Άρθρο του Νίκου Μπούνα*
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και η απόφαση για έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έβγαλε στην επιφάνεια τη διαχρονική στάση των Βρετανών για τον ρόλο της χώρας τους τόσο διεθνώς όσο και σε σχέση με την Ευρώπη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ανήκει γεωγραφικά στην Ευρώπη. Αυτό που μένει να διερευνηθεί είναι πόσο κοντά βρίσκεται σ’ αυτήν ως πολιτική οντότητα.
Μέσα στους αιώνες και μέχρι σήμερα η πολιτική της Μ. Βρετανίας διαμορφώνει με τους χειρισμούς και τον τρόπο δράσης της, στους κατοίκους του νησιού την πεποίθηση ότι οι ίδιοι και η χώρα τους, ως κληρονόμοι ή τρόπον τινά συνεχιστές μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας, αποτελούν ιδιαιτερότητα, είναι κάτι διαφορετικό από τους Ευρωπαίους της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Συμμαχούσε μόνο όταν απειλούνταν η ξεχωριστή της θέση, ώστε να αποκαταστήσει την ισορροπία ισχύος σε σχέση με κάποια άλλη δύναμη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι τρεις μεγάλοι πόλεμοι τα τελευταία 225 χρόνια, δηλαδή ο πόλεμος ενάντια στον Ναπολέοντα καθώς και ο Α’ και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι δύο τελευταίοι όπως και πριν μερικά χρόνια ο πόλεμος στο Ιράκ, έδειξαν ξεκάθαρα ότι για τη Μ. Βρετανία οι σχέσεις με τις ΗΠΑ αποτιμώνται σαφώς ως πιο σημαντικές έναντι αυτών με την Ευρώπη.
Η ιεραρχική κλίμακα στην εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε πάντοτε έως και σήμερα έχει ως εξής: πρώτα η Κοινοπολιτεία (Commonwealth), ακολουθούν οι ΗΠΑ και τρίτη κατά σειρά η Ευρώπη. Παρά το ότι η Ευρώπη ήταν γεωγραφικά πιο κοντά, ήταν πάντα ο μακρινός γείτονας, δεν ανήκε ποτέ στην οικογένεια.
Ας κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή, ώστε να εξετάσουμε τη διαχρονική στάση των Βρετανών:
Ο βρετανός πρωθυπουργός, λόρδος Bolingbroke, ανέφερε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συνθήκη ειρήνης της Ουτρέχτης το 1713: «Είμαστε γείτονες της ηπείρου αλλά όχι τμήμα της, κατατασσόμαστε στην Ευρώπη, δεν ανήκουμε όμως σ’ αυτήν».
Παρόμοια εκφράζεται ο Winston Churchill το 1930 στο αμερικανικό περιοδικό The Saturday Evening Post: «είμαστε δίπλα στην Ευρώπη, αλλά δεν ανήκουμε σ’ αυτήν, είμαστε συνδεδεμένοι αλλά δεν περιλαμβανόμαστε σ’ αυτήν, ενδιαφερόμαστε και είμαστε συνδεδεμένοι αλλά όχι απορροφημένοι. Δεν ανήκουμε σε κάποια ήπειρο ξεχωριστά, αλλά σε όλες». Αυτή η στάση ξεκινάει βέβαια από την έντονη πεποίθησή του ότι η χώρα του αποτελεί μια παγκόσμια δύναμη, μια ιμπεριαλιστική δύναμη απλωμένη σε μια τεράστια Κοινοπολιτεία.
Ακόμα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ανάγκη για ενοποίηση ήταν πιο επιτακτική από ποτέ, ο Τσόρτσιλ επανέλαβε τις θέσεις αυτές στην περίφημη ομιλία του στη Ζυρίχη στις 19 Σεπτέμβρη 1946. Μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας ενός είδους Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, θέτοντας όμως τη Βρετανία έξω από αυτή. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Μ. Βρετανία, η βρετανική Κοινοπολιτεία, η ισχυρή Αμερική και, ελπίζω, η Σοβιετική Ρωσία πρέπει να είναι φίλοι και υποστηρικτές της νέας Ευρώπης».
Αλλά και μερικά χρόνια αργότερα, κατά τις διαπραγματεύσεις ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η Μ. Βρετανία απέρριψε την πρόσκληση των ιδρυτικών μελών να συμμετάσχει, απαντώντας ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ποτέ μέλος ενός υπερεθνικού οργανισμού.
Όταν με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) το 1958, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιλήφθηκε την οικονομική της δυναμική, προχώρησε το 1960, με τη συμμετοχή άλλων επτά κρατών, στην ίδρυση της ζώνης ελεύθερου εμπορίου (EFTA). Επένδυε στην αποτυχία του εγχειρήματος της ΕΟΚ. Αντιλαμβανόμενο όμως ότι δρώντας απέξω δεν μπορεί να ανακόψει την ανερχόμενη πορεία της, θεώρησε ότι μόνο με το να γίνει μέλος της θα καταφέρει να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά του. Οι πρώτες δύο αιτήσεις ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου (1961 και 1967) προσέκρουσαν στην άρνηση του Charles de Gaulle. O ντε Γκολ δεν φοβόταν μόνο αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στην ΕΟΚ με την ένταξη της Μ. Βρετανίας αλλά τη θεωρούσε και τον δούρειο ίππο των Αμερικανών στην Ευρώπη. Η Μ. Βρετανία κατάφερε να γίνει τελικά μέλος της ΕΟΚ (μαζί με την Ιρλανδία και τη Δανία) μόλις το 1973 μετά από πρωτοβουλία του φιλοευρωπαίου βρετανού πρωθυπουργού Edward Heath.
Τόσο παλαιότερα όσο και ως μέλος της ΕΟΚ/ΕΕ η Μ. Βρετανία κινούνταν κυρίως προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μία ήθελε να διαφυλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων και τον δικό της ρόλο απέναντι σε μια ενδεχόμενη γαλλογερμανική κυριαρχία και από την άλλη να εξασφαλίσει ένα όσο το δυνατό πιο ελεύθερο εμπόριο σε μία μεγάλη αγορά. Και τα δύο τα πέτυχε με την ένταξή της στην ενωμένη Ευρώπη.
Πολύ γλαφυρά αλλά και κυνικά αποτυπώνεται ο ρόλος του Ηνωμένου Βασιλείου σε μια ομιλία της Margret Thatcher στο Κολέγιο της Ευρώπης στο Μπριζ το 1988. Σε μια ομιλία που δεν τη χαρακτήριζε μόνο η γνωστή νεοφιλελεύθερη ρητορική της Σιδηράς Κυρίας, αλλά που διαποτιζόταν από άκρως αντιευρωπαϊκό πνεύμα, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι μπορεί να διανοηθεί μόνο μια Ευρώπη των πατρίδων, της μη ευθυγράμμισης, της πλήρους φιλελευθεροποίησης, της αποδυνάμωσης του κράτους, μια Ευρώπη χωρίς κεντρική τράπεζα, με συνοριακούς ελέγχους, χωρίς αρμοδιότητες για τις Βρυξέλλες, μια Ευρώπη ως μία εθελοντική ένωση ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών.
Αλλά και αν παρακολουθήσει κανείς την πολιτική της Μ. Βρετανίας μετά τη Θάτσερ, θα πειστεί ότι οι Βρετανοί δεν έχουν καμία σχέση με τον στόχο της πραγμάτωσης μιας πολιτικής ενοποίησης, «μιας όλο και στενότερης Ένωσης» όπως αυτή αναφέρεται στις συνθήκες.
Και από το τέλος της δεκαετίας του ’90 και μετά η Μ. Βρετανία λειτουργούσε όλο και περισσότερο ως ένα εξαιρετικά απρόθυμο για εμβάθυνση της πολιτικής συνεργασίας μέλος της Ένωσης:
– Δεν συμμετείχε στην νομισματική ενοποίηση.
– Απέρριψε τη Συνθήκη του Σένγκεν.
– Παρεμπόδισε μια στενότερη συνεργασία στον τομέα της άμυνας.
– Έθεσε βέτο σε μια στενότερη συνεργασία στη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις.
– Συνέχισε να αντιδρά σε κάθε προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ.
Η ίδια φιλοσοφία κρύβεται και πίσω από την επιχειρηματολογία του David Cameron για την παραμονή στην ΕΕ στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Αναφέρω τρεις χαρακτηριστικές ρήσεις του: «Η ΕΕ είναι ένα εργαλείο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να υποστηρίξουμε την ισχύ της χώρας μας στον κόσμο και να προωθήσουμε τα βρετανικά συμφέροντα» ή « Μην ρωτάς τι μπορεί να κάνει η Βρετανία για την Ευρώπη, ρώτησε τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για τη Βρετανία» ή «Διαπραγματεύτηκα μια συμφωνία ώστε να δώσω στο Ηνωμένο Βασίλειο ένα ειδικό καθεστώς μέσα στην ΕΕ».
Με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23 Ιουνίου, αν υποθέσουμε ότι η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου θα λάβει πράγματι οριστικά χώρα, η Ευρώπη χάνει μεν ένα μέρος της οικονομικής της δύναμης, αλλά κερδίζει σε ανεξαρτησία και στη δυνατότητα ανάληψης μελλοντικών πρωτοβουλιών για ριζικές αλλαγές. Η παραμονή της Μ. Βρετανίας θα σήμαινε ότι θα εξακολουθούσαμε να έχουμε έναν ενοχλητικό παίκτη, έναν ανασταλτικό παράγοντα στον δρόμο προς την στενότερη ενοποίηση και την πολιτική ένωση.
Ότι η σημερινή Ευρώπη διέρχεται μια βαθιά κρίση και πρέπει να αλλάξει είναι πασιφανές. Έχει τη δυνατότητα πλέον να θέσει τις νέες βάσεις για μια διαφορετική Ένωση πέρα από την προάσπιση στενών οικονομικών συμφερόντων, να κάνει δηλαδή τομές σε μια κατεύθυνση που έβρισκε πάντοτε αντίθετους τους Βρετανούς. Μια Ένωση που όμως θα αποβάλλει τους καταστροφικούς εσωτερικούς της ηγεμονισμούς και στηριζόμενη στην ισοτιμία των μελών της θα καταφέρει να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, βασιζόμενη στις ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού. Που θα κάνει τα απαραίτητα βήματα εκδημοκρατισμού της, αποτινάσσοντας από πάνω της την πλήρη κυριαρχία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Μια Ευρώπη που θα θέσει νέες δομές κοινωνικής πολιτικής, ώστε να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη της ανεργίας και φτωχοποίησης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων στους κόλπους της. Που θα αντιμετωπίσει με αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια τα μεγάλα διεθνή ζητήματα, όπως το προσφυγικό. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίστηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πάνω στα συντρίμμια του φασισμού, πρέπει σήμερα να επανιδρυθεί πάνω στα συντρίμμια του νεοφιλελευθερισμού. Αν τότε το σύνθημα ήταν «ποτέ πια πόλεμος», σήμερα πρέπει να πούμε «ποτέ πια κοινωνική αδικία, βία, φτώχεια και μαζική ανεργία»!
*Ο Νίκος Μπούνας είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος, ειδικός επί ευρωπαϊκών θεμάτων.