Γράφει ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας
Μια ουγγρική παροιμία λέει: «Η φτώχεια υποφέρεται πιο εύκολα από τις τύψεις»! Και στην περίπτωσή μου, έχει δίκιο. Για να σας δώσω να καταλάβετε, αυτή την ώρα λιάζομαι αγκαλιά με το αμόρε μου σε μία αμμουδιά της Καραϊβικής και δεν μπορώ να το απολαύσω. Με φάγανε οι τύψεις. Και επειδή, αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία, αποφάσισα να σας τα πω όλα με το νι και με το σίγμα. Στο κάτω – κάτω της γραφής ποιος είμαι εγώ που θα αντέξω μόνος μου ένα τόσο μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου; Ένας απλός κεραμιδόγατος είμαι, που λίγες μέρες πριν ξόδευα τη ζωή μου φυλακισμένος σε μια «τρύπα» με ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης, για πράκτορες της μυστικής και για ντετέκτιβ. Πού ζω; Σε ένα απαίσιο παραμάγαζο στα Ιλίσια, κοντά στον Πύργο της Αθήνας.
Το αφεντικό μου, ένας σκοτεινός και περίεργος τύπος όλο νεύρα και παραξενιές, είχε ένα απίστευτο χάρισμα. Κατάφερνε να «ντύσει» με κοριούς, καλώδια, μικρόφωνα και κάμερες ασύρματες υψίστης ακριβείας, ένα μεγάλο διαμέρισμα, μέσα σε τρία μόλις τέταρτα της ώρας. Παντού είχε καρφώσει κάμερες, από τα τζάκια του Μαξίμου μέχρι τις τουαλέτες του Αστέρα Βουλιαγμένης. Ακόμα και σε μένα είχε βάλει μία μικροκάμερα – στρασάκι στο αφτί μου, για να κατασκοπεύει εκεί που τριγυρνάω τα βράδια. Κι εδώ ακριβώς, αρχίζει η δική μου περιπέτεια:
Εκείνο το βράδυ, ξεκίνησα ανέμελα την καθιερωμένη μου βόλτα. Παρένθεση: Ένας ορίτζιναλ και βαρβάτος κεραμιδόγατος των Ιλισίων σαν κι εμένα, δεν σπαταλάει τις νύχτες του γυρίζοντας από ακάλυπτο σε ακάλυπτο κι από ταράτσα σε ταράτσα της γειτονιάς του, αλλά μοστράρει στις πιο καλές πιάτσες της περιοχής του. Με άλλα λόγια, περιφέρομαι επί του άξονος Αμερικανική Πρεσβεία – Κολωνάκι και τούμπαλιν, ώσπου να φέξει.
Εκεί λοιπόν που πήγαινα, απέναντι ακριβώς απ΄ την μεγάλη την πρεσβεία, με έπιασε ένα σφίξιμο. Μια έντονη επιθυμία να βρεθώ με το μεγάλο μου αμόρε, την Πούφη. Η Πούφη, είναι μια γκρίζα γάτα των Ιμαλαΐων, χαδιάρα, πανέμορφη κι αριστοκράτισσα, που ξημεροβραδιάζεται πάνω σ΄ ένα μεγάλο μεταξένιο μαξιλάρι, βλέποντας φάτσα στον Λυκαβηττό!
Δεν θα είχε περάσει ούτε δεκάλεπτο από τη στιγμή που η Πουφίτσα μου με άφησε να μπω στην αγκαλιά της και να μεθύσω με το πανάκριβο Caron Poivre της κυράς της, όταν ακούστηκε ένα κλειδί στην πόρτα. «Ποίος να είναι άραγε τέτοιαν ώρα»; Αναρωτήθηκε η Πούφη με γαλλική προφορά. «Η αφεντικίνα μου επήγεν εις τα σκυλάδικα και είναι βέβαιον πως θα αργήσει».
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το μωρό μου την κουβέντα της και μπούκαραν στο διαμέρισμα δύο πανύψηλοι μαντραχαλάδες, ένας κοντός που παρίστανε τον αρχηγό τους και ένας σερβιτόρος. Εγώ, ίσα που πρόλαβα και κρύφτηκα πίσω από μια βαριά βελούδινη κουρτίνα.
Οι μαντραχαλάδες έκαναν έλεγχο στους τοίχους, στα πατώματα και στα έπιπλα, μήπως και βρουν κάποιο κοριό που δεν τον είχανε τοποθετήσει οι ίδιοι. Ο κοντός φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχος, κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε. Ο σερβιτόρος αντιθέτως ήταν ψύχραιμος, άραξε στον γωνιακό καναπέ και διάβαζε μεγαλοφώνως τα ονόματα των παλιών Διοικητών του Αγίου Όρους!
Ξαφνικά, ακούστηκε ένα θρασύ, αναιδές και παρατεταμένο χτύπημα στην πόρτα. Ο κοντός πετάχτηκε σαν ελατήριο και άνοιξε. Ένας ηλικιωμένος τύπος καραφλός, με ακριβό κοστούμι, κατακόκκινη γραβάτα και με μάτι όλο κακία και πονηριά, πέρασε μέσα σαν να έμπαινε στο σπίτι του. Κάθισε στο σαλόνι. Ήτανε φανερό πως δεν ερχότανε εδώ για πρώτη φορά. Οι δυο μαντραχαλαίοι χαιρέτησαν τον νεοφερμένο υποτακτικά και βγήκανε αμέσως έξω. Ο κοντός, χωρίς να ρωτήσει, πήγε στην κουζίνα για να φτιάξει τρία εσπρεσάκια. Τα δύο μέτρια γι αυτόν και για τον σερβιτόρο, και το τρίτο σκέτο για τον επισκέπτη. Ο σερβιτόρος δεν το κούνησε από τη θέση του, ήταν βαθιά συγκεντρωμένος σε ένα παιχνίδι ηγεσίας και στρατηγικής, που έπαιζε στο κινητό του.
Αφού ήπιανε τα εσπρεσάκια τους οι τρεις τους χωρίς να ανταλλάξουνε κουβέντα, ο πονηρός έβαλε το χέρι του κάτω από το …τραπέζι, έπιασε ένα παιχνίδι κάτι σαν Monopoly κι αρχίσανε να παζαρεύουνε την εξουσία, τα λεφτά και τα συμβόλαια. Ο κοντός δεν έδειχνε να κατέχει και πολύ από αυτό το παιχνίδι και κάθε τόσο κοίταζε στα μάτια τον σερβιτόρο που φαινότανε σ΄ αυτά …μανούλα!
Και πάνω που σκεφτόμουνα πόσο ωραίο ήτανε ετούτο το παιχνίδι που βγαίνουν πάντα όλοι κερδισμένοι, έπεσε πάνω μου το μάτι το ψυχρό του πονηρού και άρχισα ο άμοιρος να τρέμω. «Αυτόν τον γάτο δεν τον έχω ξαναδεί» φωνάζει «Αμέσως πιάστε τον, μας παρακολουθούνε»! Πετάχτηκαν οι τρεις τους, με στριμώξανε μπροστά στην μπαλκονόπορτα κι αρχίσανε να με βαράνε με μανία. Ευτυχώς που η Πούφη, το κορίτσι μου, ενήργησε με αυτοθυσία! Πάτησε με το πόδι της ένα κουμπί που άνοιγε την μπαλκονόπορτα και φύγαμε από εκεί τα δυο, παρέα!
Τα υπόλοιπα ίσως να τα μαντέψατε αμέσως. Το αφεντικό μου μοσχοπούλησε το βίντεο με το επεισόδιο – που είχε γράψει από την κάμερα στο αφτί μου – σε κάποιες σκοτεινές υπηρεσίες. Φαίνεται πως τα πρόσωπα που συναντήθηκαν κρυφά και συνωμοτικά στο διαμέρισμα ήταν σημαίνοντα και το παιχνίδι στη «Monopoly» βρόμικο, σε μια περίοδο που η Ελλάδα χάνεται κι ο κόσμος υποφέρει. Κι έτσι, για μια φορά ακόμα μια τέτοια η ιστορία θα μείνει στο σκοτάδι. Να πως βρεθήκαμε λοιπόν, εγώ κι η Πούφη μου πάνω σε μια αιώρα κι απολαμβάνουμε πικρά, της Καραϊβικής τα πλούσια τα δώρα!
Τώρα θα μου πείτε: Μα καλά, οι άλλοι κάναν τις βρομοδουλειές και τα παζάρια κάτω απ΄ το τραπέζι. Εσένα έναν γάτο, τι σε μέλει; Κι εγώ σας απαντώ ευθέως πως: Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που έχουν πόστα και εξουσία, εμείς οι απλοί κεραμιδόγατοι διαθέτουμε και ηθική και ευθιξία!
Πηγή: sta-fora