Άρθρο του Σταύρου Θεοδωράκη
Την Τετάρτη με το «νέο Μακεδονικό» μου ήρθε στο μυαλό μια σκηνή» απ’ τη «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη. Δύο χωρικοί περιθάλπουν τον Λοχία Κωστούλα (Μυριβήλη) – εθελοντή με τις ελληνικές δυνάμεις στα χαρακώματα του βαλκανικού μετώπου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τι είστε, τους ρωτάει; «Μακεντόν ορτοντόξ», του απαντούν. «Μήτε «Μπουλγκάρ» μήτε «Σρρπ» μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντὸν ορτοντόξ»».
Γι αυτή τη φράση και γενικότερα για το αντιπολεμικό και αντιηρωικό κλίμα που «μετέδιδε», ο Μυριβήλης λογοκρίθηκε και αυτολογοκρίθηκε. Το βιβλίο επανεκδόθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η φράση αυτή απουσίαζε ξανά. Κάποιοι και τότε αποφάσισαν να επιβάλλουν για το «καλό» μας μια πιο «εθνική» (!) εκδοχή του λογοτεχνικού έργου.
Και μετά… ήρθε η δεκαετία του ’90.
Οι Έλληνες πολιτικοί αρνήθηκαν κατά την προσφιλή τους τακτική να πάρουν μια απόφαση απορρίπτοντας λύσεις που τότε ήταν «προδοσία» και μετά έγιναν «ανεκπλήρωτοι εθνικοί στόχοι» (βλέπε και πακέτο Πινέιρο που δέχονταν ο Γκλιγκόρωφ και κλοτσούσαμε εμείς). «Απέναντι», οι πολιτικοί της FYROM έστησαν αδριάντες σοβιετικής αισθητικής και έκαναν γιορτές με χλαμύδες και Αλέξανδρους. «Εδώ» την σκυτάλη πήραν οι αθλητικοί παράγοντες, οι εκφωνητές και οι μοντέρ. Από τους αγώνες μπάσκετ σβήνανε το όνομα της αντίπαλης ομάδας εφόσον παρέπεμπε στην «ακατονόμαστη». Οι εκφωνητές άκουγαν «Republic of Macedonia» και μετέφραζαν «Σκόπια». Ακόμη και σήμερα τα ρεπορτάζ δείχνουν Σύρους πρόσφυγες στην Ειδομένη να μιλούν για την «Macedonia» και εδώ οι υπότιτλοι γράφουν «FYROM».
Μια μάχη εσωτερικής κατανάλωσης, καθότι «έξω» η μάχη χάνεται. Περισσότερα από 100 κράτη έχουν αναγνωρίσει την γειτονική χώρα με το όνομα «Macedonia» και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Φινλανδία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ελβετία, η Νορβηγία και όλες οι πρώην ανατολικές χώρες. Και στα ράφια στο Παρίσι και τη Ρώμη θα δεις προϊόντα από την «Macedonia» χωρίς ελληνικούς αστερίσκους.
Εδώ όμως κουβέντα για αυτά. Άλλωστε αυτή η ομερτά βολεύει όσους χειρίστηκαν την υπόθεση και έχασαν όλες τις ευκαιρίες για λύση. Όλους αυτούς που ξόδεψαν όλα τα αποθέματα της διπλωματίας μας στην παγίδα του ονόματος της γειτονικής χώρας, στερώντας δυνάμεις από άλλα πιο σημαντικά μέτωπα.
Οι πολιτικοί, ακόμη και σήμερα, αρνούνται να απαντήσουν καθαρά στο ερώτημα «πώς τους λένε τους γείτονες;». Το Ποτάμι (και) σε αυτό απάντησε χωρίς φόβο από την ίδρυσή του: Μια ονομασία για όλες τις χρήσεις. Ονομασία που προφανώς όπως έχουν έρθει τα πράγματα θα περιέχει τον όρο Μακεδονία, αλλά με σαφέστατο προσδιορισμό που θα την ξεχωρίζει από την ελληνική Μακεδονία. Το ίδιο θα σου πουν ψιθυριστά οι περισσότεροι στη Βουλή, αλλά δημοσίως στρουθοκαμηλίζουν. Οχυρώνονται και αυτο-πολιορκούνται. Αυτή η ακινησία γεννά υποκρισία και υστερία. Αγγίζει τα όρια του παραλόγου.
