν πληρώσουν τα κορόιδα! Κάτι θα αρπάξουν κι αυτοί….