Και προχθές στο σανίδι ανέβηκε (ξανά) ο θίασος Καμμένου. Στο όνομα της πατρίδας (!) ζήτησε την παραίτηση ενός άλλου υπουργού γιατί εν τη ρύμη του λόγου του είπε «Μακεδονία» αντί για «FYROM». Και το έργο άρχισε να κόβει πάλι εισιτήρια. Συνωμοσιολογίες, δαιμονοποιήσεις, εθνολαϊκισμοί, γιατί τι άλλο έχεις να πεις όταν είσαι πολιτικά ανύπαρκτος.
Όμως θα ισχυριστώ ότι τίποτε δεν είναι παράλογο. Αντίθετα είναι απολύτως λογικό. Αυτή η υπερβολή (ακόμη και στο λάθος) τροφοδοτεί ταπεινά ένστικτα στις συντηρητικές συσπειρώσεις. Ωθεί τους πολίτες να αναζητούν Εφιάλτες και κρύβει τα αδιέξοδα με μεγάλα λόγια.
Θα πίστευε κανείς ότι μια «αριστερή», κατά δήλωση της, κυβέρνηση, θα τολμούσε να υπερασπιστεί τουλάχιστον αυτό. Να απομονώσει τους εμπόρους των κραυγών και των φόβων. Αντίθετα τους «περιθάλπει» και τους προβάλλει. Και αφήνει στα χέρια τους ένα μείζον εθνικό ζήτημα να αντιμετωπίζεται θεατρινίστικα (και ζητώ συγνώμη από το Θέατρο).
Για κάποιους η πολιτική είναι καρέκλα – καρέκλα – καρέκλα. Και όλα τα άλλα, ακόμη και η πατρίδα και τα εθνικά θέματα, είναι είδη προς εμπορική πολιτική εκμετάλλευση. Ή ορθότερα είναι σανός – φτηνή τροφή για τους ψηφοφόρους. «Αριστερός» σανός; Ακροδεξιός σανός; Αλλά σε κάθε περίπτωση σανός.
Αλλά το μείζον, θα ξαναπώ, δεν είναι το ρεσιτάλ υποκρισίας του ακροδεξιού εταίρου της κυβέρνησης. Το μείζον είναι η αυτολογοκρισία των προοδευτικών δυνάμεων και των προοδευτικών πολιτών. Η άρνηση της πραγματικότητας. Η σιγή νεκροταφείου που θα απλωθεί ξανά μέχρι τη επόμενη φορά και την επόμενη παράσταση.
Επιμύθιο
Η δεύτερη ιστορία που θυμάμαι από τη «Ζωή εν Τάφω» ήταν η περίπτωση ενός (αν θυμάμαι καλά) υπαξιωματικού, σκληρού και αυταρχικού. Ήθελε ανθρώπους μηχανές, ήθελε να καταστρέψει ακόμη και τις σκέψεις των φαντάρων. Τα επαναλαμβανόμενα εθνικιστικά του ξεσπάσματα ηχούσαν κούφια λόγια. Κάποτε εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Τον αναζητούσαν σε όλα τα ορύγματα αλλά πουθενά. Τελικά τον βρήκαν: Είχε πέσει ένα βράδυ στην τεράστια χαβούζα που εξυπηρετούσε τις φυσικές ανάγκες των φαντάρων. Στους ανόητους λογοκριτές, αυτό είχε ξεφύγει.
Πρώτη δημοσίευση στην “Εφημερίδα των Συντακτών